Προσοχή: ο εξεταστής δε ζητά από τον εξεταζόμενο να αναπτύξει μια κριτική άποψη ως προς τα αίτια που οδήγησαν στην καταστροφή του Πόντου. Επίσης, δεν του δίνει τα περιθώρια να επιχειρηματολογήσει για το αντίθετο από αυτό που παρουσιάζεται ως «αδιαμφισβήτητη αλήθεια» (όπως θα γινόταν, π.χ., αν το υπό εξέταση θέμα είχε διατυπωθεί ως εξής: «λειτούργησε η συνεργασία Κεμάλ - Μπολσεβίκων ως ταφόπετρα του ποντιακού ζητήματος;»). Τουναντίον, το ερώτημα τίθεται με έναν απαράδεκτα αντι-εκπαιδευτικό, εκβιαστικό τρόπο, ώστε ο εξεταζόμενος - αποδεχόμενος ή μη την παραπάνω αντιδραστική άποψη - να στηθεί κυριολεκτικά στον τοίχο, καλούμενος να επιλέξει μεταξύ της ιστορικής αλήθειας και της συνείδησής του από τη μία και των συνεπειών, στην περίπτωση που δε δεχθεί να γίνει συνειδητός διαστρεβλωτής του παρελθόντος, αναπαράγοντας μια αντικομμουνιστική προπαγάνδα, που, απ' ό,τι φαίνεται, καλά κρατεί.
Η σοβιετο-τουρκική προσέγγιση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής της πολιτικής για την υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών, αντιαποικιακών κινημάτων. Ναι, η νεαρή σοβιετική κυβέρνηση βοήθησε υλικά και στρατιωτικά το κίνημα του Κεμάλ, ως κίνημα αστικο-εθνικοαπελευθερωτικό, το οποίο αντιμαχόταν τη φεουδαρχία, την ιμπεριαλιστική διείσδυση και το διαμελισμό μιας χώρας. Αυτό δε σημαίνει πως συμμεριζόταν το ιδεολογικό του περιεχόμενο, το οποίο ήταν εθνικιστικό / αστικό, ή τις μεθόδους εφαρμογής του.
Επιπλέον, συνυπολογίζοντας το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων (καπιταλιστική περικύκλωση, ξένη στρατιωτική επέμβαση, κλπ.), η επαναστατημένη χώρα των Σοβιέτ είχε γνώση των κινδύνων που απέρρεαν από μια ενδεχόμενη μετατροπή της Τουρκίας σε στρατηγικό προγεφύρωμα εναντίον της σοβιετικής εξουσίας.
«Υπερβολές», θα πει κάποιος. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν μια τέτοια πρόθεση. Και όμως, η συμφωνία μεταξύ Ποντίων και Αρμενίων, η οποία μεταβιβάστηκε τηλεγραφικώς στον Βενιζέλο στις 3 Ιανουαρίου 1920, ανέφερε μεταξύ άλλων: «1) Παρακαλούν οι αντιπροσωπείες Ποντίων και Αρμενίων τη μεγάλη Δύναμη, που ενδεχομένως θα αναλάβει την εντολή στην περιοχή, να αποστείλει το ταχύτερον στρατιωτικές συμμαχικές δυνάμεις για να αναχαιτίσουν την προώθηση των Μπολσεβίκων και 2) ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να παράσχει βοήθεια στους Ελληνες του Πόντου για να αντισταθούν, με τη συνεργασία και του αρμένικου στρατού, στις κανονικές τουρκικές δυνάμεις, ενώ ο αρμενικός στρατός θα εμποδίζει την κάθοδο των Μπολσεβίκων. Ακόμη: 3) Ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει με στρατό και υλικό την οργάνωση του αρμενικού στρατού».3
Και ακόμα: «Μπροστά στην αδυναμία των Συμμάχων να σταματήσουν την επέκταση του μπολσεβικισμού και να ισχυροποιήσουν τον αγώνα του Ντενίκιν, που υποχωρούσε - είχε δε αναγγελθεί μάλιστα και η πτώσις του Ροστόφ της νότιας Ρωσίας - (ο Καθενιώτης) πήρε την πρωτοβουλία να απευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη στους στρατιωτικούς διοικητές Αγγλων και Γάλλων, για να τους εκθέσει πως οι ποντιακές εθελοντικές μονάδες θα μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμες στους Συμμάχους στις τότε συνθήκες και μάλιστα μετά τη συνεχή υποχώρηση του Ντενίκιν και την αποτυχία των προσδοκιών του Αγγλου αρμοστή στον Καύκασο Wardrop για την απόκρουση της καθόδου του μπολσεβικισμού στον Καύκασο».4
Αξιομνημόνευτη υπήρξε, τέλος, η προσπάθεια της Σοβιετικής Ρωσίας για διαμεσολάβηση μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς, προκειμένου να επιτευχθεί ειρηνική λύση στη διαμορφούμενη κατάσταση στη Μικρά Ασία. Ο ιστορικός - και τότε γενικός γραμματέας του ΣΕΚΕ(Κ) - Γιάννης Κορδάτος αναφέρει σχετικά πως τον Απρίλη του 1922 κατέφθασε μυστικά στην Ελλάδα απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του υπουργείου Εξωτερικών και Στρατιωτικών της Σοβιετικής Ρωσίας. Είχε εντολή να διερευνήσει τη δυνατότητα μεσολάβησης της χώρας του για ειρηνικό τερματισμό του μικρασιατικού πολέμου μέσα από επαφές που θα είχε με την ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (αυτός ο τρόπος άφιξης του ξένου απεσταλμένου και η μέθοδος διερεύνησης οφείλονταν στην ανυπαρξία διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών). Ακολούθως, συναντήθηκε με τον Γ. Κορδάτο, τον ενημέρωσε για το σκοπό της παρουσίας του και του ζήτησε να ανακοινώσει στην ελληνική κυβέρνηση την άφιξή του, καθώς και την επιθυμία της χώρας του για μεσολάβηση στο μικρασιατικό ζήτημα. Η πρότασή του περιελάμβανε την υπογραφή ανακωχής ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Κεμάλ και καθεστώς αυτονομίας για την περιοχή της Μικράς Ασίας. Ως αντάλλαγμα ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει, έστω και de facto, τη σοβιετική εξουσία.
Ο Σοβιετικός απεσταλμένος τόνισε, μεταξύ άλλων: «Γι' αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Ελληνες στη Μικρασία, όχι από κούφιο συναισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μία μεριά τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες».6
Ο ηγέτης του ΣΕΚΕ(Κ) συναντήθηκε με τον Ν. Στράτο (αντιπολίτευση τότε) και τον Α. Καρτάλη (υπουργό στην κυβέρνηση Γούναρη) προκειμένου να τους μεταφέρει τις σοβιετικές προτάσεις, χωρίς, ωστόσο, θετικό αποτέλεσμα. Ο τελευταίος μάλιστα, όπως γράφει ο ίδιος ο Κορδάτος, τον έβρισε και τον έδιωξε. Αυτά, λοιπόν, όσον αφορά τη στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας έναντι των γεγονότων, των προσώπων και των πραγμάτων που καθόρισαν τις εξελίξεις στην περιοχή τη συγκεκριμένη περίοδο.
Το ιδεολόγημα του «κεμαλομπολσεβικισμού» επιστρατεύτηκε τότε, ώστε να αναχαιτιστεί η τάση ριζοσπαστικοποίησης που απειλούσε να μετατρέψει τις προσφυγικές μάζες σε σημαντική κοινωνική δύναμη, για να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο είχε τεθεί επικεφαλής στην οργάνωση των διεκδικήσεών τους απέναντι στο αστικό κράτος και τους εργοδότες. Ταυτόχρονα, όμως, λειτούργησε και αποπροσανατολιστικά, με σκοπό να μετατοπιστούν στους κομμουνιστές οι ευθύνες από τους κατεξοχήν υπαίτιους για την καταστροφή του ελληνισμού της Ανατολής. Ο κίνδυνος να συνειδητοποιήσουν οι λαοί ότι πηγή των πολέμων, της εξόντωσης ολόκληρων εθνών, αποτελεί ο ενδοαστικός ανταγωνισμός, ο ιμπεριαλισμός, ήταν - και παραμένει - μεγάλος. Για όλα έφταιγαν ...ο Λένιν, οι μπολσεβίκοι και τα κατά τόπους «μίσθαρνα όργανα της Μόσχας»!
Οι σκέψεις μας είναι με τους χιλιάδες υποψήφιους και υποψήφιες...
1. Διδώ Σωτηρίου (1985) «Η Μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (Αθήνα: «Κέδρος») σελ. 89-90 και εφημερίδα «ΝΕΑ» 1/9/1972.
2. Φωτιάδης Κ. (2004) «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου» (Αθήνα: Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία) σελ. 209.
3. Εκθεση Δ. Καθενιώτη «Το ζήτημα του Πόντου», όπως παρατίθεται στο Λαμψίδης Ο. (2002) «Προσπάθειες στρατιωτικής οργανώσεως των Ελληνοποντίων» σελ. 91.
4. Εκθεση Δ. Καθενιώτη, όπως πριν, σελ. 96.
5. Τα σχετικά έγγραφα του υπουργείου των Εξωτερικών παρατίθενται στο Φωτιάδης Κ. (2004), όπως πριν, σελ. 455.
6. Κορδάτος Γ. (1955) «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος XIII (Αθήνα: «20ός αιώνας») σελ. 567.