Οσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος που αποσπά ο επιχειρηματίας του τουρισμού, όχι μόνο χειροτερεύουν οι όροι απασχόλησης και αμοιβών για τους εργαζόμενους στον κλάδο, αλλά περιορίζονται οι δυνατότητες των λαϊκών νοικοκυριών για διακοπές και ξεκούραση
Ο Κ. Μαρκόπουλος ξεκαθάρισε, ωστόσο, ότι τα τουριστικά ακίνητα που αυτή τη στιγμή διαθέτουν σήμα λειτουργίας του ΕΟΤ και είναι εκμισθωμένα ή τα διαχειρίζεται η ΕΤΑ, θα περάσουν στην κατοχή και διαχείριση του ΕΟΤ. Καθησύχασε έτσι τους υφιστάμενους «πελάτες» ότι δε θα διαταραχθεί το καθεστώς που έχει διαμορφωθεί ως προς την εκμετάλλευση από αυτούς της δημόσιας τουριστικής υποδομής. Εκανε σαφές ότι διαγωνισμοί που βρίσκονται σε εξέλιξη για την πώληση σημαντικών «φιλέτων», όπως του Γκολφ Αφάντου Ρόδου και της Αναβύσσου, θα εξελιχθούν κανονικά για να μην ανατραπούν οι σχεδιασμοί των συμφερόντων που τα έχουν «βάλει στο μάτι». Με την ΕΤΑ να διαχειρίζεται περίπου 340 ακίνητα συνολικής έκτασης 70.000 στρεμμάτων, είναι σίγουρο ότι η «προίκα» προς την ΚΕΔ θα είναι σημαντική. Ωστόσο, τι θα απογίνουν τα ακίνητα που θα μεταφερθούν στην κυριότητα της νέας εταιρείας; Θα αντιμετωπιστούν ως αμιγώς τουριστικά ακίνητα με ανάλογη χρήση, ή θα πουληθούν ακέραια ή τμηματικά για οτιδήποτε άλλο; Και στις δύο περιπτώσεις θα πουληθούν και αυτό έχει τη μεγαλύτερη σημασία, καθώς το διαδικαστικό κομμάτι, εάν δηλαδή θα συνεχίσουν να διέπονται ορισμένα από αυτά από τις ρυθμίσεις των αρχικών απαλλοτριώσεων ή αν οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις θα τα απαλλάξουν από τέτοια «βάρη», είναι επιμέρους ζήτημα. Εξάλλου, ακόμη και τα εμπορικά κέντρα μεγαθήρια που πολλαπλασιάζονται, με άνεση μπορούν κάποιοι να τα εντάξουν στην τουριστική... υποδομή, ιδίως σε μια φάση όπου η κυβέρνηση προωθεί την αναθεώρηση του «χάρτη» των τουριστικών τόπων, με ευθεία επίπτωση στα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων και στην κυριακάτικη λειτουργία. Σε κάθε περίπτωση, εξασφαλίζεται και η ομαλή εξέλιξη των Συμπράξεων Ιδιωτικού και Δημόσιου Τομέα (ΣΔΙΤ), τις οποίες προωθεί η κυβέρνηση.
Την ίδια ώρα, το νομοσχέδιο του υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης που βρίσκεται στη Βουλή, επιχειρεί να λύσει χρόνιες «εκκρεμότητες» για το μεγάλο τουριστικό κεφάλαιο, «τακτοποιώντας» πολεοδομικές παρανομίες στις οποίες βασίστηκαν γερές κερδοφορίες. Ενα ικανό πλήθος ξενοδοχειακών μονάδων λειτουργεί επί πολλά χρόνια χωρίς το Ειδικό Σήμα Λειτουργίας του ΕΟΤ και χωρίς κανέναν έλεγχο, καθώς έχουν προχωρήσει σε πολεοδομικές αυθαιρεσίες, με αποτέλεσμα οι άδειες οικοδομής να μη συμπίπτουν με τη υφιστάμενη μορφή τους. Αυτό εμπόδιζε την έκδοση μιας σειράς πιστοποιητικών, όπως της πυρασφάλειας, που απαιτούνται για την ανανέωση του σήματος. Με τις διατάξεις του νομοσχεδίου δε θα λαμβάνονται υπόψη οι παρανομίες, όλα θα «τακτοποιούνται» με κάποιες βεβαιώσεις, συμβολικά πρόστιμα θα «τακτοποιούν» και την... εξιλέωση των αυθαιρετούντων. Τα σήματα θα δίνονται αφειδώς και οι επόμενοι παραβάτες θα κάνουν άνετα τις επεκτάσεις που επιθυμούν, προσβλέποντας βάσιμα σε μια ακόμη σχετική διάταξη στο μέλλον. Είναι ένα σχέδιο νόμου που καταψηφίστηκε από το ΚΚΕ, ενώ το ΠΑΣΟΚ άσκησε... κριτική, επειδή άργησε και δε φροντίζει για μια ακόμη μεγαλύτερης έκτασης «τακτοποίηση» των συμφερόντων των μεγαλοξενοδόχων.
Οι ρυθμίσεις όπως αυτή της «τακτοποίησης», που έχουν μεγάλη προϊστορία συναφών διατάξεων, τα μέτρα άμεσης και έμμεσης οικονομικής ενίσχυσης, όπως αυτά που λήφθηκαν πρόσφατα από την κυβέρνηση, το νέο χωροταξικό που στρώνει το δρόμο σε νέες ασυδοσίες, το ξεπούλημα της δημόσιας τουριστικής περιουσίας, δεν είναι κάτι νέο ως σύλληψη και πράξη, δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά τον κανόνα. Οι δύο τελευταίες περιπτώσεις τον επιβεβαιώνουν, όπως επιβεβαιώνουν και τη θέση του ΚΚΕ για τη διαχρονική πολιτική στήριξη του μεγάλου τουριστικού κεφαλαίου, η οποία είχε παρουσιαστεί τον περασμένο Απρίλη στη σχετική με το θέμα συνέντευξη της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκας Παπαρήγα. Το Κόμμα είχε επισημάνει:
«Πώς οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ υπηρέτησαν το μεγάλο κεφάλαιο στον τουρισμό;
Οι θέσεις του ΣΥΝ για τον τουρισμό εντάσσονται στην ίδια κατεύθυνση με την πολιτική του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΝΔ. Θεωρεί τον τουρισμό σαν έναν από τους βασικότερους συντελεστές που διαμορφώνουν τους όρους ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας».
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η αντιμετώπιση του τουρισμού για τους εργαζόμενους ως καθολικού λαϊκού δικαιώματος, που είναι και η βασική θέση του ΚΚΕ, είναι η μόνη προσέγγιση που μπορεί να εγγυηθεί αυτό το δικαίωμα. Εκ των πραγμάτων, αλλά και επί της ουσίας, η προσπάθεια εκπλήρωσης και προστασίας αυτής της λαϊκής ανάγκης έρχεται σε ευθεία αντίθεση και με την κυβερνητική πολιτική που υλοποιείται και με τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματιών του τουρισμού. Ακόμη περισσότερο, επιβάλλει την κόντρα με κάθε τι που ποδοπατά για άλλη μια φορά τη ζωή του εργαζόμενου και των παιδιών του, αυτές τις λίγες μέρες που του επιτρέπουν να σταματήσει τη δουλειά (αν και δεν είναι λίγοι εκείνοι που προσπαθούν να βγάλουν μεροκάματο θυσιάζοντας την άδειά τους), μετά από μήνες πίεσης και υπερεκμετάλλευσης, για να βρεθεί και πάλι εγκλωβισμένος στους τέσσερις τοίχους της πόλης- φυλακής του.
Οσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος που αποσπά ο επιχειρηματίας του τουρισμού, τόσο περιορίζονται οι δυνατότητες των εργαζομένων να αναπληρώσουν ένα τμήμα της εργατικής τους δύναμης με αξιοπρεπείς όρους, όσον αφορά την άνεση, την αισθητική, τη συμμετοχή σε δραστηριότητες, το συνδυασμό του παραθερισμού με απόκτηση γνώσης, τη γνωριμία με την πατρίδα του, αλλά και με τις πατρίδες άλλων λαών. Οσα περισσότερα μέτρα λαμβάνει η κυβέρνηση υπέρ του μεγάλου τουριστικού κεφαλαίου, τόσο λιγότερο επωφελούνται οι μικροί επιχειρηματίες του τουρισμού, διαρκώς πιεζόμενοι από το εύρος των υπηρεσιών που μπορούν να προσφέρουν οι μεγάλες μονάδες σε καλύτερες τιμές. Το όποιο πρόσκαιρο κέρδος θεωρούν ότι αποκομίζουν από ευρύτερες διατάξεις που τους αγγίζουν, εξανεμίζεται από τους άνισους όρους ανταγωνισμού. Οσο περισσότερο αντιμετωπίζεται ο τουρισμός ως βασικός μοχλός της ελληνικής οικονομίας, τόσο πιο επισφαλής γίνεται η θέση της, με σοβαρότατους κινδύνους για τους εργαζόμενους. Οσο περισσότερο οι μεγαλοξενοδόχοι αντιμετωπίζονται ως «εθνικοί ευεργέτες», τόσο συρρικνώνονται τα δικαιώματα των εργαζομένων του τουριστικού κλάδου, στο όνομα της «εθνικής οικονομίας».
Η λογική της αντιμετώπισης του τουρισμού πρώτα και κύρια ως οικονομικής δραστηριότητας, είναι και η βάση των «κακών» που έχουν συσσωρευτεί. Η «ποιότητα» έχει αναχθεί σε ζητούμενο, επειδή μπορεί να εκτοξεύσει τις τιμές, αλλά και τα περιθώρια κέρδους. Σ' αυτό το πλαίσιο, κυβέρνηση και επιχειρηματίες δεν ενδιαφέρονται κυρίως για την αύξηση των αφίξεων, αλλά για την αύξηση των εισπράξεων, για όλο και πιο εύπορους πελάτες. Είναι η λογική που έχει διατυπωθεί από εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου στο παρελθόν, σύμφωνα με την οποία το θέμα δεν είναι ένα πουκάμισο να στοιχίζει 7 ευρώ και να πωλείται 10, αλλά να στοιχίζει 20 ευρώ και να πωλείται 40 ευρώ. Τι θα απογίνουν οι εργατικές οικογένειες; Ηδη έχει παγιωθεί η κατάσταση όπου 3 στους 10 δεν κάνουν διακοπές, η διάρκεια για τους υπόλοιπους πλησιάζει τις 10 - 15 μέρες και ένα μεγάλο τμήμα βρίσκει λύση στο χωριό και στη φιλοξενία από συγγενείς και φίλους. Ακόμη και τα προγράμματα του κοινωνικού τουρισμού αυξάνονται στη βάση της λογικής ότι πρέπει να στηριχθούν οι επιχειρηματίες και όχι στη βάση των πραγματικών λαϊκών αναγκών. Ακόμη περισσότερο, η όποια συζήτηση γίνεται και η αντίστοιχη υλοποίηση έργων υποδομής, έχει σαν βασικό κριτήριο την ικανοποίηση των τουριστικών αναγκών, μια διαστρέβλωση που φτάνει μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο εκλαμβάνεται ως τουριστικό «ντεκόρ». Με τέτοια κριτήρια, οποιαδήποτε αλλαγή προτεραιοτήτων για το τι εξυπηρετεί τον τουρισμό - εμπόρευμα, για το τι φέρνει μεγαλύτερο κέρδος, μπορεί να οδηγήσει στις τραγωδίες του αύριο για όλους αυτούς τους τομείς. Η αντίσταση σε αυτές τις επιλογές είναι μονόδρομος για όποιον ελπίζει και θέλει ένα καλύτερο αύριο.