23ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ
Πραγματικότητα και μυθοπλασία
Σάββατο 16 Σεπτέμβρη 2000

ΔΡΑΜΑ (του ανταποκριτή μας ΑΓΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ).-

Με εξαίρεση την ταινία της Λουκίας Ρικάκη «Πλαστογραφημένες προσδοκίες», που προβλήθηκε χτες εκτός συναγωνισμού, στο Φεστιβάλ, δε συμμετέχει κανένα άλλο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους. Το πρόβλημα δεν αφορά, βέβαια, κάποιον ποσοτικό «δείκτη» ταινιών ντοκιμαντέρ, που πρέπει να βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο, ώστε να εκπληρώνονται κάποια αφηρημένα κριτήρια... Η απουσία ντοκιμαντέρ στη φετινή ελληνική παραγωγή καταγράφει με τον τρόπο της μια βαθιά έλλειψη, του Ελληνικού Κινηματογράφου, έλλειψη που ανάγεται και στην Παιδεία και στο καλλιτεχνικό περιεχόμενο των παραγόμενων ταινιών: Με το ντοκιμαντέρ, ο εγγενής ρεαλισμός της εικονογραφικής τέχνης του κινηματογράφου βρίσκει την καταξίωσή του...

Το ντοκιμαντέρ είναι είδος επίφοβο... Θα έφτανε ο όρος «ανεξάρτητο ντοκιμαντέρ», για να μην επαναλαμβάνεται σπάταλα ο προσδιορισμός «ανεξάρτητο» στην κινηματογραφική παραγωγή. Η σπουδή του ντοκιμαντέρ αποτελεί υπόβαθρο για την κινηματογραφική μυθοπλασία. Περνώντας από αυτές τις αφηρημένες συνοπτικές θέσεις στο φετινό υλικό της δραμινής οθόνης, αναρωτιέται κανείς ποια διαφορετική ποιότητα θα είχαν ορισμένα φιλμ, αν το ντοκιμαντέρ αποτελούσε συστατικό στοιχείο της Κινηματογραφικής Παιδείας. Το τοπίο και οι άνθρωποι της λαχαναγοράς στον «Βετεράνο» του «Βασίλη Δούβλη» θα αποκτούσαν άλλες διαστάσεις. Και παραμένοντας σε ταινίες με βλέμμα στραμμένο προς την κοινωνική πραγματικότητα, ο «Λαμπερός ήλιος» του Βασίλη Λουλέ θα αποκτούσε αντιστικτική δύναμη στη διάρκειά της και στο φινάλε, δύναμη που τώρα αντλείται όχι τόσο από το περιεχόμενό της αλλά από τη «μέση» ηθική κυρίως αντίληψη που προσδιορίζει το βλέμμα του θεατή. Προβλήθηκε στο περσινό φεστιβάλ μια ταινία ανάλογης θεματολογίας («Η Ιβάνα στον Παράδεισο» του Νίκου Φουσέκη), όπου η μοίρα των κοριτσιών της Ανατολικής Ευρώπης που εκπορνεύονται στην Ελλάδα, γνώριζε μια ωμή καταγραφή, άγγιζε όλη την εκμεταλλευτική μηχανή που στήνεται γύρω από αυτή την επιχείρηση. Η ταινία αυτή γνώρισε, μετά την προβολή της, μια κατακραυγή στα σχόλια του κοινού, όχι για ορισμένους άτσαλους διαλόγους ή κάποιες ανεπεξέργαστες δραματουργικά σκηνές, αλλά γιατί φέρνοντας το θεατή απέναντι σε μια πληγή όχι ηθικού, αλλά κοινωνικού χαρακτήρα, τον καθιστούσε αντιμέτωπο με μια ευθύνη που συνεπάγεται συνειδησιακά άλματα και εσωτερικές ρήξεις. Ο «Λαμπερός ήλιος» αντίθετα, χαρακτηρίζεται από επεξεργασμένους διαλόγους, σκηνική αρτιότητα, δουλεμένες ερμηνείες. Το κυριότερο, από την απουσία ενός όχι απλώς άπληστου, αλλά ανθρωποφάγου κοινωνικού περίγυρου, ο οποίος δεν αποτελεί κίνδυνο μόνο για τις ηρωίδες αλλά και για τη συνειδησιακή υπόσταση, τον «κόσμο» του θεατή - κοινωνού μιας «μυθοπλαστικής» κινηματογραφικής ποίησης. Οι ηρωίδες του φιλμ ξεπέφτουν στη θέση της πόρνης για «εύκολο πλουτισμό» και ασκούν τη λειτουργία τους υπό τους όρους ενός ελεύθερου επαγγέλματος. Ξεπερνώντας ή όχι τους υπαινιγμούς για χαμηλές αμοιβές και ανεργία σε μια έντιμη δουλιά, η στάση του θεατή απέναντι στο θέμα του φιλμ μετατρέπεται από κοινωνική σε προσωπική. Κι ο «Λαμπρός ήλιος» γίνεται ταινία «φιλική» προς το κοινό που την καταχειροκρότησε. Οι υπόλοιπες ταινίες που προβλήθηκαν την Πέμπτη: «Μπαρόκ» του Αχιλλέα Κυριακίδη, «Οι τούρτες του μίσους του Δημήτρη Κιτσικούδη, «Η τροφός» του Γιώργου Τζανέρη και «Λάθος αιώνας» του Στέργιου Νιζήρη. Επίσης η «ταινία χωρίς ελληνικότητα» «Gohbi and God» του Βαγγέλη Μαδεράκη.



Από την ταινία του Βασίλη Λουλέ «Ενας λαμπερός ήλιος»