Καθ'οδόν: Στις Πρέσπες
Κυριακή 26 Ιούλη 2009

Κοντεύουν σχεδόν δύο χρόνια από τότε που η στήλη είχε βρεθεί ξανά στις Πρέσπες. Σήμερα επανερχόμαστε για να πάρουμε μια άλλη γεύση της περιοχής, μέσα από περιστατικά που συνθέτουν μια διαφορετική ατμόσφαιρα που με δεξιοτεχνία περιγράφει ο συγγραφέας, φίλος της στήλης, Βαγγέλης Μηνιώτης. Ας τον ακολουθήσουμε σε αυτό το ταξίδι στο παρελθόν. Σε μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί...

Ανθρωποι, ποντίκια...

«Είδα στην τηλεόραση τις Πρέσπες, τη μικρή ν' απλώνεται νωχελικά στο ελληνικό έδαφος και τη μεγάλη να χώνεται στην αγκαλιά των γειτόνων και είπα: - Τι καλά θα ήταν το ίδιο αγαπημένοι να ζούσαν και οι κάτοικοι των χωρών μας, όλων των χωρών της γης, αν δεν υπήρχε ο πειρασμός του αδηφάγου κεφαλαίου που σαρώνει τους ανθρώπους σε πολέμους και φοβερές αιματοχυσίες προκειμένου να αυξάνει συνεχώς τα υπάρχοντά του.

Τις είδα και μέσα μου ξύπνησε η λαχτάρα της χαμένης νιότης πάνω στα ψηλά βουνά που τις τριγυρίζουν. Στη μικρή Πρέσπα βρέθηκα στρατιώτης αμέσως μετά τη λήξη του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου και "εγκατασταθήκαμε" σ' ένα υπόγειο καταφύγιο μέσα στο οποίο δεν μπορούσε να εισχωρήσει της ημέρας το φως, με συντροφιά τα ποντίκια που παραδόξως ήταν τετράπαχα και, το φόβητρο όλων των συγκατοίκων, εξαιτίας του γεγονότος ότι αρέσκονταν να 'τρώνε τα αυτιά των φαντάρων! Δεν είναι και μικρό κακό, η αλήθεια, να γυρίσει κανείς σπίτι του κουτσαύφτης σε μια ηλικία της παντρειάς, που πρέπει ν' αρέσει στα κορίτσια!


Από το σκοτεινό χαράκωμα βγαίναμε για φαγητό, για διάφορες υπηρεσίες κι αν είχες διάθεση μπορούσες ν' αγναντεύεις τις λίμνες από ψηλά ή να τις πλησιάσεις και ν' απολαύσεις τις ομορφιές τους που θα σε απομάκρυναν για λίγο από τις αντιξοότητες της ζωής, αρκεί να διαθέσεις μερικά χιλιόμετρα ορειβασίας. Απάνθρωποι οι στρατοί! Να βλέπεις παλικάρια, με όνειρα και επιθυμίες, να σπαταλούν τη νιότη τους μ' αυτόν τον τρόπο γιατί δεν κατάφερε η ανθρωπότητα να στεριώσει σε παγκόσμια κλίμακα αδιατάραχτη ΕΙΡΗΝΗ. Αυτά σκεφτόμουν στα σπλάχνα του βουνού που κατοικούσα στο τριεθνές».

...και λαγοί

«Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν λιγοστοί και ταλαιπωρημένοι στα γύρω χωριά, που φαίνονται τώρα όμορφα και ανανεωμένα, όπως το επιβάλλει το πανέμορφο περιβάλλον! Οι κάτοικοι λιγοστοί, αλλά πλήθος οι λαγοί, περιφέρονται στα μονοπάτια ανενόχλητοι μιας και οι φαντάροι δεν ασχολούνται μαζί τους γιατί και αν τους πιάσουν δε ξέρουν τι να τους κάνουν μέσα στη σπηλιά! Ούτε μάγειρας υπήρχε, ούτε σκεύος μαγειρικής!

Δε ξεχνώ την ημέρα των εκλογών του 1951 που κατεβαίνοντας για να ψηφίσω υποχρεωτικά στο χωριό ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ, ξαφνικά βρέθηκε μπροστά μου στο μονοπάτι ένας λαγός τεράστιος που με κατατρόμαξε! Εκείνος έδειξε εντελώς ατάραχος και συνέχισε την πορεία του αδιαφορώντας για την παρουσία μου. Η δική του παρουσία διέκοψε τη σκέψη που με βασάνιζε στη διαδρομή: - Τι, και πώς θα γίνει η ψηφοφορία; Γεγονός είναι ότι η ψηφοφορία... έτσι κι αλλιώς έγινε και όπως θα θυμούνται οι παλιοί βγήκε ο Παπάγος.


Ας έλθουμε όμως στο αγρίμι που πήδηξε μπροστά μου και με κατατρόμαξε. Μια πιθαμή ήταν πλάι μου μα δεν πρόλαβα να το χαϊδέψω, έγινε... λαγός αφήνοντάς με στη σκέψη μου: - Πώς θα ψηφίσω; Φυσικά βγήκε ο Παπάγος.

Ενας άλλος λαγός, να δείτε τι μου έκανε! Σα διαβιβαστής που ήμουνα, είχα την ευθύνη του τηλεφώνου που τα καλώδιά του ήταν σκόρπια πάνω στις βουνοπλαγιές, όταν λοιπόν, μια μέρα έπαθε βλάβη η γραμμή, με έστειλαν μόνο, να τη βρω και να τη διορθώσω. Περπατώντας αρκετά χιλιόμετρα στην οροσειρά παράπλευρα με τα σύνορα ακολουθώντας την πορεία του καλωδίου που συνέδεε τα φυλάκια, κάποτε, ανακάλυψα τη βλάβη πάνω σ' ένα ψηλό δέντρο και σκαρφαλώνοντας με βιαστικές κινήσεις πάνω του προσπαθούσα να επανασυνδέσω τις δυο άκρες του καλωδίου οπότε, ένα ξαφνικό και δυνατό φρουου, κόντεψε να με αφήσει επιτόπου! Αθελα έκλεισα τα μάτια και κουλουριάστηκα στο δέντρο ώσπου αντίκρισα στο ξέφωτο ένα λαγό τεράστιο σαν κατσίκι. Μετά από αυτό το ξαφνικό, πήρα το μονοπάτι της επιστροφής και έτρεχα σα λαγός ή μάλλον σαν τρελός στα παραμεθόρια βουνά για να φτάσω το γρηγορότερο στη σπηλιά μου με τους πελώριους ποντικούς που αποτελούσαν μόνιμη τρομάρα... για τα αυτιά και τη μύτη των οπλιτών! Που αντί για όνειρα γλυκά, ένεκα το νεαρόν της ηλικίας, ξημεροβραδιάζονταν με το φόβο των αρουραίων.

Ξαναπήγα και ως πολίτης εκεί πάνω, όχι βέβαια στην ποντικοφωλιά του βουνού και θεώρησα τυχερούς, με όλα τους τα προβλήματα, όσους βιώνουν σε τέτοιες τοποθεσίες».


Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ