«ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΣΜΟΣ» - «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΓΟΡΑ»
Εργαλεία για την επικράτηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου

Οι μορφές παρέμβασης της άρχουσας τάξης στον τομέα των οικονομικών σχέσεων και η κατά περιόδους εναλλαγή τους, υπαγορεύονται τόσο από τις ανάγκες του κεφαλαίου, όσο και από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τις καπιταλιστικές χώρες και τις μονοπωλιακές ενώσεις

Κυριακή 22 Φλεβάρη 2009

Την υπόθεση της επιβολής της «νέας τάξης» στη χώρα μας, τη διαχειρίστηκαν με τις πολιτικές τους, ως πρωταγωνιστές, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης ανήκει και στον ΣΥΝ, που με την προμετωπίδα της «ανανεωτικής αριστεράς» για μια ολόκληρη δεκαπενταετία ταυτίστηκε απόλυτα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το όραμα της ΕΕ και της ΟΝΕ
Για όσους ακόμα μπορεί να διατηρούν την παραμικρή ψευδαίσθηση για την ουσία, το περιεχόμενο και τους στόχους της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης και των διαδικασιών ενοποίησης στην ΕΕ, θα ήταν χρήσιμο να παρατηρήσουν ότι στο πλαίσιο των συζητήσεων που γίνονται - από τη σκοπιά βεβαίως του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της πλουτοκρατίας - για τους τρόπους αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, εντείνονται οι προβληματισμοί γύρω από την αναγκαιότητα ή όχι της λήψης μέτρων «προστατευτικού χαρακτήρα» σε επίπεδο «εθνικών οικονομιών». Αρκετοί από τους μέχρι χτες θιασώτες των «ελεύθερων αγορών», χωρίς να το ομολογούν, διαπιστώνουν ότι ο βαθμός κοινωνικοποίησης της οικονομίας υπαγορεύει τη λήψη μέτρων που, αν και θα υπηρετούν τους επιχειρηματικούς ομίλους και συγκεκριμένους κλάδους της παραγωγής, θα πρέπει να ξεφεύγουν από τα όρια της επιχείρησης και των επιμέρους κλάδων. Αλλοι, κάνοντας την ανάγκη επιθυμία, επαναφέρουν την ιδέα των «ελέγχων» και της «ρύθμισης». Παράλληλα, υπάρχουν εκείνοι που, κύρια λόγω συγκεκριμένων συμφερόντων που εξυπηρετούν, εξακολουθούν να εναντιώνονται σε κάθε ιδέα «παρεμβατισμού», ενώ δε λείπουν και οι απολογητές του συστήματος εκείνοι, που σημειολογικά αναγορεύουν την πολιτική του προστατευτισμού ως μια πολιτική που δημιουργεί οξύνσεις αφού κατά τη γνώμη τους, «τέτοιου είδους λύσεις επισύρουν την υιοθέτηση "αντίμετρων"» και εντέλει σε «μια συνεχή διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στο χειρότερο δυνατό σενάριο», όπως υποστηρίζει και από τη στήλη του στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» ο δημοσιολόγος - δημοσιογράφος Colombani.

Η «παγκοσμιοποίηση»

Η διεθνής-παγκόσμια δράση του κεφαλαίου, δεν είναι καινούριο, φυσικά, φαινόμενο. Μάλιστα, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αναλύοντας τον ιμπεριαλισμό, ο Λένιν συμπεριέλαβε την όλο και πιο μαζική εξαγωγή κεφαλαίων, ως ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καπιταλισμού, την περίοδο της μονοπωλιακής του ανάπτυξης. Ωστόσο, οι ανάγκες της άρχουσας τάξης στις σύγχρονες συνθήκες και η προβολή των αναγκών που προκαλεί η «παγκοσμιοποίηση» και οι «ελεύθερες αγορές», μετατράπηκαν σε σύγχρονο αντιδραστικό ιδεολόγημα, που σάρωσε οποιαδήποτε διαφορετική σκέψη και προβληματισμό. Αποτέλεσε το μοναδικό «θέσφατο» σχεδόν για το σύνολο της αστικής οικονομικής σκέψης.

Η αναγκαστική υποταγή των πάντων στα δεδομένα που δημιουργούσε η ανάγκη του μονοπωλιακού κεφαλαίου να επεκταθεί ακόμα περισσότερο, να καταλάβει νέες αγορές και να πετύχει ανακατανομές στις αγορές που ήδη υπήρχαν, αναδείχτηκε σε πρωταρχικό στόχο - επιδίωξη της οικονομικής ολιγαρχίας. Παράλληλα, το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης, κατάφερε να μπολιάσει ολόκληρη την κοινωνία με την ιδέα ότι τα πάντα οφείλουν να υποτάσσονται στις νέες ισορροπίες που δημιουργεί η παγκοσμιοποιημένη δράση του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Και όχι μόνο αυτό. Κατάφεραν, επιπλέον, να δηλητηριάσουν τεράστιες μάζες εργαζομένων για να υιοθετήσουν την άποψη ότι η «παγκοσμιοποίηση» και η «ελεύθερη οικονομία», είναι προς όφελος των εργαζομένων και της κοινωνίας συνολικά.

Την υπόθεση της επιβολής της «νέας τάξης» στη χώρα μας, τη διαχειρίστηκαν με τις πολιτικές τους, ως πρωταγωνιστές η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης ανήκει και στον ΣΥΝ, που με την προμετωπίδα της «ανανεωτικής αριστεράς» για μια ολόκληρη δεκαπενταετία ταυτίστηκε απόλυτα με τη Συνθήκη του Μααστριχτ, το όραμα της ΕΕ και της ΟΝΕ.

Ο στόχος της οικονομικής ολιγαρχίας ήταν ένας και μοναδικός: Να αμβλύνουν τις συνεχώς εντεινόμενες αντιθέσεις του συστήματος και να βρουν διέξοδο στον οξύτατο ανταγωνισμό ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και τις διάφορες μονοπωλιακές ομάδες. Να καταφέρουν, με λίγα λόγια να επιμηκύνουν τον οικονομικό κύκλο της κρίσης, αυξάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τα κεφάλαια και τα κέρδη τους, πριν ξεσπάσει μια κρίση στις διαστάσεις που φαίνεται πως εξελίσσεται η σημερινή.

Μαύρη συμμαχία

Το μαύρο μέτωπο της πλουτοκρατίας και των ποικιλόχρωμων κυβερνήσεών της, ανεξάρτητα από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και την ένταση που προκάλεσαν και προκαλούν σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, εξασφάλισαν μια απόλυτη ομοιομορφία της πολιτικής τους, στις λεγόμενες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, μαζί και στην Ελλάδα. Ανεξάρτητα αν στη διακυβέρνηση βρέθηκαν συντηρητικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά σχήματα, όλοι τους ακολούθησαν τον ίδιο μονόδρομο. Αυτόν που στη χώρα μας έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε - και σωστά - ευρωμονόδρομο. Ενας πράγματι μονόδρομος για το κεφάλαιο, αφού μόνο μέσα από αυτόν, κατέστη δυνατόν να εδραιώσει τη θέση του στην κοινωνία, να διευρύνει τα μεγέθη και την ισχύ του, να εξασφαλίσει πρωτοφανέρωτους ρυθμούς κερδοφορίας. Για να εξασφαλιστούν όμως όλα αυτά, στο όνομα της «παγκοσμιοποίησης» και της «προόδου», ανατράπηκαν λαϊκές καταχτήσεις δεκαετιών, αμφισβητήθηκαν στη ρίζα τους τα δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων, παραχωρήθηκε στον όνομα του ανταγωνισμού ο κοινωνικός πλούτος σε επιχειρηματικές ομάδες. Η παγκοσμιοποιημένη δράση του κεφαλαίου και οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις σε όλο το φάσμα των πολιτικών, παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων μπορεί να προσέφερε - και προσέφερε - ανάσες στο σύστημα, ωστόσο ταυτόχρονα, λειτούργησε σαν οδοστρωτήρας για τους λαούς. Οδήγησε στο περιθώριο εκατομμύρια εργαζομένων. Ανέτρεψε τα δεδομένα της πλήρους απασχόλησης - αμοιβής - ασφάλισης για τους λαούς των καπιταλιστικών χωρών. Ρήμαξε τα δεδομένα που είχαν καταχτηθεί μεταπολεμικά με το λεγόμενο τότε «κοινωνικό κράτος». Επέβαλε συνθήκες εξοντωτικής εργασίας και μεσαιωνικού τύπου εργασιακές σχέσεις για πολλές δεκάδες εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες στις χώρες του φτηνού εργατικού δυναμικού.

Τους απολογητές του συστήματος, τους συνέφερε να συνδυάσουν το σημείο προσαρμογής στις νέες συνθήκες «παγκοσμιοποίησης», με το τέλος, όπως είπαν, της πολιτικής του «προστατευτισμού». Μια πολιτική, που και αυτή στον καιρό της, αποτέλεσε ανάγκη για την ανάπτυξη του καπιταλισμού διεθνώς - και στη χώρα μας - η οποία ωστόσο κάτω από το βάρος της υπερσυγκέντρωσης κεφαλαίων που αναζητούσαν νέα πεδία κερδοφόρας δράσης, έφαγε τα ψωμιά της, λίγες δεκαετίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στην πραγματικότητα προσπάθησαν να προπαγανδίσουν την ιδέα ότι τα μέτρα «προστατευτισμού», ήταν μέτρα περιορισμού της ανάπτυξης και των περιθωρίων βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των λαών. Επιχείρησαν, δηλαδή, με τον πιο προκλητικό τρόπο να ταυτίσουν την επέκταση της δράσης του μονοπωλιακού κεφαλαίου και την τεράστια αύξηση της κερδοφορίας του, ως εξέλιξη από την οποία θα μπορούσαν να ωφεληθούν και οι εργαζόμενοι. Πράγμα, εντελώς αντίθετο από ό,τι επρόκειτο να συμβεί και από ό,τι τελικά συνέβη.

Αναχρονισμός και πρόοδος

Για το παράδειγμα της δικής μας χώρας, όπως και για δεκάδες άλλα καπιταλιστικά κράτη, ο «προστατευτισμός» για πολλές δεκαετίες είχε ταυτιστεί με την πολιτική φόρων και δασμών στα εμπορεύματα που κυκλοφορούσαν στην αγορά. Τα εισαγόμενα προϊόντα και εμπορεύματα επιβαρύνονταν με φόρους και δασμούς, τη στιγμή που για τα εγχώρια προϊόντα και εμπορεύματα ίσχυαν ακόμα και επιδοτήσεις. Μέτρα «προστατευτισμού» συναντούσαμε ακόμα στον κλάδο της ναυτιλίας (καμποτάζ), στις κρατικές προμήθειες (προτιμησιακή επιλογή εγχώριων προμηθευτών), στα δημόσια έργα (μέσω κρατικών επιχειρήσεων), στις εξαγωγές (επιδοτήσεις) κ.ο.κ. Παράλληλα, σε καθεστώς «προστατευτισμού» ήταν στην πραγματικότητα οι κλάδοι της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των συγκοινωνιών κλπ., ενώ ιδιαίτερο ρόλο για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού διαδραμάτισε στον καιρό του ο νόμος που απαγόρευε την εξαγωγή από τη χώρα ξένων κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί με διάφορες μορφές.

Η πολιτική της λεγόμενης «απελευθέρωσης», που εγκαινιάστηκε αρχικά την εποχή της Θάτσερ και του Ρήγκαν για να γίνει στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η σύγχρονη «βίβλος» του κεφαλαίου, στην πραγματικότητα ταυτίζεται με τη γενικευμένη κατάργηση του «προστατευτισμού» σε επίπεδο εθνικών οικονομιών.

Η «ελεύθερη» κίνηση των κεφαλαίων - εμπορευμάτων - υπηρεσιών - ανθρώπων, ήρθε να διευκολύνει τα μονοπωλιακά συγκροτήματα, τις πολυεθνικές και κάθε μεγάλο επιχειρηματικό όμιλο, να διεισδύσει σε νέες αγορές. Με αύξηση των εμπορικών εξαγωγών, με εισαγωγές-εξαγωγές κεφαλαίων, με μαζικές εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, με τη δυνατότητα εκμετάλλευσης φτηνής εργατικής δύναμης στα ίδια τα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Μπολκεστάιν) κ.ο.κ.

Η παρακολούθηση και η ύπαρξη κανόνων για την κίνηση κεφαλαίων-εμπορευμάτων ή και ακόμα και ο όποιος έλεγχος μπορεί να γίνεται στα πλαίσια του καπιταλισμού επί των αγορών, αναγορεύτηκε σε «αναχρονισμό», «συντηρητισμό», «οπισθοδρόμηση» και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Αντίθετα, πρόβαλαν ως «πρόοδο» και «προσαρμογή», την υποταγή των πάντων στα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτή η «πρόοδος» για την περίπτωση της δικής μας χώρας μετουσιώθηκε σε ραγδαία επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος, δηλαδή, στη με όλο και μεγαλύτερους ρυθμούς αύξηση των εισαγωγών, έναντι των εξαγωγών και με σημαντική αύξηση της εισαγωγής ξένων κεφαλαίων-επιχειρήσεων. Ετσι, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '90 οι εξαγωγές αποτελούσαν περίπου το 50% των εισαγωγών, ήδη το ποσοστό αυτό το 2004 διαμορφώθηκε στο 31%. Και είναι λογικό αφού, ελέω «απελευθέρωσης» των αγορών, μια σειρά κλάδοι της ελληνικής μεταποίησης πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, ενώ την ίδια στιγμή μια χούφτα πολυεθνικές των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών έχουν «μπουκώσει» την ελληνική αγορά με κάθε είδος και εμπόρευμα (που μέχρι πρόσφατα παράγονταν στη χώρα), από άλλες χώρες της ΕΕ, της Ασίας ή και της Αφρικής. Σε αντιστάθμιση αυτής της εισβολής, ελληνικά κεφάλαια έχουν εξασφαλίσει χώρο δράσης σε γειτονικές και όχι μόνο χώρες.

Προσωρινό κουκούλωμα

Η «απελευθέρωση» κόντρα στον «προστατευτισμό», μαζί με τις δυνατότητες που προσφέρθηκαν στο κεφάλαιο από τις ανατροπές στις χώρες του σοσιαλισμού, δημιούργησαν σε μια συγκεκριμένη φάση εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος, συνθήκες ώστε να κουκουλωθούν, προσωρινά, σε κάποιο βαθμό, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος. Συνέβαλε στην πρόσκαιρη επίλυση γενικότερων αντιπαραθέσεων με διαφορετικό τρόπο από εκείνον που χρησιμοποιήθηκε στις αρχές και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Τότε το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κερδών και η ανάγκη για αναδιανομή των αγορών ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχε λυθεί με τους δύο ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τη στρατιωτική επιβολή. Τώρα αυτό έγινε μέσω της άρσης του «προστατευτισμού» και την «απελευθέρωση των αγορών», μέσω κυρίως, δηλαδή, της οικονομικής επιβολής και της συμμαχίας διαφόρων μονοπωλιακών κέντρων και ομάδων. Κι αυτό, χωρίς πάντως να λείψουν ούτε στιγμή, οι πολεμικές συγκρούσεις, οι στρατιωτικές επεμβάσεις, η στρατιωτική παρουσία των ιμπεριαλιστικών κρατών σε διάφορα μέρη του κόσμου.

Γιατί, όπως τονίζεται στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο του Κόμματος, «οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί εξελίσσονται σε όλα τα πεδία - οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτικό - και μεταξύ διαφόρων ομάδων κρατών. Εκδηλώνονται ακόμα και στο πεδίο της περιβαλλοντικής πολιτικής, ανάμεσα στα διεθνικά μονοπώλια αλλά και στα καπιταλιστικά κράτη».

Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, διατάραξε τις όποιες ισορροπίες είχαν διαμορφωθεί. Ετσι, ενώ μέχρι και πριν από λίγους μήνες οι πάντες ήμασταν υποχρεωμένοι να σκύβουμε το κεφάλι στο όνομα της «παγκοσμιοποίησης», τώρα κάποιοι ξαναανακαλύπτουν την αναγκαιότητα του «προστατευτισμού». Λογικό, αν αναλογιστούμε ότι την περίοδο της κρίσης αναδύονται με μεγαλύτερη οξύτητα τα επιμέρους συμφέροντα και αντιθέσεις των διαφόρων μονοπωλιακών ομάδων και των διαφόρων κρατών και η κάθε εθνική κυβέρνηση προσπαθεί να προστατέψει περισσότερο τα συμφέροντα των «δικών της» μονοπωλίων σε σχέση με τα υπόλοιπα.

Ο Colombani του «Βήματος», υποστηρίζει ότι «ο προστατευτισμός σημαίνει πόλεμο...» και εννοεί ότι σε περίπτωση που οι κυβερνήσεις δεν εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις για να επιλυθούν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις μονοπωλιακές ομάδες προς όφελος των ομάδων αυτών και αν οι λαοί δεν υποταχθούν στις νέες απαιτήσεις της πλουτοκρατίας, είναι πολύ πιθανό να αναζητηθεί εκτόνωση των αντιθέσεων μέσα από μια γενικευμένη πολεμο-στρατιωτική αντιπαράθεση. Αλλοι, λένε ότι στις σημερινές συνθήκες είναι ανακγαία η δραστήρια συμμετοχή του κράτους, για να ξεπεραστεί η κρίση. Εμείς λέμε ότι και η μία και η άλλη εκδοχή, αποτελούν πρόσκαιρα φτιασιδώματα και μπαλώματα, σε ένα σύστημα που έχει εξαντλήσει τα όριά του και όσο περνά ο καιρός γίνεται πιο επιθετικό, πιο αντιδραστικό, πιο βάρβαρο.

Γι' αυτό η λύση πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Στις διεκδικήσεις και στον αγώνα που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε με λαϊκή εξουσία και οικονομία και τον παραγόμενο, από τον εργαζόμενο λαό, πλούτο να ανήκει μόνο σε αυτόν, να αξιοποιηθούν και να αναπτυχθούν όλες οι δυνατότητες και εφεδρείες της κοινωνίας, για τη σχεδιοποιημένη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη προς όφελος αποκλειστικά της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.


Του Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ