ΕΕ - ΠΟΛΥΓΛΩΣΣΙΑ
Κερδοσκοπική διαχείριση των γλωσσών

Με το μυαλό στραμμένο στην αύξηση των κεφαλαιοκρατικών κερδών, ομάδα αστών διανοουμένων προτείνει τρόπους ενσωμάτωσης των λαών της ΕΕ και των μεταναστών στο «αξιακό οικοδόμημα» των μονοπωλίων

Κυριακή 2 Μάρτη 2008

Παπαγεωργίου Βασίλης

Τη δημιουργία... «στρατιών» γλωσσομαθών υπαλλήλων για την υποστήριξη του κεφαλαίου στις, εντός και εκτός ΕΕ, «μπίζνες» του, με πρόσχημα τη «διατήρηση» της πολυγλωσσίας προτείνει η «ομάδα διανοουμένων» που ορίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο του λεγόμενου «διαπολιτισμικού διαλόγου» που η ένωση «γιορτάζει» φέτος.

Η επιστράτευση αστών «που δραστηριοποιούνται στον πολιτιστικό τομέα» (συγγραφείς, καθηγητές, «πολιτιστικά» στελέχη οργανισμών και «μάνατζερ» του πολιτισμού) είναι το σύνηθες «διανοητικό» άλλοθι των μονοπωλίων για να «επικυρώσει» θεωρητικά την προαποφασισμένη πολιτική της ΕΕ στο εποικοδόμημα. Η έκθεση της ομάδας υπό τον τίτλο «Πώς η πολυγλωσσία μπορεί να ενδυναμώσει την Ευρώπη» δημοσιοποιήθηκε στα τέλη του περασμένου Γενάρη. Ηδη όμως τον περασμένο Νοέμβρη (βλ. «Ρ» 25/11/2007) έλαβε χώρα στη Λισαβόνα επιχειρηματικό «φόρουμ» με συμμετοχή «μιας μικρής ομάδας Ευρωπαίων διευθυντικών στελεχών», οι οποίοι εξέτασαν «τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη διαχείριση των γλωσσών στο πλαίσιο των προσπαθειών τους για τη μεγιστοποίηση των οικονομικών επιδόσεών τους». Τον περασμένο Αύγουστο (βλ. «Ρ» 7/8) η Γενική Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προετοιμάζοντας το παραπάνω συνέδριο είχε δώσει το ξεκάθαρο «σύνθημα»: «Γλώσσες σημαίνουν μπίζνες»!

Γλώσσες και «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση»...

Σε αυτό το διαμορφωμένο πλαίσιο η έκθεση εκτιμά ότι «η γλωσσική, πολιτισμική, εθνοτική ή θρησκευτική πολυμορφία παρουσιάζει πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα· είναι πηγή πλούτου, αλλά και εντάσεων. Η πιο συνετή προσέγγιση είναι να αναγνωρίσουμε την πολυπλοκότητα του φαινομένου προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουμε τις θετικές και να ελαχιστοποιήσουμε τις αρνητικές συνέπειές του». Για ποιον όμως; «(...) η γλωσσική πολλαπλότητα δημιουργεί εμπόδια», «επιβαρύνει τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων» και «έχει κόστος από άποψη χρήματος και χρόνου». «Το κόστος αυτό θα γινόταν μάλιστα απαγορευτικό, αν θέλαμε να δώσουμε σε δεκάδες γλώσσες τη θέση που θα επιθυμούσαν εύλογα αυτοί που τις μιλούν (...) είναι μεγάλος ο πειρασμός να αφήσουμε να παγιωθεί μια εκ των πραγμάτων κατάσταση όπου μία μόνον γλώσσα, τα αγγλικά, θα αποκτούσε υπεροχή στις εργασίες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων (...) Μια τέτοια εξέλιξη μας φαίνεται ότι δεν είναι επιθυμητή, διότι αντιστρατεύεται στα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα της ηπείρου μας (...)». Ολοφάνερα λοιπόν η ομάδα συνδέει τη διατήρηση της πολυμορφίας στο βαθμό που αυτή βοηθά τη λειτουργικότητα της ΕΕ στο εσωτερικό της, καθώς και τα οικονομικά και «στρατηγικά» της συμφέροντα.

Ξεκαθαρίζεται επίσης, ότι «δεν αρκεί να βρεθεί μια ρύθμιση που να μην είναι βλαπτική για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: χρειάζεται να χαραχτεί ένας δρόμος που να επιτρέπει να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Και προτείνεται: 1. Στις διμερείς σχέσεις εντός της ΕΕ να χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα οι γλώσσες των δύο μερών και όχι μια τρίτη γλώσσα. Αυτό προϋποθέτει ότι σε κάθε χώρα - μέλος θα υπάρχει «μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που θα μιλούν άπταιστα καθεμία από τις ευρωπαϊκές γλώσσες και θα έχουν ισχυρά κίνητρα να διατηρήσουν τις γλωσσικές τους δεξιότητες».

2. Γι' αυτό θα πρέπει να «προωθηθεί» η «γλώσσα προσωπικής επιλογής»: «Κάθε Ευρωπαίος θα ενθαρρύνεται να επιλέξει ελεύθερα μια συγκεκριμένη γλώσσα, διαφορετική από την εθνική του γλώσσα, αλλά και από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί για τη διεθνή επικοινωνία (...) Η εκμάθησή της θα είναι εντατική, θα ομιλείται και θα διαβάζεται άπταιστα και θα εντάσσεται στο σχολικό και το πανεπιστημιακό πρόγραμμα σπουδών κάθε ευρωπαίου πολίτη, καθώς και στον κατάλογο επαγγελματικών του προσόντων». Ουσιαστικά «η επιλογή μιας γλώσσας γίνεται όπως η επιλογή επαγγέλματος». «Η άπταιστη γνώση μιας σχετικά σπάνιας γλώσσας θα αποτελεί πλεονέκτημα ανάλογο με μια σπάνια εξειδίκευση σε ένα κλάδο αιχμής».

«Ομαλή λειτουργία» της εκμετάλλευσης

Στην έκθεση εμφανίζεται για πρώτη φορά τόσο συγκροτημένα και ο φόβος των μονοπωλίων από τις πολιτισμικές συνέπειες της πολιτικής τους και η ανάγκη διαχείρισης αυτών των συνεπειών υπέρ τους: «Αν μια γλώσσα παραμεληθεί, όσοι τη μιλούν κινδυνεύουν να απομακρυνθούν από την ευρωπαϊκή ιδέα. Κανένας δεν μπορεί να προσχωρήσει ολόψυχα στο ευρωπαϊκό σύνολο, αν δεν έχει την αίσθηση ότι η συγκεκριμένη κουλτούρα του, και πρώτα απ' όλα η γλώσσα του, γίνεται πλήρως σεβαστή και ότι η προσχώρηση της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ενωση συμβάλλει στην ανάπτυξη της γλώσσας του και της κουλτούρας του και όχι στην περιθωριοποίησή τους (...) Θα πρέπει να επαγρυπνούμε για να αποφύγουμε τη δημιουργία τέτοιων αισθημάτων που θα θέσουν σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή συνοχή τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες».

Τα «αναμενόμενα αποτελέσματα» από αυτή τη στρατηγική είναι η «ομαλή λειτουργία των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και γενικότερα, στη συνέχιση και στην παγίωση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης». Διότι «από επαγγελματική άποψη, είναι βέβαιο ότι η αγγλική γλώσσα θα είναι μελλοντικά ολοένα και πιο απαραίτητη, αλλά ολοένα και λιγότερο επαρκής (...) πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν ότι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις επιτυγχάνουν πολύ συχνότερα όταν κάθε πλευρά αισθάνεται ελεύθερη να εκφραστεί στη γλώσσα της». Επιπλέον, «μολονότι είναι πιθανό ότι οι περισσότεροι από τους συμπολίτες μας θα επιλέξουν ως γλώσσα προσωπικής επιλογής τη γλώσσα μιας άλλης χώρας της Ενωσης, είναι εξίσου πιθανό πολλοί από αυτούς να επιλέξουν γλώσσες που προέρχονται από άλλες ηπείρους. Αναφερόμαστε ιδίως στις γλώσσες των μεγάλων ασιατικών χωρών που έχουν καταστεί σημαντικοί οικονομικοί εταίροι» αφού «ένας άνθρωπος που μιλάει μόνον μία διεθνή γλώσσα μπορεί πάντα να αγοράσει, σε ολόκληρο τον κόσμο, ό,τι θέλει· αλλά αν ο άνθρωπος αυτός θέλει να πουλήσει και όχι να αγοράσει, θα ήταν καλό να ξέρει τη γλώσσα του δυνητικού αγοραστή (...) όσοι γνωρίζουν τις γλώσσες των εμπορικών εταίρων διαθέτουν ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με όσους δεν τις γνωρίζουν. Η Ευρώπη έχει συμφέρον να διαθέτει μεγάλες ομάδες ατόμων που να γνωρίζουν όλες τις γλώσσες του κόσμου».

Για το «φαινόμενο της μετανάστευσης» η έκθεση εκτιμά ότι «πρόκειται για μια πηγή πλούτου, αλλά και εντάσεων και ότι μια συνετή πολιτική είναι εκείνη που αναγνωρίζει πλήρως το πολύπλοκο του φαινομένου και προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τα πλεονεκτήματα και να ελαχιστοποιήσει τα μειονεκτήματά του». Ετσι, «για τους μετανάστες, η γλώσσα προσωπικής επιλογής θα πρέπει να είναι γενικά η γλώσσα της χώρας στην οποία επέλεξαν να εγκατασταθούν» διότι αυτό αποτελεί «παράγοντα ενσωμάτωσης των μεταναστών στην Ευρώπη στο σύνολό της, στο κοινοτικό της σχέδιο, στην πολιτιστική κληρονομιά της, αλλά και στις θεμελιώδεις αξίες της».

Σε ό,τι αφορά στη λειτουργικότητα της ΕΕ, η έκθεση προτείνει να υπάρχει, για κάθε ζεύγος γλωσσών, «ένας διμερής και δίγλωσσος οργανισμός - ένα ινστιτούτο, ένα ίδρυμα, μια ένωση ή απλώς μια επιτροπή - που θα δημιουργείται με πρωτοβουλία των πολιτικών ιθυνόντων ή έστω μιας ομάδας πολιτών που θα έχουν ιδιαίτερους δεσμούς και με τις δύο χώρες συγχρόνως, με τις γλώσσες τους, με τον πολιτισμό τους (...)». Μεταξύ άλλων αυτοί οι φορείς θα εξασφαλίζουν «ότι η γλώσσα κάθε χώρας διδάσκεται σε έναν ορισμένο αριθμό ατόμων της χώρας εταίρου, ότι τα σχολικά και πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών περιλαμβάνουν μεγάλα διαστήματα διαμονής στην άλλη χώρα, ότι οι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις βρίσκονται στο πλευρό εκείνων που επιλέγουν τις γλώσσες αυτές και τους προτείνουν θέσεις πρακτικής εξάσκησης και στη συνέχεια θέσεις εργασίας». Το αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι ένα πυκνό πλέγμα που θα καλύπτει ολόκληρη την Ευρώπη και θα ενισχύει την ιδέα της κοινής ταυτότητας, ενώ παράλληλα θα εντείνει το αίσθημα της συμμετοχής σε ένα κοινό εγχείρημα σε αρμονία με την ταυτότητα του κάθε ατόμου».

Και επειδή η δημιουργία υπαλλήλων του κεφαλαίου και αίσθησης «υπηκόου» των «αξιών» της ΕΕ ξεκινά από την εκπαίδευση, η έκθεση φέρνει σαν παράδειγμα «ένα σχολικό ίδρυμα» που «μπορεί να αποφασίσει να εισαγάγει στο πρόγραμμά του μια "απροσδόκητη", διακριτή γλώσσα, διαφορετική από αυτές που διδάσκονταν συνήθως». «Οι δημοτικές αρχές θα μπορούσαν να προωθήσουν τη δημιουργία δύο παράλληλων προγραμμάτων σπουδών, καθένα από τα οποία θα υιοθετήσει τη γλώσσα του άλλου. Οι τάξεις που θα αδελφοποιηθούν με αυτόν τον τρόπο θα μπορούν να πραγματοποιούν παρατεταμένες επισκέψεις κάθε χρόνο στην αντίστοιχη χώρα, να συμμετέχουν σε κοινές δραστηριότητες, να δημιουργούν δεσμούς»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ