«Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»
Τα ... «αόρατα» μνημεία

Μια έκδοση της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού για ένα από τα πλέον υποτιμημένα τμήματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς

Κυριακή 5 Απρίλη 2009

Σύγχρονη χρήση αναστηλωμένου μνημείου (Βουλευτικό, Ναύπλιο)
Μία από τις πιο διαδεδομένες - και εν πολλοίς αδήλωτες δημοσίως - παραδοχές της ελληνικής αρχαιολογικής κοινότητας είναι η αδιαφορία, εκ μέρους του κράτους, έναντι ενός σημαντικού τμήματος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς: Των οθωμανικών μνημείων στον ελλαδικό χώρο.

Διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα, μη χρήζοντα καν ανασκαφής για να αποκαλυφθούν και με πολλά από αυτά να βρίσκονται εντός του σύγχρονου αστικού ιστού, τα σπαράγματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν - και είναι ουσιαστικά - «αόρατα» για το κράτος και εκτός κάθε σχεδιασμού προστασίας και ανάδειξής τους, με όποιους κινδύνους σημαίνει αυτό για την κατάσταση διατήρησής τους. Σε συνδυασμό δε με το γενικότερο αντιδραστικό - αντιπαιδαγωγικό τρόπο που διδάσκεται η ελληνική ιστορία στην εκπαίδευση, τα μνημεία αυτά «καταχωρήθηκαν» στη συλλογική συνείδηση ως «ξένα», ακόμη και μισητά «σύμβολα» της «τουρκοκρατίας».

Οι λόγοι είναι εξηγήσιμοι και, σε ένα βαθμό, αντικειμενικοί. Το νεοελληνικό κράτος δε «μετρά» περισσότερους από δύο αιώνες ύπαρξης και δημιουργήθηκε μετά από μια Επανάσταση με εθνικοαπελευθερωτικό, αλλά και κοινωνικό - ταξικό χαρακτήρα (σ.σ. ο τελευταίος είναι επίσης «αόρατος» από την εκπαίδευση) που αντικειμενικά διαμόρφωσε πολύ μικρά όρια ανοχής έναντι του πολιτισμού των κατακτητών. Φαινόμενο που δεν αφορά μόνο στη συγκρότηση του ελληνικού κράτους και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί «άλλοθι» για τη μετέπειτα αντιμετώπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ο Μεντρεσές (ιεροδιδασκαλείο) του 18ου αι. στην Πλάκα γκρεμίστηκε το 1914, με εξαίρεση την πύλη
Μια καλαίσθητη και ογκώδης (σχεδόν 500 σελίδες) έκδοση της Διεύθυνσης Βυζαντινών - Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού, με τίτλο «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», που παρουσιάστηκε πρόσφατα, έργο του άξιου - όσο και υποτιμημένου από τις κυβερνήσεις - επιστημονικού δυναμικού της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, έρχεται να παρέμβει, αντικειμενικά, στο ζήτημα της κρατικής διαχείρισης αυτού του τμήματος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος επιχειρεί μια παρουσίαση, έστω επιλεκτική, αυτού του μνημειακού πλούτου, στον οποίο η όση και όποια προσοχή δόθηκε ήταν - αλλά και εξακολουθεί να είναι παρά τα δειλά βήματα που έχουν σημειωθεί - αναντίστοιχη της ιστορικής σημασίας του. Ας δούμε πώς το κάνει.

Το ξαφνικό(;) ενδιαφέρον

Η ισχύουσα αρχαιολογική νομοθεσία επιβάλλει μεν την ισότιμη μεταχείριση όλων των μνημείων στην Ελλάδα, αλλά η Αρχαιολογική Υπηρεσία λειτουργεί στο κάθε φορά κυρίαρχο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο. Η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις κάθε φορά πολιτικές - διπλωματικές προτεραιότητες κάθε κράτους, φυσικά και του ελληνικού. Κι αν αυτή η διαπίστωση ισχύει ακόμη και για κλασικά, ρωμαϊκά ή βυζαντινά μνημεία, μπορεί κανείς να φανταστεί τη θέση των οθωμανικών...

Το ζήτημα του πώς, διαχρονικά, αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος τα οθωμανικά μνημεία δεν «αγγίζεται» από την έκδοση, παρά εντελώς επιδερμικά. Στον πρόλογο διαβάζουμε ότι «το ενδιαφέρον μας για την προβολή ενός αξιόλογου πολιτισμικού κεφαλαίου της χώρας μας που δεν έχει μέχρι σήμερα αναδειχθεί αρκετά, για τη διαφύλαξη και συντήρηση του οποίου η ελληνική πολιτεία έχει μεριμνήσει ιδιαίτερα, αποτελεί τον κύριο λόγο που μας ώθησε στην έκδοση αυτή» (σ.σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Τα ετοιμόρροπα λουτρά δίπλα στο Βεζίρ τζαμί στη Ναύπακτο
Στην εισαγωγή σημειώνεται ότι «η μέριμνα για τα μνημεία ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, με την ίδρυση ήδη το 1829 μιας στοιχειώδους Αρχαιολογικής Υπηρεσίας από τον Ι. Καποδίστρια και μερικά χρόνια αργότερα, το 1837, της Αρχαιολογικής Εταιρείας. (...) Στα πρώτα αυτά χρόνια, όπως είναι εύλογο, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ήταν συνυφασμένη με τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας (...)». Είναι εύλογο ότι οι αρχικές αναστηλώσεις του 19ου αιώνα, επηρεασμένες από το πνεύμα του κλασικισμού και τις γενικότερες ευρωπαϊκές αντιλήψεις, «στράφηκαν προς τα μνημεία της κλασικής περιόδου. Αλλωστε, τα νεότερα μνημεία, είτε οθωμανικά είτε άλλα, κτισμένα πολλές φορές λίγα χρόνια πριν από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, βρίσκονταν ακόμη σε καλή κατάσταση και λειτουργία και δεν είχαν τότε μεγάλη ανάγκη αναστηλωτικών επεμβάσεων». Το πρώτο, αποσπασματικό, ενδιαφέρον για τα οθωμανικά μνημεία καταγράφεται την περίοδο 1916-1958 που διευθυντής αναστήλωσης ήταν ο Α. Ορλάνδος, ο οποίος σχεδίασε, κατέγραψε, φωτογράφισε και αναστήλωσε μνημεία όλων των περιόδων, μεταξύ των οποίων και της οθωμανικής.

Οντως και οι δύο παραπάνω λόγοι είναι και εύλογοι και αληθινοί. Ωστόσο, είναι επίσης γεγονός ότι, ουσιαστικά, μόνο τις τελευταίες δεκαετίες το ελληνικό κράτος αρχίζει να ενδιαφέρεται για τα οθωμανικά μνημεία. Τα κοινοτικά «πακέτα» χρηματοδότησης δεν αρκούν ως εξήγηση γι' αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον. Στην έκδοση σημειώνεται ότι «μέχρι πριν μερικές δεκαετίες οι γνώσεις μας για τα οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα ήταν αποσπασματικές και δε βοηθούσαν στην κατανόησή τους και επομένως στη δημιουργία μιας σφαιρικής εικόνας. Κτίρια διάσπαρτα σε ολόκληρο τον ηπειρωτικό και νησιωτικό ελλαδικό χώρο, μάρτυρες ενός όχι μακρινού ιστορικού παρελθόντος, συχνά ήταν άγνωστα. Η κατάσταση αυτή άλλαξε βαθμιαία (...) οι αντιλήψεις μεταβλήθηκαν σημαντικά, χάρη στις συστηματικές έρευνες (...) Η αποκατάσταση οθωμανικών μνημείων (...) συνέβαλε καθοριστικά στη μεταβολή των μέχρι τότε αντιλήψεων».

«Βαρέως έφερον την ύπαρξίν του»...

Μεντρεσές στο Ναύπλιο. Στο σημείωμα αναφέρεται ότι υπάρχουν φθορές στην τοιχοποιία... αλλά στεγάζεται τμήμα της Δ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων...
Αυτή είναι μάλλον η «αθώα» εκδοχή. Η ελληνική αστική τάξη διεκδικεί πολιτικό ρόλο και αγορά στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και του Εύξεινου Πόντου, στο πλαίσιο της προώθησης των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ όπου συμμετέχει. Η πολιτιστική κληρονομιά χρησιμοποιείται ως ένα από τα μέσα γι' αυτό το σκοπό. Σε αυτή τη συγκυρία προστατεύονται οθωμανικά μνημεία. Ωστόσο, κανένα μνημείο δεν έχει «εξασφαλισμένο» μέλλον - και αυτό αφορά και στα ελληνικά μνημεία στη σημερινή Τουρκία - όσο αυτό οριοθετείται από τις κάθε φορά ανάγκες του ιμπεριαλισμού και του εγχώριου κεφαλαίου. Και «μέλλον» ενός μνημείου δεν είναι μόνο η διάσωσή του, αλλά και χρήσεις και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Αλλωστε, ήδη «σαλαμοποιούνται» τμήματα της πολιτιστικής κληρονομιάς και παραδίδονται στο κεφάλαιο.

Ο δηλωμένος στόχος της έκδοσης είναι η «ανάδειξη του οθωμανικού μνημειακού πλούτου στην Ελλάδα» και «η προβολή του σημαντικού έργου προστασίας και συντήρησης που έχει πραγματοποιηθεί από τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟ σ' αυτό το αξιόλογο πολιτιστικό μας απόθεμα». Ο τόμος περιλαμβάνει 191 περιγραφικά λήμματα «των πλέον αντιπροσωπευτικών» από αυτά. Ο αριθμός αυτός είναι μάλλον «σεμνός», αν αναλογιστεί κανείς ότι η οθωμανική κατάκτηση των εδαφών που σήμερα αποτελούν την Ελλάδα ξεκίνησε, όπως αναφέρεται στα εισαγωγικά κείμενα, το β΄ μισό του 14ου αιώνα (γι' αυτό και ορθά η έκδοση δεν ακολουθεί τη συμβατική χρονολόγηση από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 έως και την Επανάσταση του 1821) και ολοκληρώθηκε τον 17ο αιώνα (με τη λήξη της πολιορκίας του Χάνδακα, σημερινό Ηράκλειο, το 1669). Η δε οθωμανική κατοχή και παρουσία έληξε ολοκληρωτικά μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα.

Μπεζεστένι (αγορά) στη Θεσσαλονίκη
Οσο για το πόσα οθωμανικά κτίρια διαφόρων τύπων και χρήσεων κατασκευάστηκαν στον ελλαδικό χώρο τα πράγματα είναι ακόμη πιο «σκοτεινά», αφού, όπως σημειώνεται στον τόμο, οι πιο σημαντικές πηγές που θα μπορούσαν να δώσουν τέτοιες πληροφορίες (τεφτέρια καταγραφής και ιεροδικαστικά τεφτέρια) «έχουν πια χαθεί». Το πώς δεν αναφέρεται. Μπορούμε όμως να το φανταστούμε παρεμβάλλοντας εδώ την περιπέτεια των οθωμανικών αρχείων του Ηρακλείου της Κρήτης. Τα αρχεία διασώθηκαν χάρη στον αγώνα ενός, κατά τ' άλλα συντηρητικού, επιστήμονα, του Νικόλαου Σταυρινίδη. Στα εισαγωγικά του τόμου με τις μεταφράσεις των τουρκικών εγγράφων (Ηράκλειο 1986) διαβάζουμε ότι «αφ' ης εποχής προ δύο και τριών αιώνων κατεχωρίσθησαν τα έγγραφα τούτα εις τους κώδικας τούτους, ουδείς ανεδίφησεν ή απλώς εφυλλομέτρησε τούτους (...) Αλλά και όταν οι κώδικες περιήλθον εις την κατοχήν της Κρητικής Πολιτείας, ουδείς εκ των ημετέρων ηθέλησε να ασχοληθή (...)».

Κατά τη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) συγκροτήθηκε το Μεταφραστικό Γραφείο Ηρακλείου το οποίο διηύθυνε το 1909 ο γνώστης της τουρκικής γλώσσας Γεώργιος Οικονομίδης, ο οποίος και αντιλήφθηκε πρώτος την ιστορική σημασία αυτών των αρχείων. Το 1931 εντάσσεται στο Γραφείο και ο Σταυρινίδης. Το 1933 η κυβέρνηση κλείνει το Γραφείο, αρνούμενη έστω να το μετατρέψει σε ιστορικό αρχείο και το Αρχείο παραδίδεται στο υποθηκοφυλακείο, όπου «μη γνωρίζοντες τη σπουδαιότητα του αρχειακού τούτου υλικού, βαρέως έφερον την ύπαρξίν του (...)».

Υδραγωγείο στην Καβάλα
Ο Σταυρινίδης συνεχίζει να μεταφράζει τα ντοκουμέντα μέχρι και την εισβολή των Γερμανών στο νησί το 1941. Φεύγει από το Ηράκλειο για να σωθεί από τους βομβαρδισμούς και όταν επιστρέφει μετά από λίγες μέρες ανακαλύπτει ότι το Αρχείο είχε πεταχτεί στο δρόμο. Μαζί με τον τότε έφορο της Βικελαίας Βιβλιοθήκης πήγαν να διαμαρτυρηθούν στον κατοχικό «δήμαρχο» λαμβάνοντας τη «μνημειώδη» απάντηση: «Η ανθρωπότης δεν έχει πλέον ανάγκην αρχείων και ιστορίας διότι αρχίζει νέα ιστορική περίοδος»! Οι δύο επιστήμονες μαζεύουν ό,τι απέμεινε, το προφυλάσσουν στο υπόγειο της Βικελαίας, αλλά ανακαλύπτουν πως ήδη έχουν χαθεί σημαντικά ντοκουμέντα...

Ανεκτίμητος πλούτος

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη όμως και αυτό το αντιπροσωπευτικό δείγμα του τόμου είναι εντυπωσιακό: Ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι ο ελληνικός χώρος είναι διάσπαρτος από τεμένη (τζαμιά), τεκέδες (χώροι προοριζόμενοι για τη διαβίωση των Δερβίσηδων, κάτι σαν μουσουλμάνους «μοναχούς»), ιεροδιδασκαλεία (μεντρεσέδες), μπεζεστένια (λιθόκτιστες, κλειστές εμπορικές αγορές), λουτρά (τα γνωστά «χαμάμ»), σχολεία («μεκτέπ»), τάφους («τουρμπέδες», μαυσωλεία), ξενώνες (χάνια, καραβάν σαράγια), πτωχοκομεία («ιμαρέτ»), κάστρα (hissar) και πύργους («κούλε»), πύργους ρολογιών, γέφυρες, υδραγωγεία, διοικητήρια, στρατώνες, κατοικίες (διαφόρων επίσης τύπων).

Αξίζει να σημειωθεί ότι όλος αυτός ο αρχιτεκτονικός πλούτος ήταν «συχνά έργο ντόπιων τεχνιτών». Μάλιστα, ο θεωρούμενος ως δημιουργός του κλασικού οθωμανικού ρυθμού ήταν ο ελληνικής καταγωγής αρχιτέκτονας του 16ου αι. Σινάν, «ο οποίος έκτισε τα σημαντικότερα τεμένη της Κωνσταντινούπολης και της Αδριανούπολης και πλήθος δημοσίων έργων σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας». Σε αυτόν αποδίδεται και η κατασκευή του τεμένους του Οσμάν Σαχ (Κουρσούμ τζαμί) στα Τρίκαλα.

Κάποια από τα μνημεία του καταλόγου διατηρούν τις παλιές χρήσεις τους (π.χ. λουτρά, μπεζεστένια, κρήνες, ελάχιστοι χώροι θρησκευτικής λατρείας, δημόσιες υπηρεσίες), κυρίως όμως χρησιμοποιούνται για πολιτιστικούς σκοπούς τόσο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία (αρχαιολογικές αποθήκες, εργαστήρια συντήρησης, στέγαση υπηρεσιών) όσο και από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κάποια έχουν εμπορικές χρήσεις (όπως φούρνοι και μικρομάγαζα). Κάποιων η κατάσταση χαρακτηρίζεται κακή (σ.σ. υπενθυμίζουμε ότι πάντα μιλάμε για όσα περιλαμβάνονται στον τόμο, άρα η κατάσταση των υπολοίπων δεν αναφέρεται), για άλλα «μέτρια», άλλα έχουν αναστηλωθεί ή έχουν γίνει κάποιες σωστικές παρεμβάσεις παλαιότερα ή πρόσφατα, για άλλα έχουν εγκριθεί μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη ή «περιμένουν» χρηματοδότηση ή απλώς έχουν εκπονηθεί και περιμένουν την έγκρισή τους. Μην ξεχνάμε όμως ότι λόγος γίνεται μόνο για τα μνημεία του τόμου και όχι για το σύνολο.

Ο τόμος εισάγει στο ιστορικό πλαίσιο διαμόρφωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την κρατική δομή, τη φορολόγηση και τη δικαιοσύνη, τις εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο την ίδια περίοδο, τον οθωμανικό πολιτισμό όπως αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο κλπ. Παρά τον αστικό ιδεολογικο-πολιτικό προσανατολισμό της, καθώς και τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα της, η έκδοση αυτή αποτελεί, από πλευράς επιστημονικής τεκμηρίωσης, μια σημαντική προσφορά των εργαζομένων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στον ελληνικό λαό και ανεβάζει τον πήχη των απαιτήσεων του λαϊκού κινήματος για πραγματικά ισότιμη ανάδειξη του συνόλου της πολιτιστικής κληρονομιάς, προς όφελος του λαού.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ