ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΒΔΟΜΑΔΑΣ
«Το καλοκαίρι που έφυγαν οι γονείς μου»

Του Κάο Χάμπουργκερ

Κυριακή 9 Νοέμβρη 2008

Η ταινία μέχρι τη μέση, περίπου, μοιάζει άσφαιρη. Αραιά και που πετάει κάποιες πολιτικές κουβέντες, κάνει κάποιους πολιτικούς υπαινιγμούς και, ύστερα, περιορίζεται σε μια «αδιάφορη», θα έλεγε κανείς, παιδική ταινία. Από τη μέση και μετά, όμως, με την ολοκλήρωσή της, με την ολοκλήρωση της ιστορίας σωστότερα, ο θεατής, τελικά, αβίαστα καταλήγει ότι εκείνο που ήθελε να πει η ταινία και ο δημιουργός της το είπαν πεντακάθαρα!

Βρισκόμαστε στη Βραζιλία το 1970. Ολόκληρη η χώρα, με πρώτα βέβαια τα παιδιά, ζει στους ρυθμούς της μπάλας. Στο διπλανό Μεξικό η Eθνική Βραζιλίας διεκδικεί (και κατακτά) το τρίτο συνεχόμενο κύπελλο. Στη χώρα, ωστόσο, η χούντα που ήρθε στην εξουσία το 1964, μετά από αιματηρό πραξικόπημα, δε βλέπει μπάλα! Εκείνη χρησιμοποιεί την μπάλα, για να αποπροσανατολίσει και για να αποκοιμίσει τις μάζες. Το νου της, και τα όπλα της, τα έχει στραμμένα προς τους κομμουνιστές, τους οποίους κυνηγάει αδυσώπητα!

Η ταινία παρακολουθεί τη γρήγορη και βίαιη ωρίμανση του 12χρονου Μάουρο. Κάποια μέρα, οι γονείς του, σχεδόν, τον αρπάζουν από το παιχνίδι του (επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι), τον φορτώνουν στο μικρό σκαραβαίο τους και τον αφήνουν έξω από το σπίτι του παππού του, με τον οποίο είχαν συμφωνήσει να τον «προσέχει», όσοι εκείνοι θα έλειπαν σε ...διακοπές (παρανομία). Για κακή τύχη του μικρού, μέχρι να φτάσουν στο σπίτι του παππού εκείνος είχε πεθάνει προδομένος από την καρδιά του. Τον μικρό Μάουρο αναλαμβάνει αναγκαστικά ένας ηλικιωμένος, κομμουνιστής και διωκόμενος επίσης, γείτονας.

Ο Μάουρο, όπως ολόκληρη η Βραζιλίας άλλωστε, ενώ βασανίζεται με χιλιάδες προβλήματα, βρίσκει διέξοδο και ξεχνιέται, προσωρινά, στημένος μπροστά στην τηλεόραση παρακολουθώντας το παγκόσμιο κύπελλο και την αναμενόμενη τρίτη συνεχόμενη στέψη της Βραζιλίας. Η πολιτική πραγματικότητα, όμως, δεν τον αφήνει να χαρεί. Κάθε τόσο η χαρά του διακόπτεται από απρόοπτα επεισόδια (συλλήψεις, κλπ.).

Ο Μάουρο δείχνει απορροφημένος από την μπάλα (ο ίδιος θέλει να γίνει τερματοφύλακας). Ωστόσο, τα ξένα από το ποδόσφαιρο και τη χαρά επεισόδια αρχίζουν να εισχωρούν βαθιά μέσα του και να τον πληγώνουν. Παράλληλα με όλα αυτά, έρχονται και οι πρώτες ερωτικές ανησυχίες! Μια μικρή γειτονοπούλα του αρχίζει να τον αναστατώνει! Και, βέβαια, η έλλειψη των γονιών του (δεν ξέρει πού ακριβώς και γιατί απουσιάζουν) είναι πολύ μεγάλη.

Με το τέλος της ταινίας, τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν! Ο μικρός Μάουρο, δε θα είναι, πια, μικρός! Θα μάθει ολόκληρη την αλήθεια. Η μπάλα, πια, δε θα είναι η ζωή του. Θα είναι, κάτω από προϋποθέσεις, ένα κομμάτι μόνον από τη ζωή του. Το κύριο βάρος θα πέσει στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα!

Η ταινία είναι ελεύθερη συρραφή παιδικών αναμνήσεων του σκηνοθέτη και άλλων συντελεστών της ταινίας (σεναριογράφων, καλλιτεχνικού διευθυντή, διευθυντή φωτογραφίας). Καταγγέλλει, χωρίς να φωνάζει. Εχει εξαιρετική ιδεογραφία, θαυμάσια μουσική, απαλούς τόνους, ευγένεια. Μια ταινία που πρέπει να πάρετε μαζί σας και τα παιδιά σας! Και αν δεν έχετε δικά σας, πάρτε τα παιδιά των γειτόνων σας!

Παίζουν: Μισέλ Χοέλσας, Ντάνιλα Πιέπσικ, Χαρμάνο Χάιουτ, Σιμόνε Σπολαδόρε, Πάολο Αουτράν.


Ν. Α.