«Εναν χαρακτηριστικό τύπο της Δεξαμενής, τον κυρ Στέφανο, μας γνωρίζει ο Βάρναλης στα απομνημονεύματά του. Ηταν, λέει, παλιός αμαξάς και μάλιστα πρόεδρος του σωματείου αμαξηλατών, στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκανε τότε "πιάτσα" έξω από το ξενοδοχείο της "Μεγ. Βρετανίας" και φυσικό ήταν να έχει γνωρίσει όλο τον κόσμο της καλής αθηναϊκής κοινωνίας και να ξέρει πολλά. Οταν γέρασε, έδωσε το αμάξι στο γιο του κι αυτός αποσύρθηκε στη Δεξαμενή, κάνοντας στέκι του το καφενείο του κυρ Γιάννη. Εμενε στην οδό Σπευσίππου και μάλιστα κάθε πρωί στην αυλή του σπιτιού του έπλενε το αμάξι και μετά ανέβαινε στο καφενείο.
Κατά τον Βάρναλη κάθε σούρουπο, χτυπώντας το μπαστούνι του στα χαλίκια του δρόμου, ο κυρ Στέφανος κατέβαινε στην πλατεία του Κολωνακίου. Πήγαινε στο φαρμακείο του Γεωργιάδη κι εκεί, όπως ήταν μαζεμένοι γιατροί και γείτονες, τους τα έλεγε ένα χεράκι:
"Είστε ψεύτες ούλοι σας. Παραδομανία και γυναικομανία - κι ύστερα τα σκουλήκια της γης. Κι οι παπάδες πρωί - βράδυ το χαβά τους: "τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον και άφες" (δώσε μας, Θεέ, να φάμε κι άσε μας ήσυχους, μη μας σκοτίζεις!).
»Βλέποντας κάθε μέρα τους αθηναϊκούς δρόμους, λέω πολλές φορές ότι, όταν τα μόνιππα δεν είχαν μονόδρομους, θα πρέπει να ήταν καλύτερη η ζωή σ' αυτήν την πόλη που ζούμε σήμερα. Πρέπει να ήταν όλα πιο ειδυλλιακά, πιο ήσυχα και πιο ρομαντικά. Θα μου πείτε όλα είναι σχετικά. Σύμφωνοι. Πάντως οι θόρυβοι πρέπει να ήταν λιγότεροι, γιατί για πολλά χρόνια δεν υπήρχε άσφαλτος στους δρόμους της Αθήνας και τα πέταλα των αλόγων δε χτυπούσαν δυνατά στο χώμα. Ακόμα δεν υπήρχαν κορναρίσματα. Τους πεζούς τους ειδοποιούσε ο αμαξάς με κάποια "στράκα", που επιτήδεια έκανε στον αέρα με το καμουτσίκι του.
Πάντως και τότε οι κάτοχοι τροχοφόρων μιλούσαν για ίππους, όχι βέβαια φορολογήσιμους. Μιλούσαν για ίππους που έσερναν τα κάρα, τις άμαξες, τις βικτώριες και τα λαντώ. Μιλούσαν για τους ίππους που έσερναν ακόμη και τις νεκροφόρες. Το μόνιππο - το λέει και τ' όνομά του - είχε ένα άλογο. Μερικές άμαξες είχαν δυο άλογα. Μερικά φορτηγά κάρα, που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων, είχαν τέσσερα άλογα. Κάποτε μάλιστα οι πολυτελείς νεκροφόρες είχαν για ακριβές κηδείες έξι άλογα και μάλιστα με λοφία!
Τ' άλογα της εποχής εκείνης δεν ήταν αδηφάγα σαν τα σημερινά των μεγάλου κυβισμού μηχανών των αυτοκινήτων. Δεν ήθελαν σούπερ βενζίνη, ούτε απλή. Δεν ήθελαν οκτάνια. Με λίγο σανό και πολλά άχυρα χόρταιναν. Τα σανοπωλεία είχαν τη θέση των σημερινών πρατηρίων βενζίνης. Εκεί υπήρχαν και οι ποτίστρες, γιατί τ' άλογα ήθελαν να πιούνε και νερό. Οι αμαξάδες είχαν πάντα στην άμαξα έναν κουβά για να ποτίσουν τ' άλογο κι ακόμα για μακρινές διαδρομές είχαν ρεζέρβα ένα σακί σανό.
Υπήρχαν βέβαια κι οι πιάτσες. Γύρω στα 1860 οι άμαξες στάθμευαν στη συμβολή των οδών Ερμού και Αθηνάς, γι' αυτό και το μέρος εκείνο επί πολλά χρόνια μετά εξακολουθούσε να λέγεται "στις καρότσες". Τα μόνιππα, που ήταν κάτι σαν τα σημερινά ταξί, έκαναν πιάτσα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια. Τα κάρα και οι φορτηγές άμαξες στάθμευαν εκεί κοντά στο Μοναστηράκι και στην Αγορά, στους Αγίους Ασωμάτους και στο κάτω μέρος του Θησείου. Ακόμη, ο κάθε επαγγελματίας είχε και το δικό του μεταφορικό μέσο. Ο μανάβης της γειτονιάς ξεκινούσε για το παζάρι τα ξημερώματα με τη σούστα του. Ο γαλατάς μοίραζε το γάλα και τα γιαούρτια με το κομψό αμαξάκι του. Ο εμποράκος είχε φορτωμένη κι αυτός όλη την πραμάτειά του πάνω σε μια κλειστή άμαξα και γυρόφερνε τις γειτονιές. Ο νερουλάς, επίσης, πουλούσε το πόσιμο νερό στα χρόνια που οι Αθηναίοι κόντευαν να κορακιάσουν, γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά με το δικό του κάρο, που είχε μετατρέψει σε βυτιοφόρο. Τα σκουπιδιάρικα ήταν κι αυτά ειδικά κατασκευασμένα κάρα με πλαϊνά υψωμένα, από πρόσθετες σανίδες στην καρότσα, για να χωράνε περισσότερα σκουπίδια. Επίσης στην υπηρεσία του Δήμου μπήκανε κάποτε και τα κάρα - καταβρεχτήρια. Μ' αυτά βρεχόντουσαν οι χωμάτινοι δρόμοι το καλοκαίρι, έτσι ώστε να σηκώνεται όσο γίνεται λιγότερη σκόνη με το πρώτο φύσημα του αέρα. Είχαν δηλαδή πάρει και τότε τα μέτρα τους οι Αθηναίοι για το νέφος, που δεν ήταν όμως νέφος καυσαερίων, αλλά αθώας σκόνης από χώμα - μεγάλη ωστόσο πληγή κι αυτή για την Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού.