Η ποίηση για το Δεκέμβρη του '44

Δυο αποσπάσματα από τις «Γειτονιές του κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου

Κυριακή 30 Δεκέμβρη 2007

Ο ποιητής της ρωμιοσύνης, Γιάννης Ρίτσος
Παρά το γεγονός ότι ο Δεκέμβρης είναι ένας μήνας στενά συνυφασμένος με κλίμα εορταστικό, για το λαό μας έχει υπάρξει ένας μήνας σκληρός. Ζωντανή είναι, στη συλλογική μνήμη, η ένοπλη επέμβαση των Βρετανών και της ντόπιας αστικής τάξης ενάντια στο ΚΚΕ, στο ΕΑΜ και το λαϊκό κίνημα, το 1944. Ο Γιάννης Ρίτσος, στην επική τοιχογραφία του «Οι Γειτονιές του Κόσμου», έχει αποτυπώσει ποιητικά την εποποιία της αντίστασης του λαού της Αθήνας σε αυτή την κομβική φάση της μεγάλης δεκαετίας του 1940. Στο πρώτο απόσπασμα που παραθέτουμε, καταγράφει ένα πραγματικό επεισόδιο: Τον μέγιστο ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη - τον «καλύτερο βασιλιά Ληρ του κόσμου», όπως τον χαρακτήρισε η κριτική της εποχής - να στήνει το οδόφραγμα της Κυψέλης, ενάντια στα βρετανικά τανκς. Στο δεύτερο απόσπασμα, μάρτυρας και κατήγορος της επέμβασης είναι το άγαλμα του μεγάλου Αγγλου ποιητή και συμβόλου του πολιτικού κινήματος του φιλελληνισμού, του Λόρδου Μπάιρον:

Από τις «Γειτονιές του Κόσμου», του Γιάννη Ρίτσου:

(...)

Τι θέλεις, Τζον, εδώ πέρα; Γύρισε στην πατρίδα σου.

Η πατρίδα σου είναι μεγάλη, Τζον - είναι όμορφη η πατρίδα σου -

Είναι κείνα τα φώτα στην ομίχλη - και σε περιμένει, Τζον, η μάνα σου

Και σεργιανάει ο Βασιλέας Ληρ μες στην ομίχλη

Ο Βασιλέας Ληρ γδυμένος το βασιλικό του μεγαλείο και στο στέμμα του

Μ' ένα κλαδάκι μοναχά αγριελιάς στα άσπρα μαλλιά του, ο Ληρ μες στην

Ομίχλη του Λονδίνου

Ο Ληρ - όχι πια βασιλιάς - μα κάτι πιότερο, Τζον, ο Ληρ άνθρωπος

Ο Ληρ μες στην ομίχλη του Λονδίνου γυρεύοντας την Κορδέλλια

Ο Ληρ, Τζον, με τα βρώμικα γένεια του, τυφλός

Ψάχνοντας με τα δάχτυλά του δίχως δαχτυλίδια

Ψάχνοντας τον αγέρα και την καρδιά μας να πιάσει το χέρι της αγάπης

Ο Αιμίλιος Βεάκης ως Βασιλιάς Ληρ
Τυφλός ο Ληρ πλέοντας όλος μες στο θάμπος της αγάπης

Και κείνα τα φώτα στην ομίχλη φκιάχνοντας ένα φωτοστέφανο

Γύρω στ' αχτένιστα μαλλιά του Ληρ - Κι εμείς αγαπάμε, Τζον, το Ληρ

Κι ο Βεάκης έπαιξε το Ληρ στα θέατρά μας, Τζον,

Ο Βεάκης, Τζον, που με το φωτοστέφανο του Ληρ

Κάθεται αυτή την ώρα, Τζον, πίσω απ' τ' οδόφραγμα της Κυψέλης

Αυτήν την ώρα, Τζον, που ανηφοράει το τανκ σου στην Κυψέλη -

Και μεις, Τζον,

Πολύ αγαπάμε την Κορδέλλια, θαρρώ την αδελφούλα σου

Τη λένε Κορδέλλια. Κι η Κορδέλλια σε περιμένει, Τζον,

Να συνεχίσετε το διάβασμα των στίχων του Βύρωνα.

Νάτος ο Λόχος, Τζον, του Λόρδου Βύρωνα

Ο Λόχος, Τζον, των φοιτητών μπροστά στο τανκ σου, Τζον. Δε βλέπεις;

(...)

(...)

Ξημερώνει. Τα τζάμια είναι ρόδινα. Κι η πολιτεία είναι ρόδινη.

Και τα τανκς του Τζον είναι μαύρα. Και μόνο

Οι νεκροί έχουν μείνει στους δρόμους της ρόδινης πολιτείας. Και μόνο

Το άγαλμα του Βύρωνα πίσω απ' το Ζάππειο,

Εκεί που στρίβουν οι ράγιες του τραμ για το Παγκράτι,

Καταμόναχο το άγαλμα του Βύρωνα πάνου απ' τους σκοτωμένους

Κοιτάει κατάματα τον Τζον

Κοιτάει τα μαύρα τανκς των πατριωτών του μέσα στη ρόδινη πολιτεία

Κι απαγγέλλει στο ρόδινο πρωινό την κατάρα του.

Μα ο Τζον δεν ακούει. Μόλις ξύπνησε.

Ερριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του.

Σαπούνισε καλά τα χέρια του. Δε βλέπει τίποτα πάνου στα χέρια του.

Κατεβαίνει τις σκάλες της «Μεγάλης Βρεττάνιας»

Σφυρίζοντας χαρούμενα το Τιπερέρι.

Κι ο Βύρωνας ολομόναχος απαγγέλλει πάνου από τους σκοτωμένους

Κοιτώντας τα μαύρα τανκς των πατριωτών του

Μέσα στη ρόδινη, την έρημη, την καταπληγωμένη Αθήνα.