Τα φώτα σβήνουν στην αίθουσα. Ησυχία. Ακούγεται μόνο ο ήχος της μηχανής προβολής. Ενα πλοίο δένει στο λιμάνι και κατεβάζει τη σκάλα. Στην κορυφή της στέκεται ένας άνθρωπος με τη βαλίτσα του στο χέρι και αρχίζει να κατεβαίνει αργά αργά. Είναι πολιτικός πρόσφυγας που γυρίζει στην πατρίδα. Ενα πρόσωπο από κρητικό βράχο, ένα βλέμμα ανυπότακτο, σοφό και πικραμένο, μια φωνή φτιαγμένη για να γράφονται ποιήματα να τα απαγγέλει αυτή. Αυτός ο άνθρωπος έρχεται από πολύ μακρυά και πηγαίνει για πολύ μακρυά. Για το ταξίδι στα Κύθηρα.
Το λιμάνι είμαστε εμείς. Ο καθένας μας. Σημείο άφιξης αλλά και αναχώρησης.
Χρόνια και χρόνια αυτός ο άνθρωπος εξακολουθεί να κατεβαίνει τη σκάλα του καραβιού που δένει στα προσωπικά μας λιμάνια. Κρατάει την βαλίτσα του στο ένα χέρι και με το άλλο, το ελεύθερο, μας παίρνει από το χέρι για ταξίδια μακρινά, στη χώρα της ποίησης, της ευγένειας, του ήθους και του ονείρου.
Οιδίποδας, Προμηθέας Δεσμώτης, Καπετάν Μιχάλης, Δον Κιχότης, Οθέλος και τόσοι άλλοι ρόλοι, όχι μόνο στο θεατρικό σανίδι αλλά και στην οθόνη. Και όλοι αυτοί οι ρόλοι ερμηνευμένοι από τον Μάνο Κατράκη. Περιοδείες στο εξωτερικό και βραβεύσεις, με αποκορύφωμα εκείνη του 1961 όπου ανακηρύχθηκε ο καλύτερος διεθνής ηθοποιός του 5ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο για την ερμηνεία του Κρέοντα στην Αντιγόνη. «Αντίπαλοί» του ήταν ο Λόρενς Ολιβιέ και ο Μπαρτ Λάνκαστερ.
Κανείς δεν άρθρωνε το λόγο όπως αυτός. Με τη φωνή του μετουσίωσε ξανά τη γλώσσα σε εργαλείο επικοινωνίας των ανθρώπων.