ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ
«Δανειζόμενοι» ή ιδιοκτήτες;

«Σέρνεται» το πρόβλημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος σημαντικών αρχαιοτήτων που επιστρέφονται στην Ελλάδα από το εξωτερικό

Κυριακή 30 Νοέμβρη 2008

Eurokinissi

Τμήμα από τον ανάγλυφο διάκοσμο του Παρθενώνα που επέστρεψε το Μουσείο του Βατικανού
Το ζήτημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των αρχαίων αντικειμένων που επιστρέφουν στις χώρες προέλευσής τους από ξένα μουσεία και διάφορους «συλλέκτες» επανήλθε στην επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα, με αφορμή δύο επιστροφές τμημάτων των Γλυπτών του Παρθενώνα, από την Ιταλία στην Ελλάδα.

Στην πραγματικότητα, το ελληνικό κράτος δε θέλει να «ανακινείται» αυτό το θέμα, αφού δεν προσφέρεται για «επικοινωνιακή» πολιτική, σε αντίθεση με τη «λάμψη» των ΜΜΕ στις «τελετές» που κατά καιρούς οργανώνει το υπουργείο Πολιτισμού, όποτε επιστρέφεται κάποια αρχαιότητα από το εξωτερικό.

Γιατί όμως είναι σοβαρό θέμα το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των αντικειμένων; Διότι, αν μια αρχαιότητα επιστραφεί με τη μορφή μακροχρόνιου ή μη δανεισμού, αποτελεί αντικείμενο υπό συνεχή διαπραγμάτευση, ακόμη και διεκδίκησης επιστροφής στον δανειστή. Είναι, δηλαδή, μέσο άσκησης πολιτικής, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα από το πολύχρονο «θρίλερ» της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.

Τον περασμένο Σεπτέμβρη παρουσιάστηκε, στο νέο Μουσείο Ακρόπολης, θραύσμα του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα, που έδωσε το μουσείο «Salinas» του Παλέρμο της Σικελίας στην Ελλάδα, με μορφή «δανεισμού». Υπηρεσιακοί παράγοντες του ΥΠΠΟ έσπευσαν να υποβαθμίσουν τη νομική πλευρά της υπόθεσης, λέγοντας, χωρίς όμως «λεπτομέρειες», πως οι συζητήσεις για το καθεστώς επαναπατρισμού «συνεχίζονται». Το θραύσμα ανήκει στον 6ο λίθο της ανατολικής ζωφόρου του Παρθενώνα και εικονίζονται το άκρο δεξιού ποδιού και οι παρυφές του ενδύματος της θεάς Αρτέμιδος. Δόθηκε από τον ίδιο τον Ελγιν σε κάποιον άλλο Βρετανό, όταν ο υπεύθυνος της μεγαλύτερης κλοπής στην ιστορία της αρχαιοκαπηλίας, ταξιδεύοντας προς τη Βρετανία, σταμάτησε στο Παλέρμο. Ο Βρετανός το χάρισε στο μουσείο του Α. Salinas και μετά από δύο, σχεδόν, αιώνες η σημερινή Ιταλία το «δάνεισε» στην Ελλάδα.

Στις αρχές Νοέμβρη, το Μουσείο του Βατικανού επέστρεψε, πάλι με τη μορφή δανεισμού, τμήμα από τον ανάγλυφο διάκοσμο του Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε θραύσμα κατά το βομβαρδισμό της Ακρόπολης από τον Μοροζίνι το 1687. Το «βούτηξε» ο τότε Αγγλος πρόξενος και το χάρισε στον Πάπα.

Με αυτές τις «επιστροφές»(;) «φούντωσε» και η συζήτηση, αφού η ιταλική νομοθεσία δεν επιτρέπει δανεισμό μεγαλύτερης διάρκειας του ενός έτους. Σε δηλώσεις του στον Τύπο («Εθνος», 5/11) ο διευθυντής των Μουσείων του Βατικανού, Αντόνιο Παολούτσι, είπε: «Τα θραύσματα του Παρθενώνα που διαθέτουν τα Μουσεία του Βατικανού είναι συνολικά τρία. Οι Ελληνες συνάδελφοί μας τα ήθελαν και τα τρία, αλλά δεν μπορούσαμε να απογυμνώσουμε τα Μουσεία μας από αυτή τη μαρτυρία της τέχνης του Φειδία. Γι' αυτό τους αφήσαμε να επιλέξουν ποιο ήθελαν για το δάνειο».

«Περίεργες» προτάσεις

Δεδομένου ότι η Ιταλία ακολουθεί πολιτική «ανταλλαγμάτων» με τα ξένα μουσεία, από τα οποία διεκδικεί δικές της αρχαιότητες (δηλαδή, παίρνει πίσω τα κλεμμένα της με αντάλλαγμα συνήθως τη διοργάνωση εκθέσεων στα ξένα μουσεία), η παραπάνω απάντηση είναι σαφής ως προς τις προθέσεις τους. Πρόσφατα, ο υπεύθυνος της επιτροπής του Βατικανού για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, Φραντσέσκο Μπουρανέλι, σε ομιλία του στην πρεσβεία της Κροατίας στο κράτος του Βατικανού, επανέφερε μια «περίεργη», αν όχι επικίνδυνη, πρόταση: Τη «μετατροπή» του νέου Μουσείου Ακρόπολης σε ...«Ευρωπαϊκό Μουσείο», όπου θα εκτίθενται όλα τα γλυπτά του Παρθενώνα «χωρίς να χάσουν τη νόμιμη ιδιοκτησία τους»!

Ο Μπουρανέλι είπε ότι το «Ευρωπαϊκό Μουσείο» θα «χαίρει ενός διπλωματικού καθεστώτος, όπως οι διάφορες πρεσβείες». «Να δημιουργήσουμε έναν χώρο, στον οποίο να εκθέσουν τα ευρήματα του Παρθενώνα όλα τα ευρωπαϊκά μουσεία, που τα διαθέτουν, χωρίς να χάσουν τη νόμιμη ιδιοκτησία τους». Κατά την πρόταση, «συντονιστικό ρόλο θα μπορούσε να αναλάβει ομάδα ειδικών, με μέλη επιλεγμένα από την ΕΕ». Δηλαδή, η ΕΕ θα είναι ο «δερβέναγας» ενός από τα σημαντικότερα - από άποψη περιεχομένου - ελληνικά, και όχι μόνο, μουσεία.

Πρόσθεσε ότι «με τον τρόπο αυτό, θα σταλεί ξεκάθαρο μήνυμα ενότητας σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, όχι μόνο στον τομέα της πολιτικής, αλλά και σ' εκείνον του πολιτισμού και θα ξεπεραστούν εγωισμοί και πάγιες θέσεις για απόλυτη ιδιοκτησία»! Για να «χρυσωθεί το χάπι», ο Μπουρανέλι υπογράμμισε ότι στο νέο αυτό «ευρωπαϊκό μουσείο» θα υπάρχει και πτέρυγα με τα Γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.

Από ηθικής πλευράς, αυτή η πρόταση εξισώνει τους θύτες με τα θύματα της αρχαιοκαπηλίας. Σε πολιτικό επίπεδο, η εφαρμογή της ουσιαστικά θα «νομιμοποιούσε» τα μεγάλα μουσεία - κατόχους των κλεμμένων γλυπτών του Παρθενώνα, δημιουργώντας, παράλληλα, αρνητικό προηγούμενο για τις διεκδικήσεις κλεμμένων αρχαιοτήτων από τις χώρες προέλευσής τους. Σε τελική ανάλυση, έτσι «νομιμοποιείται» συνολικά ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός που εμπεριέχει και βασίζεται στη μετατροπή των αρχαιοτήτων σε εμπόρευμα, «νόμιμο» ή μη, λίγη σημασία τελικά έχει.

Αυτή η πρόταση δεν είναι καινούρια. Το Νοέμβρη του 2002, ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Ε. Βενιζέλος, στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης στο Λονδίνο και μετά τη συνάντησή του με τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, Νιλ Μακ Γκρέγκορ, πρότεινε τη λειτουργία της αίθουσας του νέου Μουσείου Ακρόπολης που προορίζεται για τα Γλυπτά του Παρθενώνα ως ενός είδους ...«παραρτήματος» του Βρετανικού Μουσείου: «Αυτή η ιδέα και αυτή η ευκαιρία να λειτουργήσει στην Αθήνα ένα είδος παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου σε συνεργασία με το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε όλα τα ιστορικά και νομικά στερεότυπα και να βρούμε μια δυναμική πολιτιστική λύση στο πρόβλημα της ενοποίησης των γλυπτών του Παρθενώνα», είχε σημειώσει με μια φρασεολογία που σαφώς προσομοιάζει με αυτή του Μπουρανέλι. «Νομίζω ότι αυτό είναι μια προσέγγιση που σίγουρα απασχολεί κάθε καλόπιστο και μορφωμένο άνθρωπο», σχολίασε ο Μακ Γκρέγκορ...

Προηγουμένως, το ελληνικό κράτος είχε δοκιμάσει τη μέθοδο του μακροπρόθεσμου δανεισμού μετά ανταλλαγμάτων. Σε ό,τι αφορά στα ανταλλάγματα προς τη βρετανική «γενναιοδωρία», ο τότε υπουργός - κι αυτή η θέση δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα - είχε προσθέσει πως «θα φροντίσουμε να υπάρχουν πολύ σημαντικές, παγκοσμίου ενδιαφέροντος εκθέσεις στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου» σε «συνεχή βάση». Να σημειωθεί εδώ ο «παρελκόμενος» και εύλογος κίνδυνος που ενέχει το συνεχές «πέρα - δώθε» σημαντικών αρχαιοτήτων από την Ελλάδα στο εξωτερικό για εκθέσεις.

Κάποιοι επιμένουν

Αν όμως φαίνεται να μη «νοιάζεται» η Ελλάδα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς, νοιάζονται οι ξένοι. Εκτός από τους Ιταλούς, το 2003, ο Νιλ Μακ Γκρέγκορ με επιστολή του στους κυριακάτικούς «Τάιμς» έγραφε: «Η ελληνική πλευρά έχει αναγνωρίσει ότι το Βρετανικό Μουσείο έχει νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας για τα γλυπτά και πλέον η ελληνική πλευρά δεν αμφισβητεί την ιδιοκτησία». «Η ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε δήλωσε ότι αναγνωρίζει τους νόμιμους τίτλους του Βρετανικού Μουσείου επί των Μαρμάρων του Παρθενώνα», ήταν η απάντηση από το ΥΠΠΟ, προσθέτοντας: «Η ελληνική κυβέρνηση δε θέτει το νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων επειδή θέλει να βρεθεί μια φιλική και συναινετική λύση που θα επιτρέψει την ενιαία έκθεση των Μαρμάρων στο κτίριο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και σε άμεση οπτική επαφή με το ίδιο το μνημείο. Αυτό σύμφωνα με την πρότασή μας μπορεί να γίνει είτε με τη μορφή ενός μακροχρόνιου δανεισμού, είτε με τη μορφή ενός παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου μέσα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Επιπλέον, η πρόταση προβλέπει ως αντιστάθμισμα τη διοργάνωση πολύ σημαντικών περιοδικών εκθέσεων με ελληνικές αρχαιότητες τόσο στο Βρετανικό Μουσείο όσο και σε άλλα περιφερειακά Μουσεία του Ηνωμένου Βασιλείου».

Αυτή η «εμμονή» των ελληνικών κυβερνήσεων να «σφυρίζουν αδιάφορα» για το ιδιοκτησιακό καθεστώς οδήγησε, τον Απρίλη του 2007, στις δηλώσεις του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου στο πρακτορείο «Bloomberg», σύμφωνα με τις οποίες η Βρετανία ίσως μας τα δανείσει για λίγο διάστημα, εάν η Ελλάδα αναγνωρίσει ότι τα Γλυπτά «ανήκουν» στη Βρετανία. «Δεν υπάρχει λόγος οποιοδήποτε από τα αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου να μην περάσει για τρεις ή έξι μήνες αλλού (...). Η απάντηση είναι "ναι". Η δυσκολία προς το παρόν, που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, επισήμως και προσφάτως, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι οι διαχειριστές του Μουσείου είναι οι κάτοχοι των μαρμάρων. Συνεπώς, σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορούν οι διαχειριστές να τα δανείσουν»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ