ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Οπερατικό, κλασικό και σύγχρονο έργο
Τετάρτη 19 Δεκέμβρη 2007
Μικροαστών αμαρτήματα στη Λυρική

«Motortown»
«Φρέσκια» και ενδιαφέρουσα ήταν η επιλογή της Λυρικής Σκηνής να συμπαρουσιάσει τις μονόπρακτες όπερες «Μαύρα» του Στραβίνσκι (1922), «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα» των Μπρεχτ - Κουρτ Βάιλ (1933) και «Τζάνι Σκίκι» του Πουτσίνι (1918). Η επιλογή ευτύχησε παραστασιακά, με το εκπληκτικό σκηνικό και τα κοστούμια του Ρίτσαρντ Χάνσον, τις καλές σκηνοθεσίες των Τζον Φουλτζέιμς - Κιμ Μπάντστραπ και τις καλές ερμηνείες όλων των λυρικών ερμηνευτών. Φιλότιμη ήταν και η προσπάθεια της εξαιρετικής ηθοποιού Αμαλίας Μουτούση να ανταποκριθεί στο λυρικό είδος. Τα τρία έργα, διαφορετικής εθνικής και αισθητικής καταγωγής το καθένα, έχουν παρόμοιο, κοινωνικά σατιρικό, θεματολογικό παρονομαστή. Σαρκάζουν ήθη, συμπεριφορές, πράξεις μικροαστών. Στη «Μαύρα», όπου θριαμβεύει ο ρωσικός λαϊκός εξπρεσιονισμός, μια μικροαστή που γκρινιάζει γιατί την εγκατέλειψε η υπηρέτριά της, γελοιοποιείται από την κόρη της, η οποία για να χαρεί τον έρωτά της με έναν αξιωματικό τον μεταμφιέζει σε υπηρέτρια. Στο «Τζάνι Σκίκι», όπου η κομέντια ντελ άρτε συναντάται με το νατουραλισμό, σατιρίζεται η αρπακτικότητα ενός μικροαστικού σογιού πάνω από ένα γέρο, πλούσιο, άτεκνο, ετοιμοθάνατο «θείο», ο οποίος με τη διαθήκη του δεν τους αφήνει τίποτα. Οι μικροαστοί καταφεύγοντας, αν και τον περιφρονούν, σε ένα λαϊκό άνθρωπο, τον Τζάνι, ώστε να παραστήσει το «θείο» σε συμβολαιογράφο και να υπαγορεύσει νέα προς όφελός τους διαθήκη, την παθαίνουν... από αυτόν. Στην εξπρεσιονιστική αντιόπερα «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα» ο Μπρεχτ καυτηριάζει τη μικροαστικής αντίληψης εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, το συνειδησιακό διχασμό, την «εμπορευματοποίηση» και «εκπόρνευση» ενός ανθρώπου ακόμα και από την οικογένειά του, ακόμα και από τον ίδιο τον εαυτό του, πλάθοντας ένα πρόσωπο σε δύο εκδοχές. Μια μικροαστική αμερικανική οικογένεια ζητά από την όμορφη κόρη της Αννα να δουλέψει για να χτίσει σπίτι και να κάνει λεφτά. Η Αννα Ι «εμπορευόμενη» την Αννα ΙΙ, πλουτίζει την οικογένεια, διαπράττοντας επτά «θανάσιμα» για τη συνείδηση και την ψυχή της αμαρτήματα.

«Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» στο «Αλμα»

«Η γυναίκα με τα μαύρα»
Στην ιψενική δραματουργία θα «επιστρέφει» πάντα, και διεθνώς, το θέατρο. Ιδιαίτερα σε εποχές σαν τη δική μας, που η σύγχρονη δραματουργία (όπως εξάλλου και όλες οι τέχνες), συγχυσμένη κι αυτή μέσα στη σημερινή χαοτική κοινωνία, αναζητά μα ακόμα αδυνατεί να διαμορφώσει το δικό της - θεματολογικά και αισθητικά - δυναμικό, ουσιώδες, ανθεκτικό στο χρόνο κι όχι του ενός φεγγαριού «ρεύμα». Ο κριτικός κοινωνικός ρεαλισμός του Ιψεν υπήρξε και παραμένει μεγάλο αισθητικό «ρεύμα», ανυπέρβλητης καλλιτεχνικής αξίας, αλλά και κοινωνικής χρησιμότητας. Στο πανανθρώπινο και διαχρονικό αριστούργημά του, «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν», ο Ιψεν μέσα από οικογενειακό ψυχολογικό δράμα, ουσιαστικά κοινωνιολογεί. Μιλά για την ολέθρια καταστροφή της συνείδησης, της ψυχής, των σχέσεων, τελικά της ζωής των ανθρώπων από το χρήμα. Το «κυνήγι» για χρήμα, αθέμιτο πλουτισμό και κοινωνική ισχύ ρημάζει τη ζωή των πρωταγωνιστικών προσώπων. Του μικροτραπεζίτη Μπόρκμαν, που λόγω των άκρατων χρηματιστηριακών «παιγνίων» του θα δικαστεί, θα εκτίσει ποινή και θα ζήσει σαν φυλακισμένος στο σπίτι του, μισητός από τη γυναίκα του και το παιδί του. Τη ζωή της σκληρής και φιλοχρήματης γυναίκας του - της Γκούντχιλ. Της κουνιάδας του Ελα, τρυφερής αγαπημένης της νιότης του. Αλλά και του νεαρού μοναχογιού του Ερχαρντ, που εγκαταλείπει τους δικούς του, καταντώντας εραστής μιας πλούσιας χήρας. Το έργο, μεταφρασμένο άριστα, όπως πάντα, από τον Ερρίκο Μπελιέ, με απέριττο σκηνικό και κοστούμια εποχής του Απόστολου Βέττα και ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Νίκου Καβουκίδη, σκηνοθετημένο χωρίς σκηνοθετηλίκια, με ρεαλιστική λιτότητα και καθαρότητα από τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, υπηρετείται καθοριστικά από το μέτρο και το πολύπειρο υποκριτικό ταλέντο του ίδιου (Μπόρκμαν) και των Γιώργου Μοσχίδη (εξαιρετικός Βίλελμ), Κατερίνας Μαραγκού και Φιλαρέτης Κομνηνού. Αξιοσημείωτες είναι οι ερμηνείες των Σταυρούλας Μάκρα, Θεοδώρας Σιάμου και Δημήτρη Πασσά.

«Motortown» στο «Θέατρο Νέου Κόσμου»

«Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν»
«Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω». Με αυτό το στίχο μπορεί να συμπυκνωθεί το θέμα του έργου του νέου Αγγλου δραματουργού Σίμον Στέφενς «Motortown». Εργο δραματουργικά ενδιαφέρον και θεματολογικά επίκαιρο, αλλά χωρίς την αναγκαία πολιτική τόλμη, όπως του Πίντερ, ενάντια στους σημερινούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους και την ιμπεριαλιστική πολιτική της Αγγλίας. Ο συγγραφέας έμμεσα - και όχι άμεσα - καταδεικνύει κάποια φοβερά κοινωνικά φαινόμενα. Δεν αρέσει και η συμμετοχή της Αγγλίας στον πόλεμο κατά του Ιράκ, αλλά δεν τολμά να αρθρώσει ένα κατηγορηματικό «όχι». Κι ακόμη, αντί να καταγγείλει την ιμπεριαλιστική πολιτική του Μπλερ, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα όσον αφορά στο λαϊκό αντιπολεμικό κίνημα της πατρίδας του. Το συκοφαντεί με μια απαράδεκτη, εκτός πραγματικότητας γενίκευση. Παρουσιάζει ως χαρακτηριστικούς «εκπροσώπους» του αντιπολεμικού κινήματος ένα ζευγάρι πλούσιων και έκφυλων σεξουαλικά διανοουμένων, διαδηλωτών τάχα σε αντιπολεμικά συλλαλητήρια (!), λες και όλοι οι Αγγλοι φιλειρηνιστές είναι λέρες. Το πρωταγωνιστικό αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου είναι «καθρέφτες» της σύγχρονης Αγγλίας. Μια κοινωνία αδιάφορη, ανάλγητη, που αποβλακώνει, βιάζει και περιθωριοποιεί τον ανίσχυρο λαϊκό άνθρωπο, ώστε να τον κάνει άβουλο, άκριτο, απελπισμένο και πειθήνιο όργανό της και στον πόλεμο. Τέτοιο πλάσμα είναι ο εθισμένος στη βία Ντάνι. Γιος διαλυμένης οικογένειας, χωρίς μόρφωση και δουλιά, έχοντας πολεμήσει στο Ιράκ, γυρνά στην πατρίδα του και βυθίζεται περισσότερο στην απελπισία. Διωγμένος από την κοπέλα του, άνεργος, εθισμένος στη βία, στα όπλα, στα φονικά, γίνεται όργανο ενός κοινωνικά «ευυπόληπτου» εμπόρου όπλων, ουσιών και γυναικών και καταλήγει βιαστής και δολοφόνος μιας νεαρής μετανάστριας. Ο μόνος άνθρωπος που τον αγαπά είναι ο συντηρούμενος από την Πρόνοια, μικρότερος και «αυτιστικός» αδελφός του. Αυτός ο άρρωστος, ανήμπορος, μοναχικός, ο μόνος ηθικά, συνειδησιακά, κοινωνικά αθώος και υγιής άνθρωπος, θα πείσει τον Ντάνι να παραδοθεί και να ομολογήσει το έγκλημά του, να προτιμήσει τη φυλάκισή του, αντί της κοινωνικής ζούγκλας και «φυλακής». Το έργο, σε καλή μετάφραση του Δημήτρη Κιούση, με εξαιρετική, «ψυχογραφική» κινησιολογία (Αγγελική Στελάτου), συμβολικά αφαιρετικό και μεταμορφωνόμενο σκηνικό και σύγχρονα κοστούμια (Μαργαρίτα Χατζηιωάννου), αρμόζουσα μουσική (Σταύρου Γασπαρινάτου), σκιώδεις φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης), ευεργετείται με τη λιτότατη, ζοφερού κλίματος, αλλά και υπόγειας ευαισθησίας σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και τις συνολικά καλές ερμηνείες, με κυρίαρχες την τρυφερότατα αισθαντική του Ευθύμιου Παπαδημητρίου (αυτιστικός αδελφός), τη δυναμική και άμεση του Γιώργου Γάλλου (Ντάνι), την εκφραστικότητα του Γιάννη Τσορτέκη (σιχαμερά ανήθικος Πολ). Γόνιμες ερμηνευτικά είναι και οι Αιμιλία Βάλβη, Παντελής Δεντάκης, Κατερίνα Λυπηρίδου, Νατάσα Ζάγκα, Παναγιώτης Λάρκου.

«Η γυναίκα με τα μαύρα» στο «Μέλι»

«Επτά θανάσιμα αμαρτήματα» του Μπρεχτ, στη Λυρική
Πραγματικότητα και φαντασίωση. Ζωή και θέατρο. Η φαντασία τρέφεται από την πραγματικότητα. Το θέατρο από τη ζωή. Μια ιστορία στο θέατρο μπορεί να είναι τρομερή. Στη ζωή, όμως, μπορεί να είναι τρομερότερη. Μπορεί να συμβεί στην πραγματικότητα κάτι που μοιάζει φανταστικό; Και, άραγε, μπορεί να λυτρωθεί κανείς από μια τρομερή ιστορία που συνέβη στη ζωή του; Ισως, μπορεί να λυτρωθεί αν την αφηγηθεί, αν αναπαραστήσει τους συντελεστές και τις εικόνες αυτής της ιστορίας τόσο πειστικά, ώστε οι ακροατές - θεατές του, συμπάσχοντας μαζί του, να τον συμμεριστούν. Μπορεί η αναπαράσταση μιας ιστορίας να γίνει τόσο συναρπαστική που να θεωρηθεί αληθινή και να ταράξει τον ψυχισμό ενός άλλου ανθρώπου, τόσο, που να θαρρεί ότι και σε εκείνον συμβαίνει η αναπαριστώμενη ιστορία; Σε πρώτο επίπεδο, ένα παιχνίδι θεάτρου για δύο ηθοποιούς, σε διάφορους ρόλους, και σε δεύτερο επίπεδο μια θριλερική πλοκή αποτελεί η θεατρική διασκευή από τον Στίβεν Μάλαστ του μυθιστορήματος της Σούζαν Χιλ «Η γυναίκα με τα μαύρα», το οποίο, σε απόδοση Ελενας Ακρίτα, λιτά «θριλερικό» σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, σύγχρονα κοστούμια της Τότας Πίτσα και φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, σκηνοθέτησε ο Δάνης Κατρανίδης. Με ευρηματικότητα, αλλά και μέτρο, με αίσθηση του ειρωνικότατου χιούμορ, με ισόρροπο το διττό - θεατρικό και θριλερικό - χαρακτήρα της μυθοπλοκής και ισότιμη, αλληλοτροφοδοτική, αλληλοσεβαστική ανάδειξη των δύο «παικτών» του έργου, δηλαδή των εξαιρετικών ερμηνειών του Γιώργου Κέντρου και του ίδιου.


ΘΥΜΕΛΗ