Καθ' οδόν: Στην Πορτογαλία
Κυριακή 5 Απρίλη 2009

Τριάντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από την «Επανάσταση των γαριφάλων» που ξέσπασε τον Απρίλη του 1974 στην Πορτογαλία. Σε αυτόν τον τόπο, και εκείνη την ατμόσφαιρα, θα μας «οδηγήσει» τούτη και την επόμενη Κυριακή η λαμπρή επιστήμονας και συγγραφέας Κυριακή Γεροζήση η οποία γνώρισε από κοντά την «τρικυμία»... Ετσι, θα τιμήσουμε εκείνη την επέτειο, συνδυάζοντας την ομορφιά του τόπου με την ομορφιά της εξέγερσης.

Τα μπογαλάκια μας στον ώμο

«Ο ήλιος είχε να φανεί κάτι μήνες, μια σιγανή βροχή έπεφτε ασταμάτητα εδώ και μια βδομάδα, και το ψοφόκρυο ήταν ανυπόφορο αυτόν τον Ιούλη στο Παρίσι. Στο φουαγιέ του ελληνικού σπιτιού της Πανεπιστημιούπολης, οι λίγοι μεταπτυχιακοί φοιτητές που είχαν απομείνει, συζητούσαν για τα σχέδιά τους γι' αυτό το καλοκαίρι. Οι περισσότεροι θα κατέβαιναν στην πατρίδα, στα σπίτια τους, σε φίλους, θα ξεκουράζονταν λίγο ή πολύ σε κάποια παραλία της κεντρικής Ελλάδας, του βορρά ή του νότου και φυσικά οι περισσότεροι ονειρεύονταν τις παραλίες και τον ήλιο των νησιών.

- Ν' απλώσουμε την αρίδα μας και να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας βρε αδερφέ. Να φάμε κανένα φαγητό της προκοπής και να πάρουμε λίγο χρώμα, αναστέναζαν.

Λίγα παιδιά θα έμεναν υποχρεωτικά στο Παρίσι, υποστήριζαν σύντομα τα διδακτορικά τους ή είχαν εκκρεμότητες και εξετάσεις. Κάποιοι θα επισκέπτονταν γειτονικές προς τη Γαλλία χώρες κι ελάχιστοι θα έκαναν το γύρο της Ευρώπης.


Ενα νεαρό ζευγάρι τούς άκουγε χαμογελαστό. Το πρόγραμμά τους δεν πρόβλεπε αυτή τη χρονιά την Ελλάδα, είχαν κατέβει μετά από χρόνια, το προηγούμενο καλοκαίρι με την πτώση της χούντας. Δε θα επισκέπτονταν τη βόρεια και κεντρική Ευρώπη, είχαν ανάγκη από ήλιο και ζεστή θάλασσα, η Νότια Γαλλία ήταν απρόσιτη για τα οικονομικά τους, τη γειτονική Ιταλία θα είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν στο μέλλον, στην Ισπανία δεν υπήρχε περίπτωση να πατήσουν το πόδι τους όσο κυβερνούσε ο Φράνκο. Εμενε λοιπόν η Πορτογαλία, η χώρα που την τελευταία χρονιά τούς είχε κινήσει το ενδιαφέρον και τους τραβούσε σα μαγνήτης.

Μάζεψαν τα μπογαλάκια τους σε δυο σάκους, πήραν τη σκηνούλα τους κι ανέβηκαν στο πιο φτηνό τρένο με προορισμό τη Λισαβόνα. Βρήκαν με δυσκολία θέσεις δίπλα, δίπλα και με μεγάλο κόπο ταχτοποίησαν τα μπαγκάζια τους. Το τρένο είχε ασφυχτικά γεμίσει από πλήθος Πορτογάλων, μεταναστών στη Γαλλία που κατέβαιναν οικογενειακά στην πατρίδα τους για τις καλοκαιρινές διακοπές κι ελάχιστους τουρίστες. Λαός νότιος, με μεσογειακό ταμπεραμέντο, παρόλο που η Πορτογαλία δε βρέχεται από τη Μεσόγειο, αλλά από τον Ατλαντικό Ωκεανό, πρόσχαρος, πολυλογάς, φωνακλάς, απλός, φιλόξενος, καλοφαγάς κι ανοιχτοχέρης, άρχισε να ξετυλίγει καρβέλια ψωμί, τυριά, αλλαντικά, τηγανητό μπακαλιάρο, φρούτα και να προσφέρει γύρω του με απλοχεριά και με κείνο τον γνώριμο στους Ελληνες τρόπο που σ' εμποδίζει ν' αρνηθείς από φόβο μην τους προσβάλεις. Μπίρες και κρασί, βίνιο βέρντε ή μποζολέ, κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Μεροκαματιάρηδες, οικοδόμοι και οικιακές βοηθοί στην πλειοψηφία τους, οι περισσότεροι μιλούσαν αρκετά καλά γαλλικά με τη βαριά προφορά τους αλλά κι εκείνοι που γνώριζαν ελάχιστα τη γλώσσα, δε δίσταζαν να πιάσουν κουβέντα με τους ξένους. Η λατινογενής γλώσσα τους μοιάζει πολύ με τη γαλλική, οι χειρονομίες τους είναι εύγλωττες, τα πιτσιρίκια είναι δίγλωσσα και μαζί με Πορτογάλους φοιτητές και τους Γάλλους συντρόφους των μεικτών ζευγαριών, βοηθούσαν όταν υπήρχε ανάγκη. Το ζευγάρι των Ελλήνων έπιασε μεγάλη κουβέντα μαζί τους για τα ήθη και τα έθιμά τους, τις συνθήκες ζωής και δουλειάς των μεταναστών και των φοιτητών στη Γαλλία, τους λόγους που τους ανάγκασαν να ξενιτευτούν. Η συζήτηση γρήγορα γύρισε στην πτώση των δικτατοριών στις δύο χώρες.

Με τη λαχτάρα ν' αλλάξουν τον κόσμο...

Χιλιάδες κόσμου είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους της Λισαβόνας, προέτρεψαν τους κυβερνητικούς στρατιώτες να ενωθούν με τους επαναστάτες και να βάλουν στις κάννες των όπλων τους από ένα κόκκινο γαρίφαλο, που την εποχή της άνοιξης αφθονούν στην Πορτογαλία
Η Πορτογαλία, με την Επανάσταση των γαριφάλων έβγαινε στις 25 του Απρίλη 1974 από μια μακρόχρονη νύχτα. Ενα στρατιωτικό κίνημα, το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων (ΚΕΔ), που μετατράπηκε σύντομα σε λαϊκή εξέγερση, βρισκόταν εδώ κι ένα χρόνο σε εξέλιξη. Εδινε τέλος στην πενηντάχρονη δικτατορία που είχε οδηγήσει σε εξαθλίωση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και απαιτούσε να τερματιστούν οι πόλεμοι και η αποικιοκρατική παρουσία της χώρας στην Αφρική. Η αποικιοκρατία εκτός από τα δεινά των κατεχόμενων λαών, της Μοζαμβίκης, της Αγκόλας, της Γουινέα-Μπισάου, του Σάο Τομέ, του Πράσινου Ακρωτηρίου, προκαλούσε και στην ίδια τη Μητρόπολη αφόρητο κόστος σε χρήμα και σε ανθρώπινες ζωές. Με το κίνημα, χιλιάδες διαδηλωτές ξεχύθηκαν στους δρόμους, ενώθηκαν με τους στρατιώτες, ένιωσαν ότι είχαν στα χέρια τους τη δύναμη ν' αλλάξουν τον κόσμο. Οι πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν, οι γυναίκες αγωνίζονταν ισότιμα με τους άντρες, ο κόσμος που είχε μείνει σιωπηλός για 50 χρόνια, ξαναβρήκε την ελευθερία του λόγου. Αγράμματοι άνδρες και γυναίκες έβγαζαν λόγους δημόσια, οι εργάτες κατέλαβαν εργοστάσια, οι ακτήμονες αγρότες κατέλαβαν μεγαλοαγροκτήματα και δημιούργησαν αυτοδιοικούμενους συνεταιρισμούς. Οι πολιτικοί εξόριστοι επέστρεφαν στην Πορτογαλία, οι διωγμένοι φοιτητές και καθηγητές, στα πανεπιστήμια. Οι χαφιέδες εξαφανίστηκαν. Εγιναν καταλήψεις εφημερίδων και ραδιοφωνικών σταθμών της καθολικής εκκλησίας, πανίσχυρου συνεργάτη της δικτατορίας. Αυτά τα μέσα ενημέρωσης άρχισαν να μεταδίδουν τις εκπομπές και τα τραγούδια των εξεγερμένων, καλούσαν τον κόσμο σε διαδηλώσεις ή σε υποστήριξη καταλήψεων. Ηταν μια λαϊκή επανάσταση, μια μεγάλη γιορτή».

Αποψη της Λισαβόνας
Η συνέχεια του ταξιδιού, την επόμενη Κυριακή.



Κτίρια της πρωτεύουσας που χτίστηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα

Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ