Η Λιλή Μαυροκεφάλου |
Πέντε παρά τέταρτο, σχεδόν ξημέρωμα. Ε, και... Μήπως αν πήγαινε νωρίτερα στο κρεβάτι θα τον έπιανε ο ύπνος; Με τίποτε! Του είχε πια γίνει δευτέρα φύση να πέφτει πρωί και να σηκώνεται απογευματάκι. Ποιος ο λόγος να ξυπνήσει; Τι είχε να κάνει; Να στείλει κι άλλα βιογραφικά;.. Να ξυριστεί, να γραβατωθεί για να εμφανιστεί αγχωμένος και σ' άλλες στημένες συνεντεύξεις;.. Να μπει μήπως στην ουρά μαζί με άλλους χίλιους ταλαίπωρους ομοιοπαθείς για να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό για τις δέκα δοσμένες ήδη σ' εκλεκτούς θέσεις... Ή να καπνίζει σαν φουγάρο βηματίζοντας πάνω κάτω σε αναμονή του τηλεφωνήματος που δεν έρχεται... Ενα χρόνο είχε επιδοθεί στο σαφάρι ανεύρεσης εργασίας. Φτάνει. Αρκετά κουρέλιασε την περηφάνια του, αρκετά ζητιάνεψε, αρκετά κατάπιε το θυμό του. Τα χαρτιά ήταν σημαδεμένα. Το βύσμα μετρούσε ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα, τα υπόλοιπα ήταν βιτρίνα. Τα 'χε ακούσει όλα αυτά, άλλο όμως να τα μαθαίνεις στο πετσί σου. Κι όμως βαθιά μέσα του τον έτρωγε η υποψία πως, παρά την ανεργία, την ευνοιοκρατία, την καπιταλιστική βουλιμία κι οτιδήποτε άλλο, ήταν εκείνος ο ανάξιος, ο άχρηστος.
Η κύστη του έγινε έντονα απαιτητική. Το κατούρημα δε σήκωνε αναβολή. Καμπουριαστός, δέσμιος της στάσης που μόλις είχε εγκαταλείψει, μπήκε στην τουαλέτα. Ανακουφίστηκε ορμητικά αδιαφορώντας για τις πιτσιλιές στο καπάκι της λεκάνης και για την γκρίνια της γιαγιάς του που τον συντηρούσε με τη συνταξούλα της. Το μάτι του έπεσε στον καθρέφτη. «Α, ρε πούστη, ζόμπι κατάντησες!» μουρμούρισε, όμως δεν ξεκολλούσε τα μάτια από το φθαρμένο πρόσωπο με τα αξύριστα γένια. Ισως τον γοήτευε η οργισμένη του περιφρόνηση, η ανάκατη με περηφάνια απελπισία. Η ψυχή του! Εβλεπε την ψυχή του, του πέρασε σαν αστραπή η σκέψη κι ένας βαθύς πόνος τον λόγχισε. Ξέσπασε σε βρισιές. Ψυχή και μαλακίες. Αλλη φορά δε θα ξανακοιτάξει την ξενυχτισμένη μουτσούνα του σε καθρέφτη. Τελεία και παύλα! Η ταραχή όμως φούσκωνε, ανακάτωνε τα σωθικά του. Και τα νεύρα τσίτα. Ο ύπνος θα ήταν πλέον πρόβλημα. Πίσω στην ντουμανιασμένη του κάμαρα ξανάναψε τσιγάρο για να αποφασίσει αν θα προσπαθούσε να κοιμηθεί ή θα ξανάρχιζε το παιγνίδι. Ανοιξε λιγάκι την μπαλκονόπορτα. Το ψυχρό αεράκι του προκάλεσε κάτι σαν διέγερση, μια ανεπάντεχη ζωντάνια. Βγήκε στο μπαλκόνι. Ενα αυτοκίνητο με αναμμένα φώτα γλιστρούσε στο δρόμο. Από τη λεωφόρο έφτανε ο απόηχος του τραμ. Ο ουρανός ήταν ακόμη διάσπαρτος αστέρια. Γαμημένα αστέρια! Κατέβασε απότομα τα στόρια κι έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Μωρέ, ντουμάνι και πάλι ντουμάνι! Ανοιξε καινούριο πακέτο. «Το κάπνισμα σκοτώνει», προειδοποιούσε με τονισμένα, μαύρα γράμματα. Και πολύ καλά κάνει! Γι' αυτό δεν καπνίζει κανείς... Για να σκοτώσει... Τι; Ποιον; Στο διάβολο οι σκέψεις. Ξανακάθισε. Μετακίνησε το ποντίκι και η οθόνη τον καλωσόρισε με χρώματα και μουσική. Ηλεκτρονική ζωή η ζωή του. Σκιά ζωής. Και λοιπόν; Δίχως αυτήν, τι; Η τρέλα; Η πρέζα; Φιλάρα ο υπολογιστής. Διαθέσιμος πάντα και πιστός. Τον ανοίγεις, βυθίζεσαι κι ας πάνε να πνιγούνε οι δήθεν κολλητοί, οι συμφεροντολόγες γκόμενες, οι μέλλοντες εργοδότες. Και ξεχνάς τον πατέρα που δε γνώρισες, τη μάνα που γνώρισες, τ' αδέλφια που δεν είχες. Την ξεφτίλα και τη μοναξιά σου. Ενα μόνο σε απασχολεί. Να βγεις νικητής! Εστω μια φορά...
Β. Παπαγεωργίου |
Β. Παπαγεωργίου |
Πιάνο! Ποιος έπαιζε τέτοια ώρα κι από πού ερχόταν άραγε η μουσική; Του φαινόταν αόριστα γνωστή, σαν να την είχε ξανακούσει, ωστόσο ήταν εξοικειωμένος μόνο με μοντέρνα ακούσματα, από αυτά που εκνευρίζουν τα πουράκια. Από κλασική, αν ήταν τέτοιο το κομμάτι, είχε μαύρα μεσάνυχτα, όμως άκουγε μαγεμένος, όχι μονάχα με τ' αυτιά, μα με ολόκληρο το κορμί κι ήταν σαν ν' άνοιγε και να γλύκαινε ολόκληρος. Και φαντάστηκε ή μάλλον είδε ένα καστανό κορίτσι με ροζ νυχτικό και υγρά, αισθαντικά μάτια να μελετά στο πιάνο. Θα μπορούσε να γίνει το κορίτσι του. Να κάθονται στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι και να μιλάνε ώρα πριν καταλήξουν στο σεξ.. Και να τη γδύνει αυτός, όχι να τσιτσιδώνεται με επαγγελματική βιασύνη σαν την τελευταία του, πριν καλά καλά πατήσει το πόδι της στο δωμάτιο.
Απότομα η μουσική σταμάτησε, άφησε όμως εντός του μια παράδοξη γλύκα, μια αίσθηση γαλήνης. Οι τοίχοι του φάνηκαν ξαφνικά ανυπόφοροι και ξεχνώντας να βάλει μπουφάν βγήκε στο δρόμο. Σκοτάδι ακόμη, η κίνηση ελάχιστη, κάποιοι πεζοί, ίσως μετανάστες, που πήγαιναν για μεροκάματο, κάποιοι εποχούμενοι ξενύχτηδες που πήγαιναν για ύπνο. Το περπάτημα τον ανακούφιζε από τους πόνους της ακινησίας και το επιτάχυνε. Για πότε έφτασε στην κορυφή του λόφου ούτε που το κατάλαβε. Είχε ν' ανεβεί από παιδάκι, από κείνη την Καθαρά Δευτέρα που κατάφερε να πετάξει τον χαρταετό του ψηλότερα απ' όλους τους άλλους. Η Αθήνα απλωνόταν γύρω του, μια θάλασσα από τσιμέντο. Και του φάνηκε πως σε τσιμεντένιες σαρκοφάγους ήταν θαμμένοι οι ζωντανοί και οι μισοζώντανοι. Αυτή την ώρα θα κοιμόταν κι αυτός στη δική του σαρκοφάγο. Μαζί του θα κοιμόταν κι η δύναμή του. Και θα συνέχιζε να κοιμάται όταν εκείνος ξυπνούσε, πάντα κατσούφης, πάντα μ' αυτό το ανυπόφορο κενό μέσα του... Υπήρχε δύναμη κι εκεί κάτω, μια θάλασσα δύναμης που γερνούσε επάνω στη νιότη της και δε γνώριζε τον εαυτό της. Είχε αρχίσει να κάνει δίπλες η κοιλιά της, νερουλιασμένα ήταν τα μπράτσα και το μυαλό της. Καμιά φορά έκλαιγε δίχως δάκρυα, άλλοτε πάλι ξεσπούσε σε ουρλιαχτά οργής ή χτυπιότανε μανιασμένα, μα ποτέ δεν προχωρούσε παραπέρα. Συνήθιζε να σέρνεται νυσταγμένη η δύναμη στους μποτιλιαρισμένους δρόμους, μπουκωμένη καυσαέριο και βαρεμάρα, για να καταλήξει σε μπαρ με νοθεμένα ποτά και σε ανούσιες ερωτικές συνευρέσεις..
Η Δύναμη καταντούσε γόπες σε βρωμερά σταχτοδοχεία, σκισμένα προφυλακτικά, άπλυτα φλιτζάνια νες καφέ και τρυπημένα μπράτσα, ενώ τα αφεντικά μαστούρωναν με κέρδη και σχέδια για περισσότερα κέρδη, ξεγελώντας προσωρινά τον μόνιμο φόβο τους μήπως η Δύναμη ξυπνήσει.
Ξανάκουσε τη μουσική που είχε ακούσει στο δωμάτιό του κι ήξερε πως παιζότανε μες στο κεφάλι του. Σίγουρα τ' αφεντικά μισούσαν αυτή τη μουσική και ρίχνανε άφθονο χρήμα, για να κυριέψει τα πάντα η βαβούρα που παρήγαγαν οι δικές τους εταιρείες και διαφήμιζαν μετά μανίας τα δικά τους μέσα μαζικής επικοινωνίας. Πίστευαν πως έτσι η μουσική του κοριτσιού που θα μπορούσε να γίνει το κορίτσι του δε θα είχε ευκαιρίες να ακουστεί.
Ανάσανε λαίμαργα τον καθαρό αέρα κι ένιωσε τα πνευμόνια του ν' ανοίγουν και να πονάνε. Είχε ξεμάθει ν' ανασαίνει, ίσως είχε ξεμάθει και να ζει, όμως τώρα η ζωντάνια του τον κατέκαιγε. Είχε δύναμη να παλέψει. Οχι μόνος. Μαζί με τους άλλους... Θα ξυπνούσαν σύντομα. Ηταν αναπόφευκτο. Κι αυτός θα σκουντούσε όσους μπορούσε... Μηχανικά έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του το πακέτο ν' ανάψει τσιγάρο και ξαφνικά ξέσπασε σε γέλια. Είχε κόψει το κάπνισμα και το μάθαινε μόλις εκείνη τη στιγμή. Αυτά τα Χριστούγεννα θα τον έβρισκαν άκαπνο κι απόρησε που η προοπτική τους δεν του προκάλεσε τρόμο όπως του συνέβαινε τα τελευταία χρόνια.