Αφηγείται η Αναστασία Τσαμπαρλή που διανύει την 10η δεκαετία της ζωής της.
«Γεννήθηκα στο Ρουφ, Λεωφόρος Κωνσταντινουπόλεως 20. Ο πατέρας μου, Αντώνης Στριγγάρης, είχε αμάξι με ένα άλογο και έκανε μετακομίσεις. Τον φωνάζανε Μεθανίτη επειδή ήταν από τα Μέθανα και αραμπατζή. Το επίθετό του δεν το ήξερε σχεδόν κανένας. Το άλογο το λέγαμε Μπίλιο και το αγαπούσα πολύ. Το αχούρι του ήτανε στο πίσω μέρος του σπιτιού μας. Την κοπριά του αλόγου ερχόντουσαν οι περιβολάρηδες και την παίρνανε με κάρα για τα περιβόλια τους. Το ταΐζαμε σανό που το αγοράζαμε από το σανοπωλείο του Σακκιώτη στην οδό Πειραιώς. Ο πατέρας μου το έπλενε στο Σκαραμαγκά. Οταν γέρασε και δεν μπορούσε να σύρει το αμάξι, το αφήσαμε να ζει και το ταΐζαμε μέχρι να πεθάνει. Ο πατέρας μου δεν πήρε άλλο άλογο και σταμάτησε και αυτός να δουλεύει.
Αφηγείται ο Χρήστος Λεπτοκαρύδης ηλεκτρολόγος, 52 χρονώ, από την προσφυγογειτονιά της Ν. Ιωνίας.
«Το 1955, στην οδό Σαπφούς, κοντά στην Πλατεία Κουμουνδούρου άνοιξε η μεγαλύτερη μάντρα οικοδομικών υλικών του κέντρου της Αθήνας και την είχε ο Αρβανίτης Τσέγκος Γεώργιος από την Εύβοια. Μετά το θάνατό του την κληροδότησε στο γιο του και αυτός την μετέφερε Κολοκυνθούς 35. Εκεί δούλευε ο πατέρας μου ως καραγωγέας, δηλαδή οδηγός ιππήλατου οχήματος (κάρου) που το τράβαγε ένα άλογο και μετέφερε τα οικοδομικά υλικά στα μονώροφα και διώροφα σπίτια, στις μονοκατοικίες, γιατί οι πολυκατοικίες προμηθεύονταν από αλλού μεγάλες ποσότητες υλικών.
Εγώ από πέντε χρονώ, από το 1960, κατέβαινα από τη γειτονιά μας, τη Ν. Ιωνία, στη μάντρα, βοηθούσα τον πατέρα μου και παρατηρούσα κάθε τι που γινόταν γύρω μου. Εκείνο που μου έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν το άλογο που ζούσε μέσα στη μάντρα σε ειδικό χώρο, παχνί. Ολα τα χρόνια που δούλευε εκεί ο πατέρας μου άλλαξαν τέσσερα άλογα. Αυτό κράτησε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1976, που έκλεισε και η μάντρα.
Η μάντρα αυτή ήταν η μοναδική που δούλευε με κάρο ακόμη εκείνη την εποχή και οι τουρίστες το είχαν σαν αξιοθέατο και έπαιρναν φωτογραφίες και το κάρο, και το άλογο, και τον πατέρα μου. Οι μεταφορές, βέβαια, είχαν μια περιορισμένη ακτίνα, δεν ξεπερνούσαν την πλατεία Ομόνοιας, το τέρμα της Λένορμαν και έφταναν το πολύ μέχρι το ποτάμι. Παρ' όλο που δούλευε με κάρο ακόμα, δεν έπαυε να τροφοδοτεί τις άλλες πιο μικρές αλλά και πιο σύγχρονες μάντρες της Αθήνας, στο θησείο (Βουτσαράς), στου Ψυρρή και σπάνια τα μαρμαράδικα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Από ακούσματα από τους δικούς μου, αλλά όχι από δική μου εμπειρία είχα μάθει και για τις άμαξες του λιμανιού του Πειραιά, επειδή η γιαγιά μου όταν έφθασε στον Πειραιά από τη Θεσσαλονίκη το 1951, ήρθε με άμαξα στο σπίτι μας.
Οι άμαξες των λιμανιών ήταν δύο ειδών: Οι άμαξες που ήταν στα τελωνεία και φόρτωναν τα εμπορεύματα και τις έσερναν 4 άλογα και από πίσω ρυμουλκούσαν μια άλλη άμαξα που συνδεόταν με την πρώτη με ένα άγκιστρο που θηλύκωνε σαν τους σημερινούς κοτσαδόρους που χρησιμοποιούνται στα ρυμουλκούμενα τροχόσπιτα κ.α. Το άλλο είδος άμαξας των λιμανιών ήταν για τους επιβάτες. Αυτές είχαν δύο αντικριστούς πάγκους που χωρούσαν να καθίσουν περίπου έξι άτομα. Οι αποσκευές τους ήταν σε μια μπαγκαζιέρα στο πίσω μέρος της άμαξας. Αυτές οι άμαξες πήγαιναν τον καθένα στο σπίτι του και είχαν και αυτές όπως και οι άλλες άμαξες στέγαστρο για προφύλαξη από τη βροχή».