Μ' ένα καΐκι μια νύχτα του Φλεβάρη 1821 βγήκε στο Ανάπλι με άλλους τέσσερις αρματωμένους. Υστερα από δυο με τρεις μέρες κάλεσε τους προεστούς και δεσποτάδες σε σύσκεψη. Αρνήθηκαν. Ομως, τους ξανακάλεσε και πάλι, με το μήνυμα:
«Τώρα έχω μια μεγάλη αποστολή! Είμαι αποσταλμένος από την Αρχή, από την "Υπερτάτη εξουσία του Γένους" και σας προστάζω εξ ονόματός της να 'ρθητε ν' ακούσητε τι έχω εντολή να σας ανακοινώσω»16.
Η εντολή που είχε ήταν να πείσει τους προεστούς και αρχιερείς να δώσουν το σύνθημα της εξέγερσης.
Αυτοί ύστερα από διαφωνίες τους τελικά αποφάσισαν η διάσκεψη να γίνει στις 26 Γενάρη στη Βοστίτσα, στο σπίτι του Ανδρέα Λόντου. Σ' αυτό συνάχτηκαν οι προεστοί Ασημάκης Ζαΐμης, Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλαμπόπουλος, Ασημάκης Φωτήλας, Πανάγος Δεληγιάννης, Γιάννης Παπαδόπουλος ή Μουρτογιάννης, Ανδρέας Λόντος, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και οι δεσποτάδες, ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Κερνίκης Προκόπιος και ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, καθώς και ο Πρωτοσύγκελος Φραντζής. Σε λίγο φτάνουν οπλισμένοι ο Νικήτας Δικαίος, αδελφός του Παπαφλέσσα, και ο Δραγώνας. Και μετά ήρθε και ο Παπαφλέσσας. Τους δίνει το συστατικό γράμμα του Υψηλάντη, στο οποίο, ανάμεσα σε άλλα, έγραφε:
«Ο Δικαίος, είναι άλλος Εγώ»17.
Οι προεστοί ξαφνιάστηκαν. Και ο Παπαφλέσσας τους τόνισε πως εκεί που φτάσανε τα πράγματα αναβολή δε χωρεί. Εχουν προετοιμαστεί τα πάντα. Η επανάσταση στη Μολδαβία πάει καλά, ο Αλής αντιστέκεται στο Σουλτάνο και ο Χουρσίτ με το στρατό του δεν είναι στο Μοριά, αλλά στην Ηπειρο. Τα νησιά θα επαναστατήσουν και στη Ρούμελη, και στη Μακεδονία άρχισε το ντουφεκίδι. Και τα αναγκαία ψέματα ότι η Ρωσία στέλνει στόλο, στρατό και όπλα18.
«...Μα εμείς εδώ, αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, τι θ' απογίνουμε; Ποιον θα έχουμε ανώτερο; Ο ραγιάς, άμα πάρει άρματα, δεν θα μας ακούει πια. Και τότε θα πέσουμε στα χέρια εκείνων που δεν μπορούν να κρατήσουν πιρούνι να φάνε»19.
Ενώ τώρα, οι ακραιφνείς χριστιανοί ορθόδοξοι, έχουν για αφεντικά τους το μωαμεθανό Σουλτάνο και τους τοποτηρητές του, καϊμακάμηδες και πασάδες, και μαζί μ' αυτούς εξουσιάζουν και καταδυναστεύουν τους υπόδουλους Ελληνες, βάζοντας δεσμά στα δίκια τους και στη Λευτεριά τους, και επιδιώκοντας να τους κρατάνε υπάκουους στη θέλησή τους, ραγιάδες δηλαδή.
«Ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Εθνους, διά να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι τα πάντα είναι έτοιμα»20.
Και ο Παπαφλέσσας, μ' όλη τη δύναμη που του δίνουν οι ακατάβλητοι και συνεπείς αγώνες του, για το άνοιγμα του δρόμου της Επανάστασης, τους φωνάζει:
«Για ακούτε δω, η Επανάσταση είτε το θέτε, είτε όχι θα γίνει! Πάρτε το απόφαση. Αν εσείς γυρεύετε να την εμποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω τον κοσμάκη και να την κάνω. Και τότε όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι ας τον κόψουν!»21.
Αυτό τους τρόμαζε, το κόψιμό τους από τους Τούρκους. Αλλά και τι θα γίνουν χωρίς τους ραγιάδες, οι οποίοι με το Σηκωμό αρματωμένοι, απέβαλαν το όνομα του «ραγιά», του υπηκόου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σκλάβου, και ξαναπήραν το όνομά τους, «ο Ελληνας», ο Ελεύθερος.
Και την άλλη μέρα, ο Γερμανός και οι άλλοι στη Βοστίτσα συνεδρίασαν και ανάμεσα στις αποφάσεις που πήραν ήταν και αυτές οι δύο:
«1. Ο Δικαίος να αναχωρήση στα ίδια και να ησυχάση. 2. Η Πελοπόννησος να μην κινηθεί, μήτε και αφού έλθη ο προσδοκώμενος (Αλέξανδρος Υψηλάντης) πληρεξούσιος, αν δεν κινηθώσι προηγουμένως τα άλλα μέρη της Ελλάδος»22.
Και με την απόφασή τους αυτή, πως σε καμιά περίπτωση η Πελοπόννησος να μην εξεγερθεί, αν προηγουμένως δεν εξεγερθούν τα άλλα μέρη της Ελλάδας, ο Π. Πατρών Γερμανός, οι δυο δεσποτάδες και οι προεστοί της Αχαΐας διαψεύδουν και πάλι τους πλαστογράφους της Επανάστασης του Εικοσιένα, που με το θρύλο της Αγίας Λαύρας, που έπλασαν γύρω στα 1840, εμφανίζουν τον Π. Πατρών Γερμανό να υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, περιστοιχισμένο από προεστούς.
Και με την αυθαίρετη και αντεθνική απόφασή τους, που πραγματοποίησαν και τόλμησαν να συλλάβουν και να κλείσουν στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου τον Αποσταλμένο της Αρχής του επαναστατημένου έθνους, για να επαναστατήσει το Μοριά, τον Παπαφλέσσα, φυλάκισαν την ίδια την Επανάσταση, επιδιώκοντας να την καταπνίξουν στα γεννοφάσκια της. Σχετικά με την αντίθεσή τους στην έναρξη της Επανάστασης, ο Βερναδάκης γράφει:
«Επί Τουρκοκρατίας οι προύχοντες ήσαν κάτοχοι ασφαλείς σχεδόν και ανενόχλητοι της αρχής. Συμμαχούντες μετά των αρχιερέων και κολακεύοντες τους Τούρκους, ουδένα διέτρεχον κίνδυνον περί της θέσεώς των»23.
Αλλά ο μόνος καημός και πόθος του Παπαφλέσσα, και πάνω από τη ζωή του, ήταν ο Αγώνας για το διπλό ξεσκλάβωμα των υπόδουλων Ελλήνων, από τους Τούρκους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, τους κοτζαμπάσηδες και κληρικούς, όσοι από αυτούς δεν είχαν πατριωτική συνείδηση. Και έβαλε όλο του το είναι, και σπλάχνα και νεύρα και καρδιά και μυαλό να του δουλέψουν για το ιδανικό αυτό, μετατρεπόμενος έτσι σε ζωντανή δάδα του διαφωτισμού και μεταλαμπάδευσης της επανάστασης για να γίνει «ο μπουρλοτιέρης των ψυχών» για επαναστατική δράση. Ετσι άρχισε να μιλάει στους φύλακές του στο μοναστήρι, για τη μεγάλη αλήθεια της αδήριτης εθνικής ανάγκης, για τη χωρίς αναβολή κήρυξη της Επανάστασης, για τη σωτηρία και την ύπαρξη του Γένους. Ετσι βάζει μπουρλότο στις ψυχές τους και τον ελευθερώνουν για να ανοίξει το δρόμο της Επανάστασης για εθνική Λευτεριά, και μερικοί από τους φύλακές του τον βάδισαν μαζί του. Και ο Παπαφλέσσας, αυτή η ζωντανή επαναστατική δάδα, φωτίζει με τις φλόγες της Επανάστασης τον ουρανό της Μάνης, βάζοντας μπουρλότο στις ψυχές του λαού της και μετέτρεψε τη Μάνη σ' ένα απέραντο εργαστήρι επανάστασης, δουλεύοντας οι πατριώτες νυχθημερόν σ' αυτό.
Ευτυχώς και οι φύλακες του μοναστηριού ήταν αγνοί πατριώτες και ελευθέρωσαν τον Παπαφλέσσα, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, ο κίνδυνος να πνιγεί η Επανάσταση στο ξεκίνημά της ήταν μεγάλος, με απρόβλεπτες οδυνηρές συνέπειες για το λαό και το Εθνος.
Ολα αυτά τα συμβάντα στη διάσκεψη της Βοστίτσας, που έχουν γραφεί στις ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης και τα επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Π. Πατρών Γερμανός στα απομνημονεύματά του, φανερώνουν την αλήθεια γυμνή και καταβαραθρώνουν συθέμελα το σαθρό οικοδόμημα του θρύλου της Αγίας Λαύρας. Γιατί όχι μόνο αποδεικνύουν ότι ο Γερμανός δεν σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, περιστοιχισμένος από πρόκριτους, αλλά και τους αποδίδουν τη μομφή ότι ούτε καν συναίνεσαν στην πρόταση του Παπαφλέσσα για την κήρυξη της Επανάστασης στο Μοριά, όταν αυτή είχε ξεκινήσει στη Μολδαβία και ακόμα ότι για να ματαιώσουν την κήρυξη της Επανάστασης, τόλμησαν να παραβιάσουν τη θέληση του επαναστατημένου έθνους και να συλλάβουν με την αντεθνική ενέργειά τους «τον άλλο εγώ» του Αλ. Υψηλάντη, την κινητήρια δύναμη της Επανάστασης στο Μοριά, τον Παπαφλέσσα.
Για να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις τους έπρεπε να πει πολλά ψέματα, ώστε να τους πείσει ν' αρματωθούν, ότι πίσω από τη Φιλική Εταιρεία ήταν η αυλή του Τσάρου, ότι η Ρωσία θα τους συνέτρεχε με όπλα, με στρατό και στόλο και άλλα. Ετσι, κατάφερε να πείσει αρκετούς κοτζαμπάσηδες και κληρικούς να πάρουν τα όπλα. Κατάφερε με ψέματα και αλήθειες τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη της Μάνης να ξεσηκώσει τους Μανιάτες, λέγοντάς του ότι ο αντιπρόσωπος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, θα τον κάνει άρχοντα όλου του Μοριά. Ετσι στις 23 Μάρτη κήρυξε στη Μάνη την επανάσταση και με ένοπλους Μανιάτες, με όπλα που είχε στείλει ο Παπαφλέσσας από τη Σμύρνη, ελευθέρωσαν την Καλαμάτα25. Και οι ανένδοτοι στην κήρυξη της επανάστασης θα σερνόντουσαν σ' αυτήν όταν θα άρχιζε το ντουφεκίδι, εκτός και εάν έπαιζαν φανερά το ρόλο του προδότη και πολεμούσαν στο πλευρό των Τούρκων, εναντίον των επαναστατημένων Ελλήνων.
Χαρακτηριστική είναι η ομολογία, στο σύρσιμο της επανάστασης για να σωθούν, του Ασημάκη Φωτήλα, ο οποίος στα Καλάβρυτα, όπου συνάχθηκαν ο Π. Πατρών Γερμανός και οι προεστοί της Αχαΐας και αποφάσισαν να μην πάνε στην Τριπολιτσά, για να μην τους σφάξει ο Καϊμακάμης, ξεκάθαρα τους είπε:
«Ο,τι πέρναγε από το χέρι μας κάναμε για να μακρύνουμε τον καιρό. Απ' εδώ και πέρας οι Τούρκοι, όσα κι αν τους πούμε δεν θα μας πιστέψουν. Δεν μας απομένει άλλο, για να σώσουμε τα κεφάλια μας, παρά να πιάσουμε τ' άρματα»26.
****
«Βρέθηκαν στην αναπόφυγη ανάγκη της προτιμήσεως ενός εκ των δύο, ή της ακινησίας και της βεβαίας σφαγής, ή του πολέμου και της ελπιστέας σωτηρίας»26.
Και αυτοί, κοτζαμπάσηδες και δεσποτάδες, που πήγαν στην Τριπολιτσά, για να μην πάρουν τ' άρματα, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Και ο Σουλτάνος στις 10.4.1821 κρέμασε τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, τον αθώο από τη συκοφαντία του Μητροπολίτη Πισιδίας Ευγένιου, ότι ήταν δήθεν αρχηγός της Επανάστασης, αλλά και από άλλες κατηγορίες Φαναριωτών. Και δεν λογάριασε τον αφορισμό της επανάστασης που έκανε ο Γρηγόριος Ε΄ μαζί με τους δύο άλλους αρχιεπισκόπους, τους επισκόπους και τους μητροπολίτες, που έβλαψε την επανάσταση και παραλίγο να σβήσει κάθε επαναστατική φλόγα. Οταν μάλιστα στον αφορισμό αυτό εκφράζει όλα τα αντιδραστικά και αντεθνικά του φρονήματα και δουλικά υμνολογεί την ευεργέτιδα, κραταιά και αήττητη βασιλεία του, την τεταγμένη από το Θεό. Και όταν αφορίζει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, όπως και τον Μιχαήλ Βόδα, γιατί αντιστάθηκε στη διαταγή αυτή του Θεού, της δοσμένης σ' εμάς κραταιάς βασιλείας των Τούρκων και κήρυξε την Επανάσταση για την ελευθερία του γένους. Και την εθνική αυτή ενέργεια, την κήρυξη της επανάστασης, τη στηλιτεύει ως στρεφόμενη κατά του Θεού, ως ανοίκεια, που δεν ταιριάζει στο ραγιαδικό χαρακτήρα, δηλαδή στη θεόθεν υποτέλεια των Ελλήνων στους Τούρκους. Και γι' αυτόν τον γενικό συνοδικό της φρίκης αφορισμό, που υπογράφτηκε επί του ιερού θυσιαστηρίου από τους δύο πατριάρχες, τον Γρηγόριο Ε΄ της Κωνσταντινουπόλεως και τον Πολύκαρπο των Ιεροσολύμων, καθώς και από είκοσι ένα δεσποτάδες, ο Φιλήμονας γράφει:
«Αποστρέφει το πρόσωπον αυτής
η θεία και ανθρώπινη δικαιοσύνη»27.
-- Ως προς τον τόπο από τον οποίο ξεκίνησε η Επανάσταση: Επιλέχτηκε ιερός, η μονή της Αγίας Λαύρας.
-- Ως προς το πρόσωπο που την κήρυξε: Ορίστηκε το ιερό πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Π. Πατρών Γερμανού.
-- Ως προς την ημερομηνία που άρχισε η Επανάσταση: Ορίστηκε και αυτή ιερή, η ημέρα της γιορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η 25η Μάρτη.
Και παρουσιάζουν την ελληνική Επανάσταση ως θέλημα Θεού, όταν το Ιερατείο, σε όλα τα χρόνια της δουλείας, από τον Γεννάδιο Α΄ το Σχολάριο έως τον Γρηγόριο Ε΄, αποκαλούσε θεόδοτη τη δουλεία στους Τούρκους και αδιαλείπτως την κήρυττε, ώστε να γίνει συνείδηση όλων των υπόδουλων ότι:
«Η αντίσταση εναντίον των Τούρκων είναι αντίσταση κατά του Θεού»
Γι' αυτό, το ιερατείο, σε αγαστή συνεργασία με τους προεστούς, με την απειλή αυτήν προσπαθούσε να αποτρέψει την Επανάσταση και να σβήσει κάθε επαναστατική φλόγα. Ο Γρηγόριος Ε΄ καταδίωξε τον εθνεγέρτη Ρήγα και έκαψε τα συγγράμματά του και το Θούριό του, ώστε να μην απλωθεί το κήρυγμά του στο λαό και στα ελληνικά χώματα και να μείνει χωρίς κήρυκες. Αφόρισε δυο φορές τους Σουλιώτες. Απαγόρευσε τη διδασκαλία των Ανώτερων Μαθηματικών και της Φυσικής, που αναπτύσσουν τη λογική και οργανώνουν τη σκέψη, η οποία αναταράζει κάθε βαθύ σκοτάδι και γίνεται επικίνδυνο μαχαίρι για τη συνέχιση της δουλείας. Και στις 23 Μάρτη 1821, τόλμησε να κάνει τον αποτρόπαιο και ειδεχθή αφορισμό, που έκοψε την ανάσα όλων των υπόδουλων και μέχρι σήμερα την κόβει.
Συνεχίζεται
Παραπομπές