«Τα ραβδιά των τυφλών» γράφτηκαν στις αρχές του 1959. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Ρουμανία το 1963, από το Κρατικό Θέατρο Βραΐλας, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Βεάκη. Η ιστορία εξελίσσεται στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ηρωίδες είναι πέντε αδελφές, που έχασαν τους γονείς τους και ζουν στο πατρικό τους σπίτι, χωρίς να έχουν καμία οικονομική άνεση. Τη ζωή τους θα ταράξει η ξαφνική παρουσία ενός άνδρα, που ζητά να κρυφτεί για λίγες μέρες στο σπίτι τους.
Το θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου άρχισε να παίζεται εκτός Ελλάδος από τη δεκαετία του 1950, στη Ρουμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, κ.α. και από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στην Ελλάδα σε κρατικές σκηνές και σκηνές του Ελεύθερου Θεάτρου. Eργα του, ανέβασαν οι: Μίνως Βολανάκης, Νικηφόρος Παπανδρέου, Μίμης Κουγιουμτζής, Δημήτρης Κωστής, Πέπυ Οικονομοπούλου και Σταμάτης Χονδρογιάννης, που παρουσίασε έργα του στην τηλεόραση, Βασίλης Παπαβασιλείου, κ.ά. Ηρωίδες και ήρωες του έργου του Ρίτσου ερμήνευσαν: Αλέκα Παΐζη, Ασπασία Παπαθανασίου, Βασίλης Παπαβασιλείου, Χρήστος Τσάγκας, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Εύα Κοταμανίδου, Ρένη Πιττακή, Μαρία Πρωτόπαπα, Κώστας Παμπικίδης, Ειρήνη Ιγγλέση, Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, Εφη Σταμούλη, κ.ά.
«Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σε ένα νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο... Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!/ Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται/ που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι/ θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις/ Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου»... Οταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι/ αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες/ ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου/ λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα»...
Τα λόγια όμως του ποιητή δεν μπορεί να είναι «λησμονημένα». Μέσα από αυτά φαίνεται «η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη/ τόσο θετική σαν μεταφυσική/ που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις/ πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του».
Για εκείνη όμως και για όσους ο χρόνος δεν αποδυναμώνει τη διάθεση για ζωή και αγώνα, δεν «έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου/ (δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου/ είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου)»...
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Οχι, δε θα 'ρθω. Καληνύχτα/ Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει/ να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι/ Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι - /την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου/ την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της/ την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της/ με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας/ με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, - ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας/ να μην ακούω πια τα βήματά σου/ μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα».
Η ποίησή του έχει καταρρίψει το φράγμα μεταξύ «λόγιας» και «λαϊκής» τέχνης. Οι θλιμμένες θύμησες, τα δάκρυα των πραγμάτων, «οι σκιές μες στο σπίτι», η «σκόνη του πιάνου», εκείνο το σπίτι που νιώθεις πια να το σηκώνεις στην πλάτη, οι τόσοι θάνατοι και ο καφές που ξεχνιέσαι και ετοιμάζεις δύο - «ποιος να τον πιει τον άλλο;» - ερμηνεύονται «οικειοθελώς» στις εξωτερικές και εσωτερικές αναζητήσεις μας και κατορθώνουν, αν και επιβάλλεται να κρατιούνται κρυφά, να κυριαρχήσουν άλλοτε σε κάποιο ανυπότακτο δάκρυ, άλλοτε σε ένα υπαινικτικό χαμόγελο, σε ένα βήμα που πριν δείλιαζε, σε ένα βήμα προς την πολιτεία, την ίδια πολιτεία που μας πονάει, στην ίδια πολιτεία «που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της».
Η «Ελένη» του Ρίτσου, όπως συμβαίνει και με τα άλλα πρόσωπα της «Τέταρτης Διάστασης», ζει στο δικό μας καιρό, σε ένα δικό μας περιβάλλον όπου τα δεδομένα και τα στοιχεία του πολιτισμού και της σύγχρονης ιστορίας συνείρονται με μυθολογικές αναφορές. Γράφεται, σύμφωνα με το χρονολογικό δείκτη στο τέλος πάντα του ποιήματος, στο Καρλόβασι από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1970, όπου βρίσκεται ο ποιητής περιορισμένος κατ' οίκον από τη δικτατορία του 1967. Τυπώνεται αυτοτελώς το Μάρτιο του 1972, με ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη και φέρει την αφιέρωση Στη μνήμη της ΝΙΝΑΣ της αδελφής μου. Η Νίνα πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1970 και ο θάνατός της βυθίζει τον ποιητή σε μεγάλο πένθος.
Στην «Ελένη» τα Σχόλια είναι εκτενέστερα - άλλωστε η Ελένη είναι σχεδόν τριπλάσια σε μέγεθος από τη «Σονάτα», 4 σελίδες το ένα ποίημα 11 το άλλο. Αυτό που περιγράφεται στα εναρκτήρια Σχόλια είναι η επίσκεψη στην Ελένη, ύστερα από χρόνια, ενός παλαιού γνωστού της και προφανώς θαυμαστή της. Η Ελένη ζει σε μια παλαιά αρχοντική μονοκατοικία με κήπο και αγάλματα, στα πρόθυρα της κατάρρευσης: φθορά, ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι, ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα... η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο... σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα. Στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ' τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Ο διστακτικός επισκέπτης χτυπά το κουδούνι, του ανοίγουν ύστερα από κάποια καθυστέρηση. Ακολουθεί η περιγραφή του εσωτερικού, όπου έχουμε την εικόνα της θλιβερής Κρεβατοκάμαρας - εδώ κατά ειρωνικό τρόπο βρίσκεται η σκηνή του δράματος - με την ασάλευτη, καθισμένη στο κρεβάτι της Ελένη. Μετά το μακρύ μονόλογό της, όταν γέρνει το κεφάλι και αποκοιμιέται, ο επισκέπτης, εγκαταλείπει το σπίτι μέσα σ' έναν αόριστο φόβο. Ομως, οι φωνές των υπηρετριών, τον επαναφέρουν πίσω: Η Γριά γυναίκα δεν κοιμάται, έχει πεθάνει. Ακολουθεί η λεηλασία του σπιτιού, ο ερχομός της αστυνομίας και η μεταφορά της νεκρής στο Νεκροτομείο. Μόνο τότε φεύγει ο Επισκέπτης, μέσα στο φεγγαρόφωτο κι εκείνος, όπως και ο Νέος της Σονάτας, αλλά χωρίς την αισιοδοξία του Νέου: «Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω από το σφραγισμένο σπίτι. Και ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι».
Στην «Τέταρτη διάσταση», ένα κράμα νεωτερισμού και αρχαϊσμού, εκφρασμένο σε μια γλώσσα ποιητική, γεμάτη μεγαλοψυχία και πολιτισμό, με τα μονόπρακτα αυτά ο Ρίτσος, αφουγκραζόμενος τις σύγχρονες εποχές, αφηγείται τη διαιωνιζόμενη ιστορία του λαού μας. Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα, που είναι δραματικοί μονόλογοι, ο Ρίτσος μέσα από διαφορετικές περσόνες, σύγχρονες αλλά και μυθολογικές, πραγματοποιεί καταβυθίσεις στο σκοτεινό βάθος της ψυχής και του υποσυνειδήτου, συναντώντας τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρας του σώματος και των πραγμάτων, αλλά και την αξία της απλής ζωής με την απενοχοποίηση του αντιήρωα. Ο Γιάννης Ρίτσος, όσο κανένας άλλος Ελληνας ποιητής, μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της Ιστορίας, για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, διαφορετικά ο θάνατος είναι μάταιος και ο έρωτας φλυαρία. Οπως φαίνεται και στην «Ισμήνη», για παράδειγμα, ο χρόνος και η εποχή δεν έχουν σημασία, γιατί στο πρόσωπο της Ισμήνης ο ποιητής ζωντανεύει μια ανθρώπινη ύπαρξη με όλες τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ειλικρίνεια, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αναστολές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο.
«Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας»...
«Ασήκωτο βάρος, νομίζω, να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας κυβερνιέται απ' αυτό που κυβερνά, - χώρια η απέραντη εκείνη υποψία προς όλους και προς όλα, - ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Οταν ο κόσμος έχει το φόβο ή την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρεις τι σου ετοιμάζει»... («Ισμήνη», Αθήνα Σεπτέμβρης - Δεκέμβρης 1966, Σάμος, Δεκέμβρης 1971).
Η «Ισμήνη» του Ρίτσου είναι βασισμένη στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, στην οποία θέλει μάταια να δώσει μια ελπίδα στην προγεγραμμένη μοίρα της κόρης των Λαβδακιδών. Ο Ρίτσος δίνει την ευκαιρία στην Ισμήνη να μιλήσει, να εκφράσει τη δική της αλήθεια, να μας παρουσιάσει ένα άλλο πρόσωπο μιας φοβισμένης, «αλύγιστης και απελπισμένης» Αντιγόνης που μόνο αυτή, δηλαδή η αδερφή της, μπορούσε να γνωρίσει. Η Ισμήνη λέει δυνατά αυτά που ο ίδιος ο Ρίτσος επιθυμεί να εκφράσει: σκέψεις για τη ζωή, για το θάνατο, για τον έρωτα, τον πόλεμο, τους τυράννους... αναμνήσεις από την παιδικότητα...
Μπορεί οι μονόλογοι αυτοί να είναι αρχαιόθεμοι όμως, ο μύθος συγχωνεύεται με τις κοινωνικο - ιστορικές εμπειρίες όπως και με την ιστορία της επίσης τραγικής δικής του οικογένειας. Λιτός, συχνά αινιγματικός, καταγράφει τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα.
Η «Χρυσόθεμις» αποτελεί επίσης ένα ξεχωριστό ποιητικό έργο. Είναι η ηρωίδα που το πρόσωπό της είναι το λιγότερο φωτισμένο από τους προβολείς της Ιστορίας. Κόρη του Αγαμέμνονα και αδελφή της Ηλέκτρας, δίσταζε να πάρει μέρος στο φόνο της μητέρας της, της Κλυταιμνήστρας. Αυτός ο δισταγμός τής στέρησε το πέρασμα στο πάνθεον των κορυφαίων τραγικών μορφών της αρχαιότητας. Η «Χρυσόθεμις» ηχογραφήθηκε για την Ελληνική Ραδιοφωνία το 1978, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μεσάλα και μουσική επιμέλεια του Στέλιου Μακρή.
Ενα από τα μυθολογικής αφετηρίας μεν, σύγχρονης αλληγορίας δε, ποιητικά θαύματα της «Τέταρτης Διάστασης» αποτελεί και ο «Αίαντας», στον οποίο η αναμόχλευση της μνήμης σημαίνει οδύνη, μέτρημα των πληγών και βαθύτερο μάτωμά τους. Ο Ρίτσος, χρησιμοποιώντας ως βάση του ποιητικού έργου του τον γενναίο, προδομένο από τους συμπολεμιστές του και, τελικώς, από απελπισία αυτόχειρα μυθικό ήρωα, ο Ρίτσος μετεικόνισε όλους τους προδομένους, πικραμένους αγωνιστές της νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας μας. Τα περασμένα κλέη του όχι μόνο δεν παρηγορούν μια περήφανη, γενναία, «φλεγόμενη» φύση σαν τον Αίαντα, αλλά αντίθετα βαθαίνουν τις πληγές του, την ακύρωσή του ως πολεμιστή, τη μοναξιά και απομόνωσή του και τον οδηγούν στην «τρέλα» της λυτρωτικής αυτοχειρίας.
Εμείς οι νεότεροι που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα, με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο, γνωρίζουμε κι εμείς κι αναγνωρίζουμε, κι έχουμε, ναι, κι εμείς τις πληγές μας σ' άλλο σημείο του σώματος - πληγές αθώρητες, χωρίς το αντίβαρο της περηφάνιας και του αξιοσέβαστου αίματος του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα. Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε - ποιος τους την ζήτησε; Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας τα χρέη και τις υποθήκες άλλων»... («Φιλοκτήτης», Αθήνα, Σάμος, Μάης 1963 - Οχτώβρης 1965).
Ο «Αγαμέμνων», πορθητής της Τροίας, επιστρέφει στο παλάτι του. Κι ενώ τα πλήθη αλαλάζουν, ο λόγος του ξεσπά παρουσία της βουβής Κλυταιμνήστρας και είναι μια θάλασσα από ακυρωμένες προσδοκίες, επηρμένα λάθη, αναίτιους φόνους, ανεκπλήρωτους πόθους και λεηλατημένες μέρες. Ο Γιάννης Ρίτσος, σύμφωνα με τη δική του κοσμοαντίληψη, ασχολείται και με τρεις από τους πλέον εμβληματικούς πολεμιστές της αρχαιότητας, διαμορφώνοντας και εντοπίζοντας ομοιότητες και διαφορές, με τα αρχαία πρότυπά τους. Πρόκειται, για τον Αγαμέμνονα, βασιλιά του Αργους και αρχιστράτηγο της Τρωικής εκστρατείας, τον Φιλοκτήτη, κάτοχο του τόξου του Ηρακλή και περίφημο τοξότη και τον Αίαντα, τον δεύτερο μετά τον Αχιλλέα σε δύναμη πολεμιστή των Αχαιών, που πρωταγωνιστούν σε τρεις από τους αρχαιόθεμους μονολόγους της «Τέταρτης Διάστασης» του Γιάννη Ρίτσου. Οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες που αποτελούν τα πρότυπα για τη διερεύνηση των ανωτέρω στοιχείων είναι: ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου από την τριλογία του «Ορέστεια», και ο «Φιλοκτήτης» και ο «Αίας» του Σοφοκλή. Εχοντας ως βάση αφ΄ενός όσα η μυθική παράδοση αναφέρει γι΄ αυτούς και αφ' ετέρου όσα η δραματική ποίηση διαμορφώνει, παρουσιάζει τους συγκεκριμένους πολεμιστές, χτίζοντας το χαρακτήρα τους κάτω από ένα διαφορετικό και ουσιαστικά ανατρεπτικό πρίσμα. Οι ήρωες - πολεμιστές των συγκεκριμένων μονολόγων είναι, ταυτόχρονα, και τα πρόσωπα των γνωστών μας από τη μυθολογία, αλλά και σύγχρονοί μας, καθημερινοί άνθρωποι. Ο μύθος εξακολουθεί να υπάρχει και εκείνο που αλλάζει δεν είναι παρά η οπτική γωνία από την οποία ο ποιητής φωτίζει τη συμπεριφορά των πολεμιστών ηρώων του. Μια οπτική γωνία τέτοια, που εκφράζει τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές του αντιλήψεις, τα προσωπικά του βιώματα, τις απόψεις του γύρω από τα σοβαρά προβλήματα της σύγχρονης ιστορικής πραγματικότητας.
Ο «Ορέστης», έργο γραμμένο το 1966, αναφέρεται στην επιστροφή του γιου του Αγαμέμνονα στο Αργος, προκειμένου να πάρει εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του, να σκοτώσει δηλαδή την μητέρα του και τον εραστή της. Ο ποιητής ανατρέπει το μύθο και παρουσιάζει έναν Ορέστη διαφορετικό από αυτόν των μεγάλων Τραγικών, ολοκληρωτικά αντίθετο με τις απόψεις της αδελφής του Ηλέκτρας που ζει για την εκπλήρωση της τιμωρίας, πάντα όμως με συνοδοιπόρο και συνεργό τον επιστήθιο φίλο του Πυλάδη, διόλου εκδικητικό και εναντίον των δολοφονικών αντιποίνων. Ο Ορέστης του Γιάννη Ρίτσου δεν πιστεύει καθόλου πως με έναν ακόμη φόνο θα δικαιωθεί και θα ησυχάσει το Αργος. Πίσω από την αναφορά του ποιητή στην «αρχαία βασιλική οικογένεια» και την τραγική της ιστορία, διαφαίνεται ξεκάθαρα η αγωνία του ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με το καθήκον που του επιβάλλουν. Του καθήκοντος που είναι αντίθετο με το συναίσθημα και την προσωπική του θέση, και το οποίο καλείται να εκπληρώσει και να υπηρετήσει. Η αγωνία, η αγάπη για την πατρίδα του, καθώς και η προσδοκία του για διακοπή των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ αδελφών, είναι διάχυτες στο έργο.
Αλλά και στις «Μαντατοφόρες» (Γυάρος, Σάμος Μάης 1967 - Δεκέμβρης 1969) είναι προφανής ο πόνος του ποιητή για ελευθερία, γι' αυτήν που αγωνίστηκε σ' όλη του τη ζωή. Προφανής κι η αγάπη του για τον κόσμο, για τον λαό, που νιώθει να είναι το παιδί του. «Αχ, ν' ακουστούν τα σμπάρα την αυγή και να λακήσουν τα τσακάλια - Αχ, και να δούμε τα σινιάλα της φωτιάς από λοφίσκο - Αχ, να βουίξει Ανάσταση καταμεσής του δρόμου κι ούλοι οι άνθρωποι ν' αγκαλιαζούνται, να φιλιούνται, κι οι καρδιές απ' τη χαρά τους κοκκινοβαμμένες σαν τα λαμπριάτικα τ' αυγά - και να χτυπάει η μια την άλλη - κόκκινο αυγό η καρδιά μας να χτυπά σ' αδελφικές καρδιές κι ας σπάει»...
ΟΛΕΣ: Αχ, κόσμε, κόσμε μου, παιδί μου, τούτος ο πόνος μες στα σωθικά μας είναι που σε γεννάμε πάλι. Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμψαμε όλες - Μια λέξη μόνο: Λευτεριά, και λάμπεις, κόσμε, γιε μας».