Οι ασήμαντοι της Γης
Κυριακή 22 Ιούνη 2008

Γρηγοριάδης Κώστας

Μια ζωή ολάκερη με φωνάζουνε τρελό, μα δεκάρα δε δίνω στα πειράγματα τους, γιατί στ' αλήθεια εκείνοι κάνουνε το λάθος ν' ακολουθάνε αυτά π' εγώ αρνήθηκα. Δεν πήγα σκολειό γιατί δεν ήθελα να με κάνουνε να μοιάζω σε κάποιον άλλο, εγώ είμαι εγώ και κανένας άλλος, τους φώναζα και με πλάκωνε η μάνα στο ξύλο. Ούτε ποτέ μετάλαβα, γιατί δεν ήθελα να σβήσω τις παλιές και να ξεκινήσω για καινούριες αμαρτίες, γι' αυτό δεν πάτησα πότε σε εκκλησία κι ας πίστευα στην έννοια του θεού, μα ούτε και φαντάρος πήγα. Γράψανε σε ένα έγγραφο, μου είπανε, δεν έμαθα ποτέ μου να διαβάζω, «δεν έχει σώας τα φρένας». Με είπανε δηλαδή τρελό, επειδή δεν ήθελα να διεκδικήσω την ειρήνη με το αίμα των άλλων.

Οσο πέρναγε ο καιρός κι αντιστεκόμουνα με την τρέλα μου στην κοινωνία, όλο και πιο πολύ αγάπαγα το ρόλο του τρελού. Ομως ήμουν λεύτερος να λέω, ό,τι μου κατεβάσει η γκλάβα μπροστά στο δάσκαλο, τον αστυνόμο και τον παπά χωρίς να τους ενοχλούν τα λόγια μου. Βρίσκανε τη δικαιολογία να λένε. Ασ' τον τρελός είναι.

Με κούρασε όμως η ζωή. Τώρα που έφτασα στο γέρμα μου όλο και πιο συχνά κοιτάζω μέσα στην ψυχή μου μπας και βρω κάτι καλό ν' απόμεινε απ' αυτή. Ανατριχιάζω με το χρόνο που τράβηξε γοργά σαν αστραπή. Παφ, μια και πάει. Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά αιστάνουμε σαν να είναι κι αυτός ο θάνατος ένα χρέος, όπως θέλουν οι άνθρωποι να είναι με όλα στη ζωή τους χρεωμένοι.

Από μικρός προσπάθαγαν να με μάθουνε να χρωστάω. «Ενα χρέος είναι η ζωή», μ' έλεγαν. «Μεγάλη ευθύνη, η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια». Και μεγάλη αγωνία για ένα παιδί το μεροκάματο, στην ηλικία του παιχνιδιού και της ανεμελιάς. Μάζευα δύναμη από την άγνοια και την ανεμελιά της νιότης και συνέχιζα να μεγαλώνω μέρα τη μέρα χωρίς να μου λείπει το χαμόγελο και καρτέραγα, πάντα καρτέραγα για κάτι καλύτερο. «Δόξα τον πανάγαθο», έλεγα και πορευόμουνα. Ζυμώθηκε τ' αίμα μου με τούτη τη γη, έγινα ένα μαζί της και το πετσί μου μυρίζει τ' άγιο χώμα της. Μοσκοβολάει με τη βροχή και πάω βόλτες στα χωράφια. Δε με νοιάζει που δεν έχω δικό μου ένα χωράφι, αφού κι αυτοί που έχουνε στο ίδιο με μένα χώμα θα χωθούνε σαν φτάσει η ώρα τους. Τούτα σκέφτομαι και γελάω με αυτούς που λένε, «νάτονε πάλι κόβει βόλτες ο τρελός μεσ' τη βροχή».

Ο αγέρας με στέγνωνε και ο ήλιος με τις μπρούτζινες αχτίδες του μ' έψηνε στη ζωή, όπως τα βράχια και τα βουνά μπας και αντέξω όλα τούτα τα άγνωστα που συμβαίνουν γύρω μας, μέσα μας. Λέω άγνωστα, γιατί όταν ξεκινάμε δεν ξέρουμε τι θα μας φέρει. Τι θα θέλει να μας χαρίσει ή να μας πάρει. Ε, λοιπόν, πόλεμος είναι η ζωή και μεις ζούμε για να την υπηρετούμε σαν στρατιώτες. Πασκίζουμε τόσο πολύ για τη νίκη, για την πρωτιά που μπορούμε να σκοτώνουμε τον αδερφό μας. Είμαστε όντα άπληστα και φθονερά και ζηλιάρικα. Θα 'λεγα με μια φράση, «απελπισμένοι άνθρωποι γεμάτοι βία και αναλαμπές ειρήνης», λόγια του καινούριου, γραμματιζούμενος, βλέπεις, κρύβεται στα βουνά απ' τους αστυφυλάκους, του πάω φαί για να τη βγάλει μέχρι να περάσει το κακό που τον κυνηγάει επειδή είναι κομμούνι, έτσι μου λέει και γελάει.

Μωρέ, στεριώνεται η κουρασμένη μου καρδιά όταν αναθυμούμαι κάποια σοφά λόγια που έλεγε η μάνα μου. «Οι κάθε λογιών θεοί κάνουν εμάς τσ' ανθρώπους να νιώθουμε έντονη τη διχόνοια». Μετά, στα κατοπινά χρόνια, εγώ πρόστεσα, εκτός απ' τους θεούς κι άλλα πράγματα που έζησα και με πονέσανε. Την επιθετικότητα, τον εγωισμό, τις προκαταλήψεις, τα δήθεν ιδανικά που κάποιοι στήσανε για να σπείρουν τη διχόνοια. Και οι ανόητοι άνθρωποι να πιστεύουμε, να την υπηρετάμε με το αίμα μας ακόμη για να 'χουν οφέλη και πολλούς παράδες οι παγκόσμιοι μέντορες.

Ευτυχώς π' εγώ στάθηκα τυχερός κι αμέσως, από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου κατάλαβα, ότι όπως εγώ αιστάνουμαι την πείνα, τον πόνο, την κακία και την καλοσύνη, ότι και οι άλλοι τα ίδια νιώθουνε, αφού όλοι είμαστε από το ίδιο ανθρώπινο κομμάτι καμωμένοι.

Να λοιπόν, η καλοσύνη του θεού, στα χέρια μας είναι κι όχι στις εκκλησιές για προσκυνήματα μόνο. Προσπάθησα πολλές φορές να την κρατήσω και όλοι γελάσανε στην πλάτη μου. Μεγάλες κουβέντες από έναν άνθρωπο αγράμματο δε γένονται, μου 'λεγε ο Ανέστης κι εγώ τον πίστευα. Για να το λέει ο Ανέστης πόχει μπαρκάρει κιόλας δυο φεγγάρια κάτι θα ξέρει πάρα πάνω, έλεγα και σώπαινα μέχρι να βάλω πάλε τις φωνές στην πρώτη αδικία που θ' αντάμωνα.

Ο Ανέστης ήταν έξυπνος, άλλοι τον λέγανε πονηρό, μερικοί ατσίδα. Βοήθαγε στην εκκλησία, είχε το νου του να σβένει τα κεριά των πιστών πριν καούν. «Είναι χρειαζούμενα τα κεριά στα σπίτια παρά να καίουνται άδικα στην εκκλησιά. Ο θεός σάματις του μπει στο τσερβέλο να κάμει το καλό δεν τα 'χει τούτα καμιά ανάγκη». Αυτά μου ξομολογιότανε και έβρισκα τα λόγια του σωστά.

Μοίραζε ο Ανέστης τα κεριά σε μερικούς πολύ φτωχούς χωριανούς να φεγγίζονται τα μαύρα βράδια του χειμώνα. Κι ο παπάς, καλή ώρα εκεί που βρίσκεται τώρα, ποτές μα τον Υψιστο, δεν του 'καμε παράπονο, μόνο κουνούσε το κεφάλι του κι έμενε αλάλητος. Γνώριζε ο μαύρος από ανέχεια κι έπαιρνε την αμαρτία επάνω του. Πιστεύω αυτή η σιωπή του να μη του στέρησε τον παράδεισο.

Ο Ανέστης είχε παντρευτεί κιόλας, ήταν πολύ τυχερός, πήρε τη γυναίκα του πραματευτή, όταν έμεινε εκείνη χήρα. Μεγάλωσε και τα τρία της παιδιά με όλα τα καλά κι αυτά τον πίστεψαν για δικό τους πατέρα.

Οταν μια φορά τον ρώτησα: «Μα, τη χήρα με τα τρία παιδιά θα πάρεις; Τι θα λένε ούλοι στο χωριό;». Τότενες θυμάμαι μ' απάντησε με σκληρή φωνή, «εγώ ακούω πάντα τη φωνή της καρδιάς μου και δε σκιάζουμαι τα λόγια καμιανού». Μετά φώναζε, «στις Ευρώπες ο κόσμος κάνει ό,τι νομίζει χωρίς να του κολλάνε». Μετά σταμάταγε να φωνάζει και με λαχτάρα έλεγε, «μακάρι να μπορούσα να ζήσω εκεί, αλλά βλέπεις αγαπάω τούτα τα ρημαδιασμένα χώματα».

Ο Ανέστης έφτιαξε ένα κάρο και μετέφερε στο λιμάνι πραμάτειες. Μια φορά με πήρε κοντά του. Είχε φορτώσει τελάρα με ψάρια ίσα με κει πάνω. Βαρύ ήτανε το αναθεματισμένο, μας έκοψε τα πόδια. Δύσκολα το σέρναμε, ήταν κι ανηφόρα βλέπεις. Μετά με πήγε στον καφενέ, με κέρασε ρακές και ζαλίστηκα. Μου φώναζε γεμάτος γέλια. «Πιε μωρές να σιάξεις μέσα σου το λογικό».

Ηπια και μ' ήπιε. Ωραία ήταν η μέθη, μ' έκανε να ξεχάσω τα βάσανα, αλλά μου στέρεψε η ρημάδα την ισορροπία. Με το καρότσι με επέστρεψε σπίτι ο Ανέστης και την επόμενη ήμουν τάβλα και δεν πήγα βόλτα στα χωράφια. Τώρα; Τίποτα δε μου κάνουν οι ρακές και δέκα νεροπότηρα δε με φέρνουν βόλτα, συνήθισα να στέκουμαι ορθός στα ποδάρια και στα σοβαρά που ξεστομίζω λόγια ορθό με βρίσκω.

Το κακό με τις ρακές είναι που μου διώχνουνε την τρέλα. Σε όλους αλλοπαίρνει τα λογικά κι εγώ αιστάνουμε πως τότε λογικεύουνε. Στους καφενέδες όλοι γελούνε και μου φωνάζουνε να πίνω για σιώνει το τσερβέλο μου. Μα, μόλις κατάλαβα ποια λογική νοούσανε οι άνθρωποι, σταμάτησα να μεθάω. «Εγώ τέτοιο κακό», τους φώναξα, «δεν το ματαπαθαίνω» κι όλοι έσκασαν στο γέλιο.

Δε με νοιάζει να μάθω πολλά για τον κόσμο, αφού όπως θέλει αυτός λειτουργεί. Εγώ, λίγα μα σταράτα έμαθα πάνω στη γλώσσα την ανθρώπινη, γιατί οι πιο πολλοί άλλα λόγια λένε κι άλλα έργα κάνουνε.

Εμεινα στη ζωή μου μόνος με τα όνειρα μου. Εμαθα να διαβάζω τα σημάδια των καιρών. Γνώρισα τους ανέμους, τα σύγνεφα, τις φωνές των πουλιών, μα τις ανθρώπινες έννοιες ποτέ δεν τις έμαθα.

Ο Ανέστης κι εδώ τα καταφέρνει. Στον καφενέ όλοι μιλούνε μαζί, μα σαν αποφασίσει εκείνος να γρικήσει, όλοι με μιας σωπαίνουνε να τον ακούσουν. Ακόμη κι ο δάσκαλος δεν αντιφέρνει λέξη και τον παραδέχεται. Πολλές φορές τον λέει «ρήτορα πολιτικό» και γελούνε με την υπερβολή του.

Καλά τα λόγια και χρειαζούμενα να τα μιλάς, σε βγάνουνε από τα δύσκολα, σου ελαφρώνουν την ψυχή. Εγώ πάντως όποτε επεχείρησα τα έκανα χάλια και πιότερο μπερδεύτηκα. Πάντως, καλύτερα ν' ασχολιέμαι με το κήπο μου παρά με τους ανθρώπους. Εχω μια μεγάλη κληματαριά που κάνει ένα παχύ και δροσερό ίσκιο το κατακαλόκαιρο και γλυκές σταφίδες για το χειμώνα. Τι να τα κάνω τα λεφτά, έχω τις γλάστρες μου, με κόκκινα γεράνια ανθισμένα και με κίτρινα χρυσάνθεμα σαν του ήλιου το φως.

Ούλη τη ζωή μου σ' αυτό τον κήπο την πέρασα. Γεμίζει το σπλάχνο μου ευωδιές, όλα μέσα μου ξυπνούν από το μοσχομύρισμα λες και είναι η άνοιξη, αιώνια.

Κάθομαι εκεί για ώρες πολλές αμίλητος, όταν άλλοι μέσα στην αρένα της ζωής σκοτώνονται, τρώγουν τις σάρκες τους μόνο και μόνο για λίγα παραπανίσια αποκτήματα. Κάθομαι αμίλητος ανάμεσα στα φυτά και στα πουλιά και χορταίνω τ' αληθινό νόημα του θεού. Σιγά μην αυτός ανακατευτεί με με τα λάθη του, τους ανθρώπους που έπλασε. Αυτή, τη γλώσσα της ζωής καταλαβαίνω, των ανθρώπων δυσκολεύομαι. Γιατί τούτοι σαν ξεμωραμένοι κάμουνε κι όλο ζητούνε πάντα το πάρα πάνω... Δεν είναι, δεν είναι αληθινοί, όπως τα ζώα, το χορτάρι και τα δέντρα.

Αχ! Αυτή η αταραξία μοιάζει σαν την παράδεισο. Με κάνει να μη φοβάμαι το θάνατο. Ολοι στον καφενέ γελούνε, όταν τους λέω, «ότι δε φοβάμαι το θάνατο». Τους δικαιολογάω, γιατί δεν έχουνε δει ποτές την παράδεισο. Ετσι κοιμάμαι, με ήσυχη συνείδηση. Με παίρνει ο ύπνος, ο γλυκός και ατάραχος ύπνος.

Μια φορά, άκουσα τον Ανέστη με τους φίλους του πάνω απ' το κεφάλι μου να λένε, «ρε δέτε τον τρελό, σάμπως να πέθανε φαίνεται».

Κι όμως εγώ τους κοίταζα από ψηλά κ' ήμουν ευτυχισμένος...