ΨΗΦΙΑΚΗ «ΔΙΑΛΟΓΙΚΗ» ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Ο «μονόλογος» του κέρδους

Την πλήρη κυριαρχία των μονοπωλίων στην εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών προετοιμάζει η ΕΕ, δίνοντας απλώς τη «δυνατότητα» στους δημόσιους οπτικοακουστικούς φορείς... να «υπάρχουν»

Κυριακή 18 Νοέμβρη 2007

Παπαγεωργίου Βασίλης

Στην εφαρμογή της πλήρους ευθυγράμμισης των «υπηρεσιών ψηφιακής διαλογικής τηλεόρασης» με τη «Στρατηγική της Λισαβόνας» για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου (εν προκειμένω του οπτικοακουστικού τομέα) περνά η ΕΕ, δημιουργώντας τις συνθήκες που θα επιτρέψουν την ασυδοσία των μονοπωλίων στον συνεχώς αναπτυσσόμενο και κερδοφόρο, γι' αυτά, τομέα των νέων τεχνολογιών.

Πρόσφατη έκθεση - πρόταση ψηφίσματος προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας της ΕΕ, επικεντρώνει στη «διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών ψηφιακής διαλογικής τηλεόρασης», δηλαδή στη συμβατότητα «συσκευών, διατάξεων, πλατφορμών και υπηρεσιών» ως αναγκαία προϋπόθεση της «ψηφιακής σύγκλισης». Οι τελευταίοι όροι εμπεριέχονται στο κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη λεγόμενη «στρατηγική i2010» (6/2005) στο οποίο αναφέρονται οι «γενικοί προσανατολισμοί πολιτικής» στις «τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών (ΤΠΕ)».

«Ενθάρρυνση» των μονοπωλίων

Εκεί η ΕΕ διαπιστώνει ότι οι ΤΠΕ «αποτελούν ισχυρό κινητήρα ανάπτυξης και απασχόλησης». «Το 1/4 της αύξησης του ΑΕΠ της ΕΕ και το 40% της αύξησης της παραγωγικότητας, οφείλονται στις ΤΠΕ». «Το παραδοσιακό περιεχόμενο (όπως ταινίες, βίντεο, μουσική) διατίθεται πλέον σε ψηφιακή μορφή, ενώ εμφανίζονται νέες υπηρεσίες, εκ γενετής ψηφιακές, όπως το διαλογικό λογισμικό». Ετσι «είναι αναγκαίες πολιτικές που θα ανταποκρίνονται στις θεμελιώδεις αλλαγές στην τεχνολογία. Για την ψηφιακή σύγκλιση απαιτείται σύγκλιση πολιτικής καθώς και προθυμία για την προσαρμογή των πλαισίων κανονιστικών ρυθμίσεων όπου αυτό απαιτείται ώστε να συμβαδίζουν με την αναδυόμενη ψηφιακή οικονομία». Αυτό σημαίνει ότι «η στρατηγική i2010 θα βασίζεται σε ολοκληρωμένη προσέγγιση στις κοινοτικές πολιτικές για την κοινωνία της πληροφορίας και τα οπτικοακουστικά μέσα», όπως αυτές ορίζονται από τη «Στρατηγική της Λισαβόνας». Δεδομένου ότι «η ψηφιακή σύγκλιση (...) θα οδηγήσει σε αύξηση του ανταγωνισμού παγκοσμίως», η ΕΕ πρέπει «να επωφεληθεί πλήρως από το οικονομικό δυναμικό της» με «τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου της πληροφορίας» που καλείται να αντιμετωπίσει και το ζήτημα, μεταξύ άλλων, της «διαλειτουργικότητας»: «βελτίωση διατάξεων και πλατφορμών που "μιλούν μεταξύ τους", καθώς και υπηρεσιών που είναι φορητές μεταξύ πλατφορμών».

Διαπιστώνεται επίσης ότι ενώ «στην Ευρώπη πραγματοποιείται περίπου το 1/3 των παγκόσμιων πωλήσεων ΤΠΕ» και «ηγείται σε παγκόσμια κλίμακα στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, έχοντας το 40 έως 50% των εσόδων των μεγαλύτερων επιχειρήσεων παγκοσμίως» ωστόσο «υστερεί σημαντικά στις επενδύσεις» σε τεχνολογίες επικοινωνιών. Διότι «για τις επιχειρήσεις προκύπτουν κέρδη παραγωγικότητας από τις ΤΠΕ, έχουν όμως ακόμα να αντιμετωπίσουν έλλειψη διαλειτουργικότητας, αξιοπιστίας και ασφάλειας (...) καθώς και το υψηλό κόστος υποστήριξης». Γι' αυτό, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να οριστούν «συμπληρωματικά μέτρα για την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων σε έρευνα και καινοτομία στις ΤΠΕ». Πιο απλά, να «διευκολυνθεί» κι άλλο η «ελευθερία» των μονοπωλίων στην αναδυόμενη «αγορά».

«Διαλειτουργικότητα» των κερδών...

Η έκθεση λοιπόν του περασμένου Οκτώβρη της Επιτροπής Πολιτισμού επικεντρώνεται στη «διαλειτουργικότητα». Και ενώ όλη η πρόταση βασίζεται στον παραπάνω αντιδραστικό ιδεολογικό «μπούσουλα», η Επιτροπή «λαμβάνει υπόψη» «ότι σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, πρέπει να τεθούν περιορισμοί προκειμένου να αποφευχθεί η αποκλειστική επικράτηση του ανταγωνισμού και του νόμου της αγοράς στις ευρείες επιλογές δραστηριοποίησης»! Ταυτόχρονα όμως «λαμβάνει υπόψη» «ότι η μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή τηλεόραση επιτρέπει την απελευθέρωση χωρητικότητας του ραδιοφάσματος και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και καινοτόμων λύσεων που θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης (του κεφαλαίου δηλαδή) στον τομέα αυτόν». Μάλιστα «υπενθυμίζει» «ότι, σε όλα τα στάδια αυτής της μετάβασης, πρέπει να λαμβάνεται η κατάλληλη μέριμνα ώστε να μην υποβαθμιστούν οι δημόσιες οπτικοακουστικές υπηρεσίες, αλλά αντιθέτως να υποστηριχτεί η αποστολή τους ως δημόσιας υπηρεσίας, διατηρώντας ταυτόχρονα τη δυναμικότητα των ιδιωτικών οπτικοακουστικών υπηρεσιών»! Φυσικά οι συντάκτες της έκθεσης γνωρίζουν πολύ καλά ότι το σύστημα που υπηρετούν έχει λύσει εδώ και καιρό τέτοιου είδους «διλήμματα» υπέρ των μονοπωλίων. Γι' αυτό και μόνο ως κωμικοτραγική προπαγάνδα μπορούν να εκληφθούν τα περί «σεβασμού της πολυφωνίας στην ενημέρωση και της ποικιλομορφίας του περιεχομένου».

Η «διαλειτουργικότητα» (συμβατότητα) σχετίζεται άμεσα με τον τύπο της ψηφιακής «πλατφόρμας» των δεκτών. Ετσι η Επιτροπή «τονίζει ότι είναι ουσιαστικής σημασίας να δημιουργηθούν ψηφιακές πλατφόρμες, ώστε να διατηρηθεί μια κοινή δημόσια ζώνη μέσων επικοινωνίας μετά την εγκατάλειψη της αναλογικής τεχνολογίας, και καλεί τα κράτη μέλη να προωθήσουν την προσφορά ασύρματων υπηρεσιών ψηφιακής διαλογικής τηλεόρασης με εγγυημένη λήψη από όλες τις ιδιόκτητες πλατφόρμες». Γιατί «η χρήση διαλειτουργικών τεχνικών λύσεων, ουδέτερων από τεχνολογική άποψη, καθιστά δυνατή την προώθηση των επενδύσεων και της καινοτομίας στον εν λόγω τομέα, τονώνοντας έτσι τον ανταγωνισμό και προστατεύοντας τη δυνατότητα των καταναλωτών να επιλέγουν»(!) ενώ τονίζει «πόσο σημαντικό είναι να εξασφαλιστεί η τεχνολογική ουδετερότητα και η ανάπτυξη επιτυχών επιχειρηματικών μοντέλων». Κι όμως θεωρεί πιο κάτω «ότι η νομοθετική επιβολή ενιαίου προτύπου δεν αποτελεί την ιδανική, αλλά την τελευταία λύση, χωρίς όμως να εγκρίνει και την αποκλειστική παρέμβαση της αγοράς για την επίλυση του προβλήματος της διαλογικότητας»!

Ολα στις επιχειρήσεις

Τελικά όμως κάνει ακριβώς αυτό! Διότι η Επιτροπή διαπιστώνει - προφανώς με θλίψη - ότι «οι τηλεοπτικές αγορές είναι κατά κύριο λόγο εθνικές: ακόμη και τα συνδρομητικά τηλεοπτικά προγράμματα μέσω δορυφόρου δε διανέμονται σε διασυνοριακή βάση, όχι μόνο για εμπορικούς, πολιτισμικούς και γλωσσικούς λόγους, αλλά φυσικά και για λόγους δικαιωμάτων μετάδοσης και διαφορετικών εθνικών νομοθεσιών. Επομένως, ο κατακερματισμός της αγοράς δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της απουσίας διαλειτουργικότητας. Κατά συνέπεια, η ανάγκη ανάπτυξης διευρωπαϊκών δικτύων με ολική διασυνδεσιμότητα δεν είναι αναγκαστικά εφικτή ούτε αναγκαστικά επιθυμητή».

Η ΕΕ θεωρεί ότι «η αντιπαράθεση που δημιουργεί η διαλειτουργικότητα αφορά τη μεγαλύτερη δυνατή αύξηση των δυνατοτήτων επιλογής των καταναλωτών στον τομέα των διαλογικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, αλλά αυτή η επιλογή σχετίζεται περισσότερο με τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι φορείς εκμετάλλευσης παρά με τον εξοπλισμό (...)». Ετσι, για να μη χαλάσει η «σούπα» της «ελεύθερης αγοράς» και «επιλογής», «η Επιτροπή εκτιμά ότι δε θα ήταν ενδεδειγμένη η νομοθετική παρέμβαση για την παγκόσμια τυποποίηση (...)» αλλά «είναι ευνοϊκό για την αγορά να συνεχίσει να βασίζεται σε μη δεσμευτικές πρωτοβουλίες τυποποίησης που προέρχονται από τις επιχειρήσεις».

Η τυποποίηση λοιπόν της προσβασιμότητας αφήνεται στις επιχειρήσεις. Και τι γίνεται με την «ελευθερία επιλογής των χρηστών» που η Επιτροπή λέει ότι η «έλλειψη διαλειτουργικότητας και η ύπαρξη προβλημάτων πρόσβασης σε μια διαλογική τηλεόραση θα έθεταν σαφώς ζητήματα ενδεχόμενων περιορισμών της»; Τι γίνεται με τους χρήστες που «δεν είναι σε θέση να προμηθευτούν τυποποιημένο παγκόσμιο δέκτη ικανό να λαμβάνει όλες τις υπηρεσίες διαλογικής τηλεόρασης, με ελεύθερη ή συνδρομητική πρόσβαση, και αντιμετωπίζουν συνεπώς τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να αγοράσουν πολλούς δέκτες»; Η Επιτροπή «θυμίζει» οδηγία του 2002 («Διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών αλληλεπιδραστικής ψηφιακής τηλεόρασης») όπου υποχρεώνονται τα κράτη μέλη «να ενθαρρύνουν τους φορείς παροχής υπηρεσιών και εξοπλισμού ψηφιακής διαλογικής τηλεόρασης να χρησιμοποιούν ανοιχτή API» (βλ. σημ.) και «να διαθέτουν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες που επιτρέπουν στους φορείς παροχής υπηρεσιών ψηφιακής διαλογικής τηλεόρασης την παροχή όλων των υπηρεσιών που υποστηρίζονται από την API. Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε πώς «ενθαρρύνονται» οι εταιρείες από το καπιταλιστικό κράτος...

Αλλωστε τα κράτη μέλη «καλούνται» «να επιταχύνουν τη μετάβαση στην ψηφιακή τηλεόραση, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις της αγοράς» και «να συμμορφώνονται με τις ισχύουσες ρυθμίσεις για τις κρατικές ενισχύσεις». Διότι «το ευρωπαϊκό οπτικοακουστικό πρότυπο βασίζεται σε μια γόνιμη συνύπαρξη μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών οπτικοακουστικών υπηρεσιών και σε καμία περίπτωση η έλευση των νέων τεχνολογιών δεν πρέπει να διαταράξει την ισορροπία αυτή με την εξασθένηση της ανταγωνιστικότητας του δημόσιου τομέα· υπενθυμίζει ότι ο δημόσιος τομέας θα πρέπει να συνεχίσει να έχει εξασφαλισμένη δυνατότητα πρόσβασης». Για τα μονοπώλια λοιπόν, η «μη εξασθένιση» της «ανταγωνιστικότητας» του δημόσιου οπτικοακουστικού τομέα... περιορίζεται στην εξασφάλιση δυνατότητας πρόσβασης...

Σημ: Η ψηφιακή τηλεόραση παρέχει ένα ευρύ φάσμα επιλογών. Μια από αυτές είναι η λεγόμενη «διαλογική τηλεόραση», όπου ο τηλεθεατής υποτίθεται ότι «μετατρέπεται σε ενεργό παράγοντα. Μπορεί να αντιδρά, να επιλέγει, να αναζητά συγκεκριμένο περιεχόμενο κ.λ.π.». Αυτό γίνεται μέσω ενός «καναλιού επιστροφής». Οι εφαρμογές μεταδίδονται ταυτόχρονα με το σήμα βίντεο μέσω ενός λογισμικού που ονομάζεται «διασύνδεση προγραμματισμού εφαρμογών» (API), και είναι ενσωματωμένο στον δέκτη.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ