ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ - ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Προς συνολική «διευθέτηση»
Κυριακή 1 Οχτώβρη 2000

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο,τι συμβαίνει και κυρίως ό,τι πρόκειται να συμβεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, είναι αποτέλεσμα της υλοποίησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που αποφάσισαν και ακολουθούν ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου και συνολικά η ελληνική κυβέρνηση. Η επισήμανση αυτή είναι απαραίτητη, καθώς πάγια τακτική των κυβερνώντων είναι να αποποιούνται των ευθυνών τους και να αρνούνται να αναλάβουν το κόστος των επιλογών τους.

Είναι συνηθισμένο το «παιχνίδι» που γίνεται μεταξύ πρωθυπουργικού γραφείου, υπουργείου Εξωτερικών και υπουργείου Αμυνας, κάθε φορά που υλοποιείται μια επιλογή, μια απόφαση που αφορά στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό: Κανένα από αυτά τα τρία κέντρα δεν αναλαμβάνει το κόστος που συνεπάγεται η κοινή τους επιλογή, αλλά με τους μηχανισμούς πρόσβασης στον Τύπο, τους οποίους διατηρούν, επιχειρούν να μεταφέρουν το πολιτικό κόστος μακριά από τις πλάτες τους. Πρόκειται για μια πράξη ενσυνείδητης εξαπάτησης, στην οποία συμμετέχουν από κοινού και τα τρία κέντρα, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο φέρουν την ευθύνη για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Και η «απάτη» γίνεται σε βάρος της ελληνική κοινής γνώμης, του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν πληροφορείται με την απαραίτητη σαφήνεια για τις επιλογές της κυβέρνησης για μείζονος σημασίας ζητήματα, όπως τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.

Πίσω από τη σκόνη του μικροπολιτικού παιχνιδιού που αέναα εξελίσσεται στους κόλπους της κυβέρνησης, για όποιον παρακολουθεί με στοιχειώδη προσοχή τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, βρίσκεται η σαφέστατη πολιτική επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης. Πρόκειται για μια επιλογή απόλυτα προσαρμοσμένη και ενταγμένη στους σχεδιασμούς και τις ρυθμίσεις του ΝΑΤΟ για τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Πρακτικά, αυτό σημαίνει, για τα ελληνοτουρκικά, «συνολική διευθέτηση» και για το Κυπριακό, «αποδοχή των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής το 1974».

Δε χρειάζεται να είναι κανείς «ειδικός» ή «ειδικά πληροφορημένος» για να αντιληφθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση οδηγεί συνειδητά τη «Νότια Κύπρο» στην ΕΕ, «λύνοντας» με αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα. Δε χρειάζονται επίσης, ειδικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς πως η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδεχτεί την «ανάγκη» ενός εφ' όλης της ύλης ελληνοτουρκικού διαλόγου, όπου θα συζητηθούν οι μονομερείς απαιτήσεις της Αγκυρας. Αρκεί η απλή παρατήρηση για να δει κανείς και την πορεία που ακολουθούν αυτές οι υποθέσεις, αλλά και το ποταπό πολιτικό «παιχνίδι» του πρωθυπουργού, του υπουργού Εξωτερικών και του υπουργού Αμυνας, που ενώ και οι τρεις μαζί έχουν συμφωνήσει απόλυτα για την πορεία, προσπαθούν στη συνέχεια ο ένας να ρίξει στην πλάτη του άλλου την ευθύνη και το κόστος των επιλογών.

Θα ήταν μεγάλο λάθος να προσωποποιήσει κανείς την πολιτική που ακολουθεί η χώρα στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Δεν υπάρχει ούτε πολιτική Παπανδρέου, ούτε πολιτική Σημίτη, ούτε πολιτική Τσοχατζόπουλου. Υπάρχει η κυβερνητική πολιτική για αυτά τα ζητήματα, που συνάδει με στρατηγικές επιλογές εξωελληνικών κέντρων αποφάσεων, τις οποίες αναλαμβάνει να υλοποιήσει το εγχώριο πολιτικό προσωπικό.

Σήμερα, λοιπόν, η συγκυρία επιβάλλει ταχύτητα και αυτός είναι ο λόγος, ο μόνος λόγος, που ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών εμφανίζεται πιο αποφασιστικός και δραστήριος για την υλοποίηση αυτών των στρατηγικών σχεδιασμών, απ' ό,τι ο προκάτοχός του Θ. Πάγκαλος. Ο Θ. Πάγκαλος, άλλωστε, ήταν αυτός που αποδέχτηκε τη λογική που διατύπωσε κυνικά και απερίφραστα ο Ζακ Ντελόρ, όταν δήλωσε «ας βάλουμε τη Νότια Κύπρο στην ΕΕ, για να τελειώνουμε με αυτό το θέμα». Ηταν τότε, που η ελληνική κυβέρνηση πανηγύρισε γιατί «εξασφάλισε» την ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην ΕΕ. Βέβαια, φρόντισε να αποσιωπήσει ότι η ενταξιακή πορεία αφορούσε τη «Νότια Κύπρο», γεγονός που σήμανε την αρχή της διαδικασίας νομιμοποίησης των τετελεσμένων της εισβολής, που παρακολουθούμε σήμερα στις συνομιλίες οι οποίες έχουν ξεκινήσει από τον περασμένο Δεκέμβρη.

Ηελληνική κυβέρνηση φρόντισε να αποσιωπήσει ή να διαστρεβλώσει και τα όσα συμφώνησε στο Ελσίνκι. Εκεί η κυβέρνηση του Κ. Σημίτη, όχι μόνο αποδέχτηκε την ουσιαστική αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, αλλά και τη λογική του διμερούς ελληνοτουρκικού διαλόγου για τη διευθέτηση των συνοριακών εκκρεμοτήτων ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Μάλιστα, σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν τα Συμπεράσματα του Ελσίνκι, η Αθήνα δέχτηκε και χρονοδιάγραμμα για τη διευθέτηση των διαφορών. Ετσι, λοιπόν, μέχρι το 2003, Ελλάδα και Τουρκία θα πρέπει να συνομιλήσουν διμερώς για τις διαφορές τους και όποιες από αυτές δεν επιλυθούν θα παραπεμφθούν στη Χάγη.

Υπάρχει και κάτι ακόμη, που δεν πρέπει να ξεχνά κανείς. Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε τα Συμπεράσματα του Ελσίνκι, έχοντας προηγουμένως αποδεχτεί την ύπαρξη «τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο», με το κοινό ανακοινωθέν Σημίτη - Ντεμιρέλ στη Μαδρίτη το καλοκαίρι του '97. Η ελληνική κυβέρνηση, επίσης, αποδέχεται τη λογική του διμερούς ελληνοτουρκικού διαλόγου, όταν την ίδια στιγμή, παραμένουν στο τραπέζι οι εξής τουρκικές θέσεις: Στην Κύπρο το μόνο πρόβλημα που υπάρχει είναι η αναγνώριση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου. Τα υπόλοιπα προβλήματα επιλύθηκαν το 1974. Στο Αιγαίο υπάρχουν νησιά, βράχοι και νησίδες των οποίων το καθεστώς δεν είναι διευκρινισμένο από τις διεθνείς συνθήκες. Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων αποτελεί αιτία πολέμου για την Τουρκία.

Οπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, η θέση που επαναλαμβάνει η ελληνική κυβέρνηση, ότι, δηλαδή, υπάρχει μια ελληνοτουρκική διαφορά, ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας, δεν ισχύει. Απλώς λέγεται για εσωτερική κατανάλωση. Αυτό που ισχύει, είναι μια αναθεωρημένη εξωτερική πολιτική, την οποία η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια, ενώ την ίδια στιγμή καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες, να την κρύψει από τον κόσμο. Για την ακρίβεια, επειδή αυτά τα πράγματα δεν κρύβονται, η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης, έχει να κάνει με την προετοιμασία της κοινής γνώμης ώστε να μη θορυβηθεί, όταν «ξυπνήσει», μετά από λίγο καιρό, σε μια άλλη πραγματικότητα. Και σε αυτή την προσπάθεια, πρέπει να ομολογήσει κανείς, ότι η κυβέρνηση τα καταφέρνει πολύ καλά.

Αλλά, τελικά, ούτε αυτό είναι δικό της έργο, αλλά αποτέλεσμα έξωθεν συμβουλών από Αμερικανούς «ειδικούς». Πρόκειται για αυτούς τους ανθρώπους, που σε γενικές γραμμές έχουν καταφέρει να οδηγήσουν την προσοχή μας στο «σουξέ» της κ. Αντζελας Δημητρίου στην Τουρκία, στα υπέροχα, ομολογουμένως, ελληνοτουρκικά ντουέτο σοβαρών καλλιτεχνών, στις ελληνοτουρκικές επιδείξεις μόδας από «μεγάλους» Ελληνες και Τούρκους μόδιστρους, έτσι ώστε να μην ακούμε ότι το Κυπριακό λύθηκε το '74 και να μη βλέπουμε ότι ξεκινά η συζήτηση για τη «μοιρασιά» του Αιγαίου.


Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ