ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Οσα «απαιτεί η λογική της αγοράς»!

Με το κυβερνητικό ιδεολογικό στίγμα του «νέου» θεσμικού πλαισίου για τον κινηματογράφο, δε «διασκεδάζεται», πλέον, καμιά αυταπάτη

Κυριακή 30 Δεκέμβρη 2007

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

«Ημουν πάνω σε ένα λόφο και είδα το παλιό να πλησιάζει, μα έρχονταν σαν νέο/ Σέρνονταν πάνω σε καινούρια δεκανίκια που κανένας δεν είχε ξαναδεί και βρωμούσε νέες μυρουδιές σαπίλας» (Μπρεχτ)

Επιβεβαιώνονται, όσο περνά ο καιρός, οι φόβοι της συντριπτικής πλειοψηφίας των φορέων του κινηματογραφικού χώρου, ότι το «νέο» θεσμικό πλαίσιο για τον ελληνικό κινηματογράφο που ετοιμάζει η κυβέρνηση, όχι μόνο θα είναι σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από τα πάγια αιτήματά τους, αλλά θα αποτελέσει - αν δε βρει αποφασιστική αντίσταση - την «ταφόπλακα» της εγχώριας κινηματογραφίας.

Οσες αιτιάσεις κι αν προβλήθηκαν από την κυβέρνηση κατά την πολύμηνη αντιπαράθεση για το ψευδεπίγραφο κινηματογραφικό «συνέδριο» που έλαβε χώρα τον περασμένο Μάη - και από το οποίο απουσίαζαν οι περισσότεροι φορείς του χώρου πλην ελαχίστων εξαιρέσεων - τα πράγματα ήταν από πολύ νωρίς φανερά ως προς τις προθέσεις. Εγιναν όμως ακόμη πιο ξεκάθαρα τον περασμένο Νοέμβρη, κατά την τελετή απονομής των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.

Εκεί, στην ομιλία του, ο υπουργός «οριοθέτησε» το «ζητούμενο» για τον ελληνικό κινηματογράφο ως εξής (σ.σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας): «Ο ελληνικός κινηματογράφος βρίσκεται σ' ένα κρίσιμο σημείο. Καλείται να κάνει ένα σημαντικό βήμα, ένα άλμα θα έλεγα. Να διευρύνει το ζωτικό του χώρο. Να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το δυναμικό το οποίο έχει, αλλά και τη δίψα του κοινού για ελληνικές παραγωγές. Για ελληνική δημιουργία. Για μια δημιουργία που όμως να πληροί τα υψηλά διεθνή - ποιοτικά κριτήρια. Μια κινηματογραφία εξωστρεφή που παράλληλα να εκπληρώνει και τον κοινωνικό της ρόλο. Γι' αυτό και η πολιτεία στηρίζει τον ελληνικό κινηματογράφο. Και θεσμικά και οικονομικά».

Τα «στάνταρτς» της εμπορευματοποίησης

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν κάποιας γενικής αποδοχής και εφαρμογής «υψηλά διεθνή, ποιοτικά κριτήρια» για τον κινηματογράφο. Ακόμη και οι απλοί θεατές ξέρουμε πως μια ταινία μπορεί να υπονομευτεί σε έναν βαθμό από την τεχνική της ανεπάρκεια, αλλά το περιεχόμενό της να είναι τόσο δυνατό που να την καταστήσει δημοφιλή. Από την άλλη, είναι επίσης γνωστό, ότι τα λεφτά, σε μια ταινία, «φαίνονται». Αλλά θα είναι χειρότερα για μια τέτοια ταινία αν υπονομεύεται από το περιεχόμενό της. Αρα (και αυτός) ο υπουργός αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο ως κάτι που δεν είναι: Ως ένα «ανταγωνιστικό προϊόν». Που, ως τέτοιο... θα έχει και κάποια «διεθνή κριτήρια» ποιότητας.

Δεν πρόκειται περί άγνοιας, αλλά περί συγκεκριμένης αντίληψης που απορρέει από τον στρατηγικό στόχο της ΕΕ να ενσωματώσει πλήρως τις «πολιτιστικές βιομηχανίες» στις ανάγκες του κεφαλαίου για αύξηση της κερδοφορίας του. Από αυτή την άποψη, ο «κοινωνικός ρόλος» της τέχνης είναι, για τους αστούς πολιτικούς, ένα «μέτρο» της αγοραίας προοπτικής της. Και εδώ όντως έχει και ο κινηματογράφος «διεθνή στάνταρτς» στην παραγωγή και στη διανομή, τα οποία, σε ό,τι αφορά στις κυρίαρχες μορφές τους σήμερα, προωθούν και ένα συγκεκριμένο «μοντέλο» κινηματογράφησης, αλλά και περιεχομένου για να πουληθούν.

Γι' αυτό και ο υπουργός επιμένει ότι το «νέο, σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο» που «δημιουργούμε», θέλει τον ελληνικό κινηματογράφο «ενταγμένο στην αναπτυξιακή διαδικασία της χώρας». Ποιος όμως πραγματικά το απαιτεί αυτό; «Αυτό απαιτεί η λογική της αγοράς. Αυτό απαιτεί η κοινή λογική», δηλώνει ο υπουργός, ξεκαθαρίζοντας ότι «κοινή λογική» είναι η αγοραία, καπιταλιστική «λογική».

Υπάρχει όμως και η άλλη λογική, που συνδέει την ανάπτυξη της ελληνικής κινηματογραφίας, όχι με τις «αρπαχτές» των μονοπωλίων του οπτικοακουστικού, αλλά με δημιουργία δημόσιας και δωρεάν, πραγματικά επαρκούς υλικοτεχνικής και εκπαιδευτικής υποδομής προσανατολισμένης στην ικανοποίηση των αναγκών των Ελλήνων κινηματογραφιστών και του φυσικού αποδέκτη τους, του λαού.

Δύο λογικές σε σύγκρουση

Ηδη από το 2006 σε ευρεία ανοιχτή σύσκεψη αποκλειστικά με θέμα τον κινηματογράφο, το ΚΚΕ κατέθεσε συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο από το οποίο θυμίζουμε μεταξύ άλλων τα εξής: «Μέτρα για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής από το κράτος. Καμία χρηματοδότηση από το κράτος παραγωγών πολυεθνικών εταιρειών ή μονοπωλιακών συγκροτημάτων. Οι χρηματοδοτήσεις πρέπει να αφορούν αποκλειστικά τις εγχώριες παραγωγές που κινούνται έξω από τα μονοπωλιακά και πολυεθνικά κυκλώματα (...) Ιδιαίτερη μέριμνα για την ενίσχυση των νέων κινηματογραφιστών, ώστε να στηρίζεται η νέα γενιά, να μπορεί να αποκτά πείρα και να δημιουργεί (...) Το κράτος και τα διάφορα όργανα, που εμπλέκονται στη διαδικασία της χρηματοδότησης σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στον καθορισμό του περιεχόμενου των έργων (...) Θεσμοθέτηση φορέων που θα ενισχύουν και θα στηρίζουν την ελληνική κινηματογραφία, όπως το ΕΚΚ, η Ταινιοθήκη της Ελλάδας, η Ελλάς Φιλμ, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, με τη μορφή δημοσίων κοινωνικοποιημένων φορέων με συλλογικές μορφές διοίκησης και χάραξης πολιτικής, στις οποίες θα εκπροσωπούνται με αποφασιστικό ρόλο οι συλλογικοί φορείς των δημιουργών, ερμηνευτών, τεχνικών και όλων των άλλων συντελεστών της παραγωγής και διανομής της κινηματογραφικής ταινίας, αλλά και λαϊκοί φορείς. Χρηματοδότησή τους με πλήρη κάλυψη των εξόδων τους για το σύνολο της δραστηριότητάς τους από τον κρατικό προϋπολογισμό, με κωδικό που θα αφορά τον κάθε φορέα (...)».

Η κυβέρνηση κινήθηκε σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, με χαρακτηριστικότερη την υπαγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στο νόμο περί ΔΕΚΟ, γεγονός που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών αφού ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο, ο κινηματογράφος θα αντιμετωπίζεται με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Αυτό δεν εμπόδισε τον υπουργό να σπεκουλάρει με την ύπαρξη κωδικού χρηματοδότησης του ΕΚΚ στον προϋπολογισμό για το 2008, ερμηνεύοντάς τον ως «σταθερή επιδότηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου από τον τακτικό προϋπολογισμό» με «μια πιο αποδοτική και ορθολογική διαχείριση των οικονομικών πόρων». Το γεγονός όμως παραμένει: Η υπαγωγή του Κέντρου στο νόμο περί ΔΕΚΟ υπονομεύει και ακυρώνει απευθείας την καλλιτεχνική - κοινωνική διάσταση της κινηματογραφικής τέχνης. Αλλά και τα περί «οικονομικής σταθερότητας» φρόντισε ο ίδιος ο υπουργός να τα αναιρέσει λέγοντας ότι «εξάλλου είναι γνωστά τα πεπερασμένα όρια των δημόσιων οικονομικών (... ) Γι' αυτό και θεσμοθετούμε φορολογικά κίνητρα (...) για την προσέλκυση ιδιωτών - επενδυτών στην κινηματογραφική βιομηχανία. Επίσης με το ευνοϊκό πλαίσιο για τις πολιτιστικές χορηγίες διευκολύνεται ακόμη περισσότερο η αναζήτηση ιδιωτικών πόρων». Ολα καταλήγουν, λοιπόν, από εκεί που ξεκίνησαν και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες, αφού πρώτα μετέτρεψαν το Κέντρο σε ΑΕ, έστρωσαν το δρόμο της εμπορευματοποίησης. Εντονη «μυρωδιά» ΠΑΣΟΚ εμπεριέχει και η υπουργική δήλωση περί του να «καταστήσουμε τη χώρα πόλο της διεθνούς παραγωγής (...) Με ένα νέο θεσμό που θα εξυπηρετεί παραγωγές από το εξωτερικό». Εδώ να θυμίσουμε για πολλοστή φορά, ότι η αντίστοιχη πείρα από την εκμετάλλευση της πλούσιας κινηματογραφικής υποδομής των πρώην σοσιαλιστικών χωρών από τα ξένα μονοπώλια του οπτικοακουστικού, κάθε άλλο παρά τεκμηριώνει την κυβερνητική ρητορική.

Ουσιαστικά η κυβέρνηση επαναφέρει το νομοσχέδιο Τατούλη για τον κινηματογράφο που είχε απορριφθεί από την κινηματογραφική κοινότητα. Γεγονός που πραγματικά προκαλεί ερωτηματικά για τη στάση μέρους αυτής με τη συμμετοχή της στο «συνέδριο» του περασμένου Μάη, τα πορίσματα του οποίου, σε ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο συγκλίνουν με τους κυβερνητικούς και ευρω-ενωσιακούς στόχους (βλ. «Ρ» 5/5/2007, 22/7/2007).

Από τις δηλωμένες προθέσεις της κυβέρνησης προκύπτει, ότι η κριτική του ΚΚΕ στο προηγούμενο νομοσχέδιο ισχύει και επιβεβαιώνεται: Η «βασική στόχευση (...) βρίσκεται στην κατεύθυνση των ομογενοποιημένων παραγωγών που ανταποκρίνονται στην ευρωπαϊκή αγορά και τη λογική του ανταγωνισμού με την αμερικανική (...) στη δημιουργία των απαραίτητων όρων για την προσέλκυση του ιδιωτικού κεφαλαίου στο χώρο του κινηματογράφου» διαμορφώνοντας «θεσμούς και όργανα με σκοπό να εναρμονίσει τις μορφές οργάνωσης με την πολιτική και τους στόχους που επιδιώκει».


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ