Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Απόσπασμα από το πέμπτο κεφάλαιο «Διαίρει και βασίλευε»

Κυριακή 12 Οχτώβρη 2008

Γρηγοριάδης Κώστας

...Καλά πήγαινε το πράμα. Μα κάποιος άλλος απροσκάλεστος, μας χάλασε το «πρόγραμμα». Ενας κοντός, καραφλός και μάβρος. Και στραβονώμης. Εγώ νόμιζα, πως θα πάρει το μέρος μου. Οι αρχόντοι, το δικό τους. Μα κείνο το τέρατο να τι μας είπε:

-- Σας ακούσαμε, βασίλισσα κι αρχόντοι. Ολοι για το νιτερέσο σας μιλήσατε. Μα τούτος εδώ (κ' έδειξε το Μελάνθιο) πώς μίλησε για λογαριασμό του λαού, αφού 'ναι πουλημένο τομάρι; Τόνε ξέρω. Δεν είναι ψαράς. Είναι χαφιές. Πολλές φορές ως τώρα μ' έδειρε και με βασάνισε στα μπουντρούμια της Μεγαλειοτάτης! Κι αφτός μου 'σπασε μια φορά τη σπάλα και από τότες στραβονωμιάζω. Λέγεται Μελάνθιος. Είναι γιος του συμβουλάτορά της του Δολίου. Είναι λοιπόν βαλτός. Κι όλ' οι τέτοιοι σήμερις δουλέβουνε με τον ένα το δυνατό κι άβριο με τον άλλον το δυνατότερο. Οποιος τους πλερώνει παραπάνου. Θα σε προδώσει και σένα, Κυρά του λαού, καθώς προδίνει σήμερα το λαό. Κι αν τύχει καμιά μέρα και γυρίσει ο Δυσσέας, ετούτος εδώ θα του μπήξει το μαχαίρι πισώπλατα, γιατί θα τον έχουν ως τότες αγοράσ' οι πρωταφέντες Εβρύμαχοι.

Οι πρωταφέντες μπήξανε τα γέλια.

-- Σκασμός κ' εσείς! τους φώναξε κόκκινος ο στραβονώμης. Ασπρος σκύλος, μάβρος σκύλος, όλοι σας είσαστε σκύλοι. Για σας και για το βασιλιά ξεθεωνόμαστε στη δουλειά και δεν τρώμε, αρρωσταίνουμε, για να παχαίνετ' εσείς, σκοτωνόμαστε στους πολέμους - τα κέρδητα για σας, ο τάφος τ' άγνωστου στρατιώτη για μας! Μας χρωστάτε, δεν πλερώνετε, σας χρωστάμε, μας παίρνετε σκλάβους. Μας αδειάζετε το αίμ' από τις φλέβες και μας γεμίζετε με θεούς κ' ιδέες! Σκοτάδι στην ψυχή και στο πνέμα, και στην πράξη. Ολα τα βάρητα τα σηκώνουμ' εμείς στην πλάτη μας και σεις μοναχά το ποτήρι, ανασκελωμένοι στα μαξιλάρια και γλεντοκοπάτε με τις δικές σας τις βαρετές, με τις δικές μας τις άμαθες και με τις μαστόρισσες τις άλλες που σας φέρνουν από ξένους τόπους οι παπάδες της Αφροδίτης!

Κι όμως όλα τούτα, που παίρνει το μάτι κι ο στοχασμός τ' ανθρώπου, δικά μας είναι: χωράφια, περβόλια, καράβια, παλάτια και ναοί. Εμείς τα φκιάσαμε. Κ' εμείς πρέπει να τα πάρουμε. Από τους κλέφτες οι κλεμένοι!

Οι πρώτοι αφέντες των νησιών μας, οι Τηλεβόες, ήτανε κλέφτες. Αφτουνούς τους έδιωξε, χειρότερος κλέφτης, ο γιος του Κεφάλου και της Αρκούδας, Αρκείσιος, ο πατέρας του Λαέρτη και θεμελίωσε τη δυναστεία των Οδυσσειδών. Ο πατέρας της μητέρας του Δυσσέα, ο Αφτόλυκος, είχε μάθει την τέχνη της κλεψιάς από τον Ερμή το μπαμπά του, τον αρχικλέφταρο. Και ξεπέρασε και το θεϊκό του το δάσκαλο και το Σίσυφο, το βασιλιά της Κόρθος, που βαστούσε το στενό κ' έγδυνε και σκότωνε τους διαβάτες. Ο Αφτόλυκος ό,τι έπιανε στα χέρια του, γινόταν άφαντο (αφτό το πράμα κι ο Ερμής δεν μπορούσε να το κάνει!).

Το να μη θέλουμε κλέφτες αφεντάδες, είναι μια κουβέντα. Τ' ότι θα σας ξύσουμε με τα χέρια μας, αφτό να φοβάστε. Εμείς που φκιάσαμε τον τόπο μας, εμείς θα γίνουμε κι αφέντες του. Ζητάμε να πάρουμε μοναχοί μας το δίκιο μας και τη λεφτεριά μας, που θα πει την εξουσία.

Δεν καταδεχόμαστε να μας δώσετε για ελεημοσύνη λίγο χερσοτόπι και λίγο σιτάρι. Ολη τη γης θα πάρουμε κι όλο το σιτάρι. Κ' εμείς τότε θα σας δώσουμε το μερτικό σας, ίσο με το δικό μας, φτάνει να δουλέβετε σαν κ' εμάς. Και τότες η χώρα μας θα γεμίσει τόσα θάματα, που δε θα μας χρειάζονται πια μήτε ο Ελυμπος, μήτε κ' η μέλλουσα ζωή μήτε κι ο Φήμιος...

Εγινε μεγάλη ταραχή.

Χωροφυλάκοι κι αρχόντοι πέσαν επάνω του, να τον ξεσκίσουνε τον άθεο. Και πολύς λαός! Ο αγνός λαός.

Εδωσα διαταγή να σημάνουν οι τρουμπέτες σιωπή. Και τότες ρώτησα:

-- Ποιος είν' ετούτος ο τρελός;

-- Θερσίτη τόνε λένε, μου σφύριξε στ' αφτί ο Δόλιος. Δεν είναι ντόπιος. Ποιος ξέρει πούθε βαστάει η σκούφια του. Ξένος πράχτορας θα 'ναι! Ολο φυλακή τόνε βάζουνε και μυαλό δε βάζει.

-- Να τον ξαναβάλετε. Κ' εκεί να του δώσετε διακόσιες βουρδουλιές για μένα κι άλλες τόσες για χατίρι του λαού.

Οι χωροφυλάκοι που τόνε πήραν, αρχίσανε να τόνε δέρνουν επί τόπου. Δεν τους εμπόδισα. Το καλό το τσομπανόσκυλο, που κομματιάζει τον ανυποψίαστο διαβάτη, και τον πιστό το χωροφύλακα, που δέρνει τον κακό πολίτη, δεν πρέπει να τους κόβεις τη φόρα. Ξεσοΐζονται! Και χάνουνε την όρεξη να ξεσκίζουνε και να δέρνουν.

Μα ο Θερσίτης, όσο τις έτρωγε, τόσο τσίριζε.

-- Να του κάνετε μήνυση για διατάραξη της τάξης. Αλλη μια για εξύβριση του ιερού μου προσώπου. Αλλη μια για υποκίνηση σε στάση. Αλλη μια γι' αντίσταση κατά της αρχής. Αλλη μια για συνεργασία με τον οχτρό. Αλλη μια για προσβολή της θρησκείας. Αλλη μια... ρωτείστε τους κατήδες, θα σας βρούνε χίλιες. Ετσι, να μείνει «μέσα» σ' όλη του τη ζωή. Κι αν ζήσει, τότες να τόνε ρίξετε σ' ένα ξερόνησο, να γίνει βασιλιάς στις πέτρες και στις γουστέρες, αφού το ζητάει. Μονάχα το νου σας μη σας σκαπουλάρει. Τότες, θα πιάσετε τη μάνα του, τον πατέρα του, το μωρό του - ό,τι έχει. Κι αν δεν έχει, θα πιάσετε τον πρώτο γείτονά του στην τύχη. Αφτοί να τα πληρώσουν. Η θεά Δικαιοσύνη θέλει το θύμα της και δε ρωτάει για το πρόσωπο!


Του
Κώστα ΒΑΡΝΑΛΗ