Νέα στοιχεία για τη Βεργίνα
Παρασκευή 27 Νοέμβρη 2009

Η εξωτερική πλευρά πρόσφατα αποκαλυφθέντος πύργου του τείχους
Νέα τμήματα του τείχους της Βεργίνας έφερε στο φως η πανεπιστημιακή ανασκαφή του ΑΠΘ, με επικεφαλής τον καθηγητή, Π. Φάκλαρη, τη φετινή ανασκαφική περίοδο, που ολοκληρώθηκε προχτές.

Το ΑΠΘ ερευνά τη Βεργίνα από το 1938. Μέχρι τώρα προκύπτει ότι αποτελεί την καλύτερη σωζόμενη οχύρωση της Μακεδονίας. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του πανεπιστημίου, «πρόκειται για ένα από τα πλέον αξιόλογα σε κατάσταση διατήρησης τμήματα του τείχους (...) Στο ΒΑ τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου (...) το τείχος αποκαλύπτεται διατηρημένο σε εξαιρετική κατάσταση και σημαντικό ύψος έως 1,90 μ. Στο σημείο αυτό, η ανασκαφική ομάδα δίνει αγώνα με τις επιχώσεις, καθώς το βάθος στο οποίο αποκαλύπτεται το τείχος, συχνά υπερβαίνει τα 4,5 μ., λόγω του όγκου των φερτών υλών που σώρευσε πάνω του ένας χείμαρρος που έδρασε καταστροφικά κατά την αρχαιότητα. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η καλή κατάσταση του μνημείου, καθώς οι τεράστιες αυτές επιχώσεις το προστάτευσαν από τη φυσική και την ανθρώπινη φθορά».

Τα μεταπύργια φθάνουν στο «εντυπωσιακό πάχος» των 2,80 μ., ενισχυμένα κατά διαστήματα «από στιβαρούς ορθογώνιους και ημικυκλικούς πύργους». Ετσι, οι επιστήμονες συμπεραίνουν ότι «το τείχος ήταν σαφώς κατασκευασμένο με πρόνοια για την αντιμετώπιση αλλά και την εγκατάσταση πολεμικών μηχανών». «Η άνοδος στους πύργους και τις επάλξεις γινόταν με χτιστές κλίμακες, πέντε από τις οποίες έχουν ήδη ερευνηθεί. Δίπλα σε πύργους, καλυμμένες από την ημικυκλική προβολή τους, βρέθηκαν πυλίδες που χρησίμευαν για εξόδους αιφνιδιασμού του εχθρού. Σε όλο το αποκαλυφθέν τμήμα του τείχους διαπιστώθηκε η ενσωμάτωση, στην κατασκευή του, οικοδομικού υλικού σε δεύτερη χρήση, προερχόμενου από άγνωστα, κατεστραμμένα δημόσια κτίρια της πόλης».

Τα ευρήματα χρονολογούν την κατασκευή του τείχους επί βασιλείας του Κασσάνδρου (μετά τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.), «εποχή κατά την οποία η Μακεδονία γνωρίζει μια ταραχώδη περίοδο, εμφύλιων συγκρούσεων και εξωγενών επεμβάσεων». «Η γεωγραφική θέση της πιερικής αυτής πόλης, πάνω στον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε από τα λιμάνια της Πύδνας και της Μεθώνης προς την Ανω Μακεδονία, καθιστούσε απαραίτητη την οχύρωσή της για την εξασφάλιση και τον έλεγχο της σημαντικής αυτής διάβασης».

Πλήθος ποικίλλων κινητών ευρημάτων συμπληρώνουν την εικόνα της ζωής της πόλης, κυρίως κατά το 2ο και 1ο αι. π.Χ. Αξιόλογο φετινό εύρημα είναι το μεγάλο σύνολο απανθρακωμένων σπόρων από όσπρια, δημητριακά και κουκούτσια ελιάς.