ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Στη δίνη των προβλημάτων και της κρατικής αδιαφορίας
Κυριακή 24 Σεπτέμβρη 2000

Ποια είναι η θέση της μουσικής παιδείας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και στο εκπαιδευτικό μας σύστημα; Πόσοι μαθητές έχουν γευτεί ήχους και μελωδίες που φέρουν τη μαγεία της αρμονίας ή έχουν αγγίξει τις χορδές, τα πλήκτρα ενός μουσικού οργάνου; Ποιος είναι ο ρόλος του κράτους στην ικανοποίηση της μεγάλης ανάγκης των νέων για μουσικές γνώσεις και γενικότερη καλλιτεχνική αγωγή; Τα παραπάνω είναι κάποια από τα ερωτήματα, που αγγίζουν πτυχές ενός μεγάλου προβλήματος: της Μουσικής Παιδείας στην Ελλάδα του 2000. Ενα πρόβλημα, που αφορά στο σύνολο του πληθυσμού, μα κυρίως στη νέα γενιά, την πλέον ευάλωτη σε κάθε ευτέλεια, μετριότητα και μουσική - αισθητική ομοιομορφία, που πηγάζουν κυρίως από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και τη βιομηχανία του θεάματος - ακροάματος.

«Ποιος ευθύνεται;»

Η νέα εκπαιδευτική χρονιά άρχισε, όμως τα μεγάλα, μακροχρόνια προβλήματα της Μουσικής Παιδείας είναι πάντα εδώ. Ολοένα και οξύνονται, καθώς το Κράτος αδιαφορεί απέναντι στη γενική απαίτηση για μουσικές γνώσεις, καλλιτεχνική αγωγή και δραστηριότητα. Η πολύπαθη μουσική παιδεία παραπαίει μεταξύ δύο υπουργείων (Πολιτισμού και Παιδείας) και αντιλήψεων, ενώ είναι κοινό μυστικό πως μέσα στη γενική παιδεία κατέχει θέση περιθωριακή. Τα μέσα και ο τρόπος που γίνεται το μάθημα της μουσικής στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ίσως και στα Μουσικά Γυμνάσια) δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εποχής, ενώ η ωδειακή εκπαίδευση (πυρήνας και κύριος τροφοδότης της Μουσικής Παιδείας στη χώρα μας) έχει ολοκληρωτικά εκχωρηθεί (πλην του μοναδικού Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης) στους ιδιώτες, με αποτέλεσμα πολλά δεινά να πηγάζουν από αυτή την κατάσταση.


«Το Μουσικό Εκπαιδευτικό σύστημα έχει ένα συγκεκριμένο παρελθόν που αποτυπώνεται γλαφυρά σ' ένα συγκεκριμένο παρόν, για το οποίο λίγο πολύ όλοι έχουμε ευθύνες στο βαθμό που κλείνουμε τα μάτια, που αδιαφορούμε, που ανεχόμαστε αδιαμαρτύρητα την αδικία, την αναξιοκρατία, τον παραγοντισμό, την αδιαφάνεια και τον αυταρχισμό», σημειώνει ο Θανάσης Ρεπάνης, πρόεδρος του Συλλόγου Καθηγητών Ωδείων και Μουσικών Σχολών Μακεδονίας - Θράκης. «Ομως μεγάλο κομμάτι ευθύνης, το πρώτο και κυριότερο θα έλεγα, έχει το κράτος, το ΥΠΠΟ και οι αρμόδιες υπηρεσίες και τα θεσμοθετημένα όργανά του. Υπάρχει η παραδοχή ότι η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου, αλλά ας σκεφτούμε: Τι πράγμα είναι εκτός ελέγχου; Ποιος ευθύνεται και ποιος ωφελείται από αυτό; Ποιο είναι το μέτρο της ευθύνης του κράτους σε σχέση μ' αυτά που έχει κάνει και κυρίως μ' αυτά που δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα;».

«Οσον αφορά την Ωδειακή Εκπαίδευση», αναφέρει ο Θ. Ρεπάνης, «έχει επιχειρηθεί μία νομοθετική τομή με την ψήφιση του Ν.2557 το Δεκέμβριο του 1997. Εκκρεμεί όμως η έκδοση των σχετικών Προεδρικών Διαταγμάτων που ενεργοποιούν ουσιαστικά το νόμο και που αφορούν στην ίδρυση και λειτουργία των Βασικών και Ανωτέρων Σχολών Μουσικής Εκπαίδευσης, θέτοντας εκτός νόμου, μετά την πάροδο κάποιας μεταβατικής περιόδου, τις Μουσικές Σχολές και τα Ωδεία που λειτουργούν σήμερα, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος με τη μουσική κοινότητα».

Εκτός ελέγχου

Οπως έχει επανειλημμένα καταγγείλει ο Σύλλογος, οι κυοφορούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις για τη μουσική εκπαίδευση χαρακτηρίζονται από συγκεντρωτισμό, αδιαφάνεια, προχειρότητα, παραγοντισμό. Το γεγονός ότι δεν κατατάσσουν σε βαθμίδα Παιδείας τους κύκλους της μουσικής εκπαίδευσης γεννά πολλά ερωτηματικά για το αν η κυβέρνηση επιδιώκει να κλείσει οριστικά το θέμα της ένταξης της Μουσικής Εκπαίδευσης σε βαθμίδα Παιδείας (πάγιο αίτημα της μουσικής κοινότητας). Παράλληλα, προοιωνίζεται η συγκέντρωση της μουσικής παιδείας (ιδιαίτερα της ανώτερης) σε ορισμένα πανίσχυρα οικονομικά κέντρα, προσδίδοντάς της μονοπωλιακό ή ολιγοπωλιακό χαρακτήρα.

«Τι επιτέλους θα αλλάξει από τις προτεινόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις;», είναι το ερώτημα που θέτει ο Θ. Ρεπάνης και το οποίο ήταν ένα από τα ζητήματα της παρέμβασής του στην ημερίδα, που διοργάνωσε ο Σύλλογος με θέμα «Η Μουσική Παιδεία στην Ελλάδα. Σύγχρονη Πραγματικότητα και Προοπτικές» (21/11/1999). Ανάγλυφα δίνει την εικόνα της υπάρχουσας κατάστασης: «Είναι εκτός ελέγχου η έκδοση αδειών ίδρυσης μουσικών εκπαιδευτηρίων και παραρτημάτων τους; Είναι εκτός ελέγχου οι συνθήκες εργασίας, οι τύποι των συμβάσεων, όπου υπάρχουν, το ύψος των αμοιβών, η τακτικότητα των πληρωμών, τα υπόλοιπα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα; Είναι εκτός ελέγχου το εξεταστικό σύστημα, η συγκρότηση των επιτροπών, τα κριτήρια αξιολόγησης των μαθητών; Το πρόγραμμα σπουδών ανά επίπεδο, με συνέπεια την ουσιαστική ανομοιογένεια των τελικών τίτλων σπουδών; Είναι εκτός ελέγχου τα κέρδη των Ωδειαρχών, τα δίδακτρα, οι τιμές των βιβλίων και των οργάνων; Είναι εκτός ελέγχου ο στοιχειώδης συντονισμός ενεργειών, αποφάσεων και πρωτοβουλιών σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο; Σ' αυτά εμείς απαντούμε, δυστυχώς ναι... Και περιμένουμε να συμφωνήσει και το ΥΠΠΟ ώστε να πάρει συγκεκριμένα μέτρα. Μόνον οι εργαζόμενοι καθηγητές δεν είναι υπεύθυνοι. Από την κατάσταση αυτή έχουν ωφεληθεί μόνον οι επιχειρηματίες και όσοι άλλοι επιδίωξαν ατομικά οφέλη για βραχυπρόθεσμους ή μακροπρόθεσμους σκοπούς». Τονίζει, επίσης, πως «η παλιά νομοθεσία από μόνη της ποτέ δε στάθηκε εμπόδιο για κάποιον έστω έλεγχο, ούτε προκάλεσε αυτή καθεαυτή όλα τα αρνητικά φαινόμενα που περιέγραψα πιο πάνω. Η πολιτική βούληση έλειψε και η αίσθηση ευθύνης από πολλούς που εμπλέκονται στη δομή και τη λειτουργία της Μουσικής Εκπαίδευσης. Πιστεύω ότι αυτά τα δύο είναι οι παράγοντες που πρέπει ν' αλλάξουν ως προϋπόθεση αποτελεσματικής εφαρμογής οποιουδήποτε νομοθετικού πλέγματος».

Ζητείται διάλογος

Με υπόμνημά του προς τον υπουργό Πολιτισμού Θ. Πάγκαλο, ο Σύλλογος έχει εκφράσει για μια ακόμη φορά τη θέλησή του να συμβάλει «σε εκείνες τις προσπάθειες και πρωτοβουλίες που πρόκειται να αναπτύξει το ΥΠΠΟ στην κατεύθυνση της επίλυσης των μακροχρόνιων προβλημάτων της μουσικής εκπαίδευσης, τα οποία δυστυχώς οξύνονται με ανεξέλεγκτους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια». Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει «το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης ποιότητας, του περιεχομένου, αλλά και των τίτλων των σπουδών, που ενώ παρέχονται από αναγνωρισμένα από το κράτος Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, μέχρι το ανώτερο δυνατό επίπεδο, παραμένουν αδιαβάθμητες». Επίσης, «το πρόβλημα της έλλειψης μόνιμου και ουσιαστικού διαλόγου των ενδιαφερομένων φορέων με το ΥΠΠΟ χωρίς αδιαφανείς, "υπόγειες" και αιφνιδιαστικές διαδικασίες». «Παρακολουθώντας», σημειώνει «μέσα απ' αυτό το πρίσμα με αγωνία και αβεβαιότητα τη σημερινή κατάσταση και με δεδομένο ότι έχουν περάσει περισσότερο από δύο χρόνια από την ψήφιση της νέας νομοθεσίας για τη Μουσική Παιδεία χωρίς να εκδοθούν όμως τα σχετικά Προεδρικά Διατάγματα, ζητούμε από σας τη συμμετοχή μας τόσο στη διαδικασία διαμόρφωσης του νέου νομοθετικού πλαισίου όσο και σε κάθε άλλη πρωτοβουλία σας που θα εξύψωνε το ρόλο και τη θέση της μουσικής και του μουσικού στην Ελλάδα σήμερα». Η απάντηση από πλευράς ΥΠΠΟ ήταν πως «σε μείζονος σημασίας θέματα η γνώμη της μουσικής κοινότητας αποτελεί για το υπουργείο στοιχείο σημαντικό για κάθε ενέργεια και πρωτοβουλία του». Η ελπίδα όλων πως τα λόγια θα γίνουν και πράξη.

«Συνθήκες εξευτελιστικής υποαπασχόλησης»

Στο ίδιο υπόμνημα γίνεται λόγος για το πρόβλημα της υποαπασχόλησης και της απειλούμενης μαζικής ανεργίας των καθηγητών των Ωδείων. Επίσης, για τις εργασιακές τους σχέσεις, που χαρακτηρίζονται από πολύμηνες καθυστερήσεις πληρωμών, μη ασφάλιση, απαράδεκτα χαμηλές - πολλές φορές - αμοιβές, παρακράτηση φόρου 20%, πέραν των υπολοίπων εισφορών ΙΚΑ κλπ., σε μισθούς που πολλές φορές δεν ξεπερνούν τις 100.000 δραχμές.

«Οι νέοι πτυχιούχοι και διπλωματούχοι», αναφέρει ο Θ. Ρεπάνης, «δε βρίσκουν δουλιά και όταν αυτό συμβαίνει γίνεται κάτω από συνθήκες εξευτελιστικής υποαπασχόλησης. Εδώ και 4-5 χρόνια έχει κλείσει οριστικά ο κύκλος απορρόφησης νέων καθηγητών σε Ωδεία και Μουσικές Σχολές, που εργάζονται περισσότερες από 5 ώρες την εβδομάδα. Από πρόχειρα στοιχεία που έχουμε, οι ενδείξεις για κατακόρυφη πτώση του αριθμού των καινούριων μαθητών στα Ωδεία και τις Μουσικές Σχολές είναι σαφείς και ανησυχητικές. Το ωρομίσθιο κυμαίνεται τις περισσότερες φορές από 1.500-2.200 δρχ. ανά ώρα, ενώ οι ετήσιες αυξήσεις εξανεμίζονται από τη σύγχρονη μείωση των ωρών απασχόλησης. Το καθεστώς με τις επί χρόνια 9μηνες ωρομίσθιες συμβάσεις, που ανανεώνονται χωρίς την αναγνώριση της "πάγιας και διαρκούς ανάγκης", ώστε αυτές να μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου με μισθό, δημιουργεί μια σκληρή αντίφαση με τη φύση της δουλιάς μας, που ασφαλώς επιβάλλει συνεχή παρουσία στον ίδιο χώρο, με τους ίδιους μαθητές στο βάθος του χρόνου. Απουσιάζουν επιδόματα που δίδονται σε παρεμφερείς κλάδους, ενώ δε δικαιούνται το επίδομα του Ταμείου Ανεργίας όσοι δε συμπληρώνουν τον απαραίτητο αριθμό ενσήμων λόγω υποαπασχόλησης ή όσοι εργάζονται υπογράφοντας τις προτεινόμενες - κακώς - συμβάσεις έργου ελευθέρων επαγγελματιών. Συμπερασματικά, για τους περισσότερους καθηγητές οι ετήσιες απολαβές βρίσκονται καθηλωμένες σε απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο. Θα πρέπει, αν θεωρούμαστε ο βασικός κρίκος της μουσικής εκπαιδευτικής διαδικασίας, ανεξαρτήτως νομοθεσίας, δομών, προγράμματος σπουδών κλπ., να αναδειχθεί η επίλυση των εργασιακών προβλημάτων, δηλαδή της πλήρους απασχόλησης με αξιοπρεπείς αμοιβές, σε συνθήκες εργασίας αντάξιας σε εκπαιδευτικούς, ως κύρια προϋπόθεση αναβάθμισης του ρόλου της Μουσικής Παιδείας».

Η όξυνση των προβλημάτων της Μουσικής Εκπαίδευσης, δυστυχώς, μαρτυρά πως βρισκόμαστε πολύ μακριά από ένα Μουσικό Εκπαιδευτικό Σύστημα, που θα έχει ως στόχους τη διεύρυνση της γενικής παιδείας, την αναδιάρθρωση του προγράμματος σπουδών, ώστε να προσανατολιστούν πέραν των γνώσεων και της τεχνικής κατάρτισης και στην αρμονική διαμόρφωση του διανοητικού και συναισθηματικού κόσμου των παιδιών. Την ενθάρρυνση και υποστήριξη με κάθε τρόπο της ανάπτυξης βούλησης των μαθητών, με τη διάθεση των απαραίτητων μέσων για δημιουργική δραστηριότητα και καλλιτεχνική αναζήτηση όχι στενά στο μικρόκοσμο του ωδείου, σχολείου ή Πνευματικού Κέντρου, αλλά στην κοινωνία γενικότερα. «Προϋπόθεση εκπλήρωσης αυτών των στόχων», αναφέρει ο Θ. Ρεπάνης, «είναι ο αποκλεισμός και η απενεργοποίηση κάθε θεσμού και μέτρου που θα θέλει να επιβάλλει χαρακτηριστικά ταξικής επιλογής, ελιτισμού και υποκουλτούρας, με σκοπό αφ' ενός την ισχυροποίηση της ανάγκης της ιδιωτικής εκπαίδευσης και παραπαιδείας στη συνείδηση των νέων και αφ' ετέρου την απαξίωση της γενικής απαίτησης της εποχής μας για διεύρυνση της Εκπαίδευσης. Και αυτό, όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά, κάτι που θα δημιουργεί ταυτόχρονα και την υποχρέωση στο Κράτος να εξασφαλίζει τα μέσα σ' όλα τα παιδιά του λαού, ώστε αυτά να παίρνουν σε όμοιες συνθήκες ουσιαστική και ολόπλευρη μόρφωση».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ