Η αρνητική στάση μόνο αρνητική έκβαση μπορεί να έχει για τον εργαζόμενο διαμηνύει η διοίκηση με τον «Κώδικα Συμπεριφοράς και Δεοντολογίας»
Προκειμένου η εργοδοσία να προσδώσει στον «Κώδικα» χαρακτήρα νομικού εγγράφου - με τις αντίστοιχες συνέπειες - καλεί τους εργαζόμενους να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση γνωστοποίησής του. Ενώ μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι υπέγραφαν απλώς κάτω από τη φράση «έλαβα γνώση του παρόντος» σε οποιαδήποτε εγκύκλιο της εργοδοσίας.
Στο κεφάλαιο «Εργασιακές Σχέσεις στην ΑΤΕbank» περισσεύει η υποκρισία της εργοδοσίας, η οποία ισχυρίζεται ότι «σέβεται την ελευθερία του συνδικαλίζεσθαι και του δικαιώματος σύστασης και προσχώρησης σε σωματεία εργαζομένων». Οπως προκύπτει από τα όσα αναφέρονται σε άλλα τμήματα του «Κώδικα», θεωρείται εχθρός της εργοδοσίας όποιος τολμά, έστω, να διαμαρτυρηθεί για τις συνθήκες εργασίας. `Η να αντιτεθεί στο διακηρυγμένο στόχο της τράπεζας, δηλαδή την όλο και μεγαλύτερη κερδοφορία που προκύπτει από την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Είναι επομένως προφανές ότι η εργοδοσία αναγνωρίζει το δικαίωμα της συνδικαλιστικής δράσης μόνο στο βαθμό που αυτή δεν αντιτίθεται στα συμφέροντά της και συμβάλλει στη διασφάλισή τους.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στον «Κώδικα»: «Κάθε ενέργεια της τράπεζας στοχεύει στην αύξηση της κερδοφορίας και στη βελτίωση της αποδοτικότητας του ομίλου, προς όφελος αυτών που την εμπιστεύονται επενδύοντας στη μετοχή της ή στις μετοχές των εταιρειών του ομίλου». Επομένως και ο «Κώδικας» στοχεύει στην αύξηση των κερδών της μέσω των όρων που επιχειρεί να επιβάλει.
Στο πλαίσιο αυτό δηλώνεται ξεκάθαρα: «...Ολοι οι εργαζόμενοι οφείλουν να προασπίζονται τα συμφέροντα του ομίλου». Και για να συμβεί αυτό ο «Κώδικας» προστάζει: «Να σέβεται (σ.σ. ο εργαζόμενος) την ιεραρχία (...) Να δείχνει διαλλακτικότητα και προσαρμοστικότητα στις εκάστοτε εργασιακές απαιτήσεις (...) Να προσαρμόζεται εύκολα στις πραγματικές συνθήκες που επιβάλλουν οι ανάγκες εργασίας του (σ.σ. δηλαδή οι ανάγκες του εργοδότη). Να μη δυστροπεί στα καθήκοντα που του ανατίθενται, ιδιαίτερα όταν αυτά υπαγορεύονται από ειδικές περιστάσεις ή από την ανάγκη να προστατευτούν τα συμφέροντα του ομίλου (...)».
Με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος πρέπει να αποδέχεται κάθε εργοδοτική απαίτηση. Να αποδέχεται την εκτέλεση εργασιών πέρα από αυτή για την οποία προσλήφθηκε και «να μη δυστροπεί» γι' αυτό. Να δουλεύει πιο πολύ ή πιο λίγο, περισσότερες ή λιγότερες ώρες, αν αυτό απαιτούν οι «εργασιακές απαιτήσεις» και οι «ανάγκες της εργασίας».
Αν δεν αποδέχεται τις εργοδοτικές απαιτήσεις και τολμά να έχει «αρνητική στάση» (όπως να πρωτοστατεί στην οργάνωση του αγώνα μαζί με τους συναδέλφους του για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους), τότε η τράπεζα προειδοποιεί ρητά: «Να αντιλαμβάνεται ότι η αρνητική στάση, οι διενέξεις και οι έντονες και μόνιμες αντιπαραθέσεις, μόνο αρνητική έκβαση μπορεί να έχουν για τον ίδιο, την εργασιακή του μονάδα και τον όμιλο συνολικά». Αυτή η απειλητική προειδοποίηση αποδεικνύει και το ψευδές ενός άλλου ισχυρισμού της τράπεζας ότι «δεν επιβάλλει, ούτε χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μορφή υποχρεωτικής εργασίας».
Ο «Κώδικας» αποτελεί, τελικά, μια προσπάθεια της εργοδοσίας να επιβάλει στη συνείδηση των εργαζομένων ως αναγκαία τα αντεργατικά μέτρα που εφαρμόζει στο πλαίσιο της γενικότερης επίθεσης του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του.