«Το τρένο διάσχισε τα Πυρηναία και μέσα από ένα πανέμορφο τοπίο κατευθύνθηκε προς τη Λισσαβόνα. Το ζευγάρι δεν είχε χρόνο να επισκεφτεί τις ομορφιές του βορρά, την Κοΐμπρα, την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Πορτογαλίας, με το πιο παλιό πανεπιστήμιο της Ευρώπης ούτε άλλες ενδιαφέρουσες τοποθεσίες. Επιθυμούσαν να βρεθούν το συντομότερο στην πρωτεύουσα της επαναστατημένης χώρας. Σε μια φτηνή πανσιόν της πολυσύχναστης Πράσα δα Αλεγρία, τα δυο Ελληνόπουλα είχαν την πρώτη επαφή με την επαναστατημένη χώρα. Το ραδιόφωνο μετάδινε συνθήματα που δεν είχαν καμιά δυσκολία να καταλάβουν. Το τραγούδι Γκράντολα Βίλα Μορένα, που έδωσε το έναυσμα για την εξέγερση και το σύνθημα «Ου πόβου ουνίδου γιαμάις σερά βενκίδου» (Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος), επαναλαμβάνονταν ταχτικότατα. Τραγούδια λαϊκά κι επαναστατικά της Πορτογαλίας, τα ωραιότερα του Μίκη Θεοδωράκη, βραζιλιάνικα, ρωσικά κι αφρικάνικα, γέμιζαν την καμαρούλα, ανέβαζαν τον νεανικό ενθουσιασμό στα ουράνια, άνοιγαν νέους ορίζοντες, έδιναν άλλο νόημα στη ζωή του ζευγαριού και τους γέμιζαν όνειρα για το μέλλον.
Διάβαζαν εφημερίδες σε μια γλώσσα που δεν γνώριζαν αλλά αντιλαμβάνονταν χωρίς πρόβλημα, χαμογελούσαν στον κάθε διαβάτη, φωτογραφίζονταν με τους αδερφωμένους με το λαό στρατιώτες. Για να 'ναι σίγουροι ότι τίποτα δεν τους ξεφεύγει, έκαναν ατέλειωτες συζητήσεις μέχρι τα ξημερώματα με γαλλομαθείς Πορτογάλους, διάβαζαν όποια εφημερίδα στα γαλλικά ή αγγλικά έπεφτε στα χέρια τους. Κι ενώ η χώρα ζούσε σε μια γιορτινή ατμόσφαιρα μεγάλων προσδοκιών, καταξιωμένες δυτικές εφημερίδες με την ετικέτα του «προοδευτικού τύπου» παρουσίαζαν μια Πορτογαλία στα πρόθυρα του εμφύλιου, μια κατάσταση χαοτική, ένα μέλλον αβέβαιο κι επικίνδυνο για το λαό, έσειαν τον κώδωνα για τον κίνδυνο που παραμόνευε από την άνοδο του κομμουνιστικού κόμματος, με γραμματέα τον Αλβάρο Κουνιάλ και Πρωθυπουργό τον Βάσκο Κονζάλβες. Σήμερα ο καθένας ξέρει ότι πολλές από αυτές τις εφημερίδες είχαν βάλει ρότα προς τα δεξιά και ότι οι ιδιοκτήτες τους είναι από τους πιο αντιδραστικούς κεφαλαιοκράτες. Οι συζητήσεις των παιδιών με γαλλομαθείς εργαζόμενους και φοιτητές άρχισαν να φωτίζουν ορισμένες σκιές.
Το ζευγάρι έφυγε ανήσυχο και με πολλά ερωτηματικά για το Αλγάρβε, την ειδυλλιακή περιοχή της νότιας Πορτογαλίας. Στις απέραντες ακρογιαλιές και τις ανοιχτές θάλασσες, τις πανέμορφες ζεστές ημέρες και τα έναστρα βράδια στην αμμουδιά, χαλάρωναν, ξεκουράζονταν, χαίρονταν τη ζωή και τον έρωτά τους, ξανάχτιζαν τον κόσμο. Κοιμούνταν στα πάμφθηνα κάμπινγκ της περιοχής κι έτρωγαν με ελάχιστα γαλλικά φράγκα λουκούλλεια γεύματα με φρεσκότατα ψάρια του Ατλαντικού. Επισκέφτηκαν βιομηχανικές πόλεις, γραφικά χωριά κι ανεβοκατέβηκαν φρούρια, λόφους και λοφίσκους. Αγνάντευαν για ώρες το ήρεμο ή μανιασμένο πέλαγος καθισμένοι νωχελικά σε ηλιόλουστες ταράτσες, ή όρθιοι πάνω από γκρεμούς που σου έκοβαν την ανάσα. Μπήκαν σε μουσεία όπου ζωντάνευε το παρελθόν των θαλασσοπόρων της χώρας, διάβασαν βιβλία για τις κατακτήσεις την εποχή της ακμής της υπερδύναμης, για την «ανακάλυψη Νέων Κόσμων» για τις αποικίες της Πορτογαλίας στην Αφρική που στέναζαν κάτω από το ζυγό, για τη Βραζιλία, την πρώην αποικία που έγινε χώρα ισχυρότερη από τη Μητρόπολη, για την παρακμή και τα μαύρα χρόνια του φασισμού. Ηταν οι πιο όμορφες διακοπές που θ' αναπολούσαν με νοσταλγία σ' όλη τους τη ζωή.
Γύρισαν στο Παρίσι ένα μουντό πρωινό το Σεπτέμβρη. Καταχώνιασαν μαγιό, σορτς και μπλουζάκια στο βάθος του μπαούλου, κειμήλιο της γιαγιάς που ακολουθούσε στα ξένα την κοπελιά. Φόρεσαν πουλόβερ, μπουφάν και μποτάκια, πήραν τις ομπρέλες και τα σακίδια κι έτρεξαν βιαστικά να προλάβουν το Μετρό, ανοίγοντας με κόπο δρόμο ανάμεσα στο βιαστικό, πολυάσχολο πλήθος».