Πολιτισμός - εργαλείο της κερδοφορίας του κεφαλαίου και ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ

Επεξεργασία του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για την κυβερνητική πολιτιστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ (1993 - 2003) και τις Προγραμματικές Δηλώσεις της κυβέρνησης στον τομέα του Πολιτισμού

Κυριακή 17 Γενάρη 2010

Eurokinissi

Εκτακτοι συμβασιούχοι του ΥΠΠΟ, σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο υπουργείο Πολιτισμού
Το ΠΑΣΟΚ, με την πολιτική και τις θέσεις του για τον πολιτισμό, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση και πάντα μέσω των οργάνων της ΕΕ, ακολουθεί, συνδιαμορφώνει και εφαρμόζει όλες τις «μεταλλάξεις» της καπιταλιστικής διαχείρισης στον πολιτιστικό τομέα με αξιοσημείωτη προθυμία. Συνέβαλε και συμβάλλει, δε, τα μέγιστα, ως χαρακτηριστικό σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα, στην ιδεολογική χειραγώγηση και ενσωμάτωση των εργατών του πνεύματος και της τέχνης, καθώς και του λαού, στην κυρίαρχη αστική κουλτούρα, με βασικό στρατηγικό στόχο την ικανοποίηση των απαιτήσεων του ευρω-ενωσιακού κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση της δημιουργίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς, ως βασικής προϋπόθεσης για την αναπαραγωγή και την κερδοφορία του, αλλά και για την απρόσκοπτη χειραγώγηση των συνειδήσεων.

Ανασκόπηση στην πολιτιστική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ

Το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του '80 ιδιαίτερα στη διάρκεια της δεύτερης κυβερνητικής τετραετίας του και στο πλαίσιο της γενικότερης συντηρητικoποίησης και ευθυγράμμισής του με την πολιτική της ΕΟΚ τροποποίησε σταδιακά και την πολιτιστική πολιτική του. Αυτή η προσαρμογή οδήγησε σε κατακόρυφη μείωση τις κρατικές δαπάνες για τον πολιτισμό που είχαν αυξηθεί την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του. Παράλληλα, διευρύνθηκαν σημαντικά οι «χορηγίες» και η είσοδος του μεγάλου κεφαλαίου στο χώρο, προετοιμάστηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις.

Μετά το 1993, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ταυτίστηκε με τη γραμμή της ΕΕ για την προώθηση «ενιαίας πολιτιστικής ταυτότητας» και τη δημιουργία των προϋποθέσεων ανάπτυξης της καπιταλιστικής βιομηχανίας του θεάματος. Αξιοποίησε εντατικά τα ευρωπαϊκά προγράμματα για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων αυτών και την ενσωμάτωση των καλλιτεχνών, προώθησε τις ιδιωτικοποιήσεις, πήρε μέτρα περιστέλλοντας τις όποιες κατακτήσεις των καλλιτεχνών και γενικότερα του λαϊκού κινήματος. Πιο συγκεκριμένα:

Πορεία καλλιτεχνών της ΠΟΘΑ στο υπουργείο Απασχόλησης
1. Ιδιωτικοποίησε από το 1994, τους περισσότερους θεσμούς παραγωγής και προώθησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας που ανήκαν στο υπουργείο Πολιτισμού (Κρατικά Θέατρα και κρατικές μουσικές σκηνές, Φεστιβάλ Αθηνών, Κινηματογράφου, μουσεία κλπ.).

2. Ολα τα νέα θεσμικά πρόσωπα του ΥΠΠΟ συστάθηκαν ως οργανισμοί «ιδιωτικού δικαίου», με διορισμένα ΔΣ από τον υπουργό Πολιτισμού και με ιδιωτικο-οικονομική λειτουργία.

3. Σε όλα τα διοικητικά όργανα του ΥΠΠΟ και στις επιτροπές τέχνης του υπουργείου τοποθετήθηκαν ως «προσωπικότητες» του χώρου της τέχνης έμποροι και μεσάζοντες, επιχειρηματίες και εκπρόσωποι των επιχειρήσεων του Τύπου, ενώ οι συλλογικοί πολιτιστικοί φορείς περιορίσθηκαν ή εκτοπίσθηκαν.

4. Ξεκίνησε η σταδιακή εκχώρηση στο μεγάλο κεφάλαιο του δημόσιου χώρου.

5. Παραχωρήθηκε στο μεγάλο κεφάλαιο το μεγαλύτερο μέρος από το πενιχρό 0,5% του κρατικού προϋπολογισμού για τον Πολιτισμό.

Στόχοι της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ήταν η ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και η χειραγώγηση της καλλιτεχνικής παραγωγής με μέτρα που διευκόλυναν:

Eurokinissi

Διαμαρτυρία εργαζομένων της Λυρικής Σκηνής
Στο έδαφος αυτό απαξιώθηκαν οι συλλογικοί φορείς των καλλιτεχνών και των εργατικών και νεολαιίστικων πολιτιστικών συλλόγων, και γενικότερα του μαζικού κινήματος, ενώ οξύνθηκαν τα εργασιακά προβλήματα και η ανασφάλιστη εργασία των καλλιτεχνών δημιουργών, οι οποίοι περιθωριοποιήθηκαν παραπέρα ή οδηγήθηκαν στην ενσωμάτωση.

Ολα εμπόρευμα

Αναλυτικότερα, για την περίοδο 1993-2003:

Μετά την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ:

Εντείνεται ο μονοπωλιακός έλεγχος
Πιο ειδικά:

Α. Την περίοδο 1994 - 1995, με υπουργό Πολιτισμού τον Θ. Μικρούτσικο:

Β. Το 1996, με υπουργό Πολιτισμού τον Στ. Μπένο:

Γ. Την περίοδο 1997 - 1999, με Υπουργό Πολιτισμού τον Ευάγ. Βενιζέλο:

Δ. Τη δεύτερη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ 1999 - 2003 με Υπουργούς Πολιτισμού διαδοχικά τους Παπαζώη, Πάγκαλο και Βενιζέλο:

Σε όλο το διάστημα της εναλλάξ διακυβέρνησης του τόπου από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ το μεγάλο κεφάλαιο έφτασε να ελέγχει άμεσα και ολοκληρωτικά τον οπτικοακουστικό τομέα, έχοντας στην ιδιοκτησία του το μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ, χωρίς ούτε καν να αποδίδει το 1,5% των κερδών τους για την ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου, όπως προβλέπει ο σχετικός νόμος του 1986.

Συμπερασματικά, το σύνολο των κυβερνητικών μέτρων που πάρθηκαν την τελευταία εικοσαετία δημιούργησαν ευνοϊκότερους και αποτελεσματικότερους όρους για την ανάπτυξη και παρέμβαση του μονοπωλιακού κεφαλαίου στον τομέα του πολιτισμού σύμφωνα με τη διεθνή στρατηγική του (είναι γνωστό ότι στη χώρα - πρότυπο για την ΕΕ, τις ΗΠΑ η «General Electric» - βασικός προμηθευτής όπλων του Πενταγώνου - είναι ιδιοκτήτης των 3 μεγαλύτερων τηλεοπτικών δικτύων της χώρας, η «Coca Cola» ελέγχει την «Columbia» κλπ.).

Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου που επιτεύχθηκε μέσα από τις ρυθμίσεις της περιόδου που εξετάσαμε έχει ήδη επιφέρει βαρύτατα πλήγματα στην πολιτιστική ανάπτυξη του λαού. Ο ασφυκτικός έλεγχος της πολιτιστικής παραγωγής από τα μονοπωλιακά συγκροτήματα ορθώνει ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη καλλιτεχνικού έργου έξω από τα κυρίαρχα πρότυπα και τους κανόνες της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα καταδικάζει τα πλατιά εργατικά και λαϊκά στρώματα στην παθητική κατανάλωση των αγοραίων προϊόντων της βιομηχανίας της εκτόνωσης.

Στην άλλη πλευρά του νομίσματος, αναπτύσσεται η κοσμοπολίτικη κουλτούρα της κοινωνικής «ελίτ» με «εισαγωγές» καλλιτεχνικών προϊόντων από τις καπιταλιστικές «μητροπόλεις» και κυριαρχία των εγχώριων μονοπωλιακών παραγωγών που εκτοπίζουν σαρωτικά όσους μεμονωμένους καλλιτέχνες και δημιουργούς προβάλλουν αντιστάσεις στην εμπορευματοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, πρόσφατα ο πρωθυπουργός προσκάλεσε έναν Ισπανό αρχιτέκτονα για τον καλλωπισμό των δημόσιων χώρων μας, όπως αντίστοιχα ο Καλατράβα είχε αναλάβει το 2000 την αισθητική των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων.

Παράλληλα, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να εξασφαλίσει αντίστοιχα συμφωνίες εξαγωγής ελληνικών «ανταγωνιστικών πολιτιστικών προϊόντων» σε άλλες χώρες. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο προεκλογικό της πρόγραμμα για τον πολιτισμό, στόχος της είναι η «αξιοποίηση του πολιτιστικού κεφαλαίου μας, ώστε το πολιτιστικό απόθεμα της χώρας να παρουσιάζεται ισότιμα στη διεθνή σκηνή και να αποτελέσει ισχυρή παραγωγική δύναμη». Ωστόσο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα η πραγματικότητα της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης διαψεύδει αυτού του είδους τις διακηρύξεις, που άλλωστε δεν είναι καινούργιες, αφού παρόμοιες εξαγγελίες διατυπώνονται χρόνια από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Η αντι-πολιτιστική πολιτική συνεχίζεται....

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στο προεκλογικό της πρόγραμμα, σε συνδυασμό με τις προγραμματικές δηλώσεις της, αποκαλύπτει τους γενικούς άξονες στους οποίους θα κινηθεί τα επόμενα χρόνια η πολιτική της με κεντρική επιδίωξη να συνεχιστεί η μαζική εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής δραστηριότητας και με νέες μορφές να υποστηριχθεί η επέκταση της μονοπωλιακής εκμετάλλευσης του πολιτισμού.

Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για τον πολιτισμό φέρει τον τίτλο:

«Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ...»

Οταν μιλά για τον πολιτισμό ως δύναμη ανάπτυξης, η κυβέρνηση δεν εννοεί την αξιοποίηση του πολιτισμού για την πνευματική ανάπτυξη του λαού. Ο όρος ανάπτυξη αναφέρεται στην ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και τη βελτίωση της θέσης των εγχώριων μονοπωλίων στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό μέσα από την αποδοτικότερη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρει ο πολιτισμός, όπως άλλωστε προβλέπεται από τη στρατηγική της Λισαβόνας, η οποία διαβλέπει στο πεδίο του πολιτισμού ανεκμετάλλευτες ακόμη δυνατότητες για ανάπτυξη της «ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας». Η συγχώνευση των υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού - την οποία προωθούσε η κυβέρνηση της ΝΔ και τελικά νομοθέτησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ - προδικάζει το είδος της πολιτιστικής ανάπτυξης που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση: Ο πολιτισμός μετατρέπεται σε εξάρτημα της τουριστικής βιομηχανίας για προσέλκυση πελατών και εκσυγχρονισμό των τουριστικών πακέτων, ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά. Από την υπόθεση αυτή, οι μόνοι κερδισμένοι θα είναι τα μονοπώλια του τουρισμού και της διασκέδασης και όχι ο πολιτισμός, ο οποίος θα γνωρίσει νέες, βαθύτερες μορφές εμπορευματοποίησης και χειραγώγησης, με τον αποκλεισμό κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης που δεν εξυπηρετεί ή και αντιστρατεύεται τα οικονομικά και ιδεολογικά - πολιτικά συμφέροντα του κεφαλαίου. Αλλωστε, σε άλλο σημείο των προγραμματικών δηλώσεων οι προθέσεις της κυβέρνησης για την πολιτιστική ανάπτυξη γίνονται πιο συγκεκριμένες και ξεκάθαρες: «Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ», «από πεδίο παθητικής κατανάλωσης σε παραγωγική δύναμη της χώρας» (...) εξαγωγή πολιτιστικών προϊόντων (...) «προσέλκυση στην Ελλάδα πολιτιστικών δραστηριοτήτων από άλλες χώρες (...) εξαγωγή τεχνογνωσίας σε Νοτιοανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο (...) με ποιοτικά κριτήρια και πιστοποιημένες διαδικασίες (...) σε συνεργασία με την ιδιωτική πρωτοβουλία (...) προώθηση "έξυπνων" υπηρεσιών και προϊόντων στην τουριστική αγορά».

Η πιστοποίηση ως εργαλείο μονοπώλησης

Με άλλα λόγια, παράλληλος στόχος είναι μια πιο εντατική και αποτελεσματική εμπορική εκμετάλλευση του πολιτιστικού πλούτου της χώρας από τα μονοπώλια με σκοπό να διεισδύσουν οικονομικά και πολιτικά σε νέες αγορές. Πρόκειται για κατεύθυνση που έρχεται να διευκολύνει τη διεύρυνση της οικονομικής δραστηριότητας τόσο των εγχώριων, όσο και των ξένων μονοπωλίων με βάση την αρχή του Μάαστριχτ για την οικονομία της ανοιχτής αγοράς, την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εργατικού δυναμικού, εμπορευμάτων και υπηρεσιών και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Οι «διαδικασίες πιστοποίησης» και τα αποκαλούμενα «ποιοτικά κριτήρια» στη διακίνηση των πολιτιστικών υπηρεσιών αποσκοπούν στον αποκλεισμό κάθε μη μονοπωλιακού φορέα από τη μοιρασιά, γιατί όπως είναι γνωστό στις προδιαγραφές και τα κριτήρια «πιστοποίησης» μπορούν να ανταποκριθούν μόνο ελάχιστοι ισχυροί όμιλοι με μεγάλη οικονομική επιφάνεια.

Ετσι και «η στήριξη στο δημιουργό»που διακηρύσσει η κυβέρνηση δεν αφορά στους καλλιτέχνες - δημιουργούς, αλλά στα μονοπωλιακά κυκλώματα παραγωγής και διανομής του καλλιτεχνικού έργου, στα οποία η κυβέρνηση εναποθέτει τη «στήριξη» του δημιουργού, καθώς θα δημιουργήσουν, όπως ισχυρίζεται, χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Για το πώς η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το θέμα, είναι χαρακτηριστικές οι εξελίξεις στο χώρο του κινηματογράφου, όπου κάτω από το σύνθημα ότι ο κρατικός εναγκαλισμός του κινηματογράφου φιμώνει τις ριζοσπαστικές φωνές, ενισχύονται τα μέτρα που από το 1995 επέβαλαν στους μεμονωμένους σκηνοθέτες τη συνεργασία τους με εταιρείες παραγωγής προκειμένου να χρηματοδοτηθούν και επιχειρείται να καθιερωθούν πλουσιοπάροχα κίνητρα και κρατικές επιδοτήσεις στους μονοπωλιακούς κολοσσούς που λυμαίνονται όλο το κύκλωμα του κινηματογράφου, από την παραγωγή, μέχρι τη διακίνηση, τη διανομή και τη διαφήμιση. Στο πλαίσιο αυτό ο δημιουργός όχι μόνο δεν απελευθερώνεται, αλλά συνθλίβεται ολοσχερώς από τις απαιτήσεις των μονοπωλίων διανομής και προβολής του κινηματογραφικού έργου («Village», «Odeon» κλπ.). Οταν η κυβέρνηση μιλάει «για σαφείς και δημοσιοποιημένους όρους χρηματοδότησης έργων, προγραμμάτων, δράσεων και καθιέρωση μητρώου φυσικών και νομικών προσώπων για ανάληψη πολιτιστικών δράσεων» καταλαβαίνουμε ότι στόχο της έχει να δημιουργήσει δομές που «αξιοκρατικά» και «διαφανώς» θα αποκλείουν από τη χρηματοδότηση κάθε φωνή αμφισβήτησης στις κυρίαρχες αντιλήψεις για τον πολιτισμό και την αποστολή του. Το όφελος από όλη αυτή τη διαφάνεια θα είναι για το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις που πλέον και με «ISO» (σύστημα πιστοποίησης) θα νομιμοποιούν την αποκλειστικότητά τους στην πολιτιστική δραστηριότητα. Αλλωστε για το σεβασμό που δείχνει η κυρίαρχη πολιτική στο δημιουργό μιλούν από μόνες τους οι άθλιες εργασιακές σχέσεις που ισχύουν για τη μεγάλη μάζα των καλλιτεχνών, τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχονται τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα, οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες βιοπορισμού τους, που τους καθιστούν ευάλωτους και πιο διαθέσιμους στο συμβιβασμό και την ενσωμάτωση.

«Η ελευθερία πρόσβασης και επιλογής στον πολίτη»αποτελεί παραπλάνηση. Είναι αλήθεια ότι ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού δεν υπήρχαν τόσες πολλές ευκαιρίες για τον καθένα να έρθει σε επαφή με τις διάφορες μορφές τέχνης και πολιτισμού όσο σήμερα. Με τις νέες τεχνολογίες και ιδιαίτερα με το διαδίκτυο μπορεί κανείς με ελάχιστο κόστος να μεταφέρει στην οθόνη του υπολογιστή του εκθέματα μουσείων από κάθε μεριά του κόσμου, να παρακολουθήσει ιστορικές θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, κινηματογραφικά έργα, να επιλέξει ανάμεσα σε πληθώρα μουσικών κομματιών και εκτελέσεων, να δει έργα των μεγαλύτερων ζωγράφων κλπ. Ωστόσο ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας να φέρουν κοντά στο λαό την ανθρώπινη πνευματική και πολιτιστική δημιουργία και στις πιθανότητες να μπορέσουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία να την προσεγγίσουν, να την απολαύσουν, πολύ περισσότερο να συμμετέχουν σ' αυτή.

Διευρύνεται η πολιτιστική ανισότητα

Η αυξανόμενη οικονομική εκμετάλλευση και κοινωνική ανισότητα συμβαδίζουν με τη διεύρυνση της πνευματικής εκμετάλλευσης και της πολιτιστικής ανισότητας, στερώντας από τα λαϊκά στρώματα τη δυνατότητα και προπαντός τα μορφωτικά εφόδια που θα τους επιτρέψουν να κατακτήσουν τα επιτεύγματα του πνευματικού πολιτισμού, να νιώσουν τη συγκίνηση και τα νοήματα που εκπέμπει η αληθινή τέχνη, να παρακινηθούν και να εμπνευστούν σε δημιουργική δράση μέσα από αυτά. Την ανάγκη της ψυχαγωγίας και της δημιουργικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου έρχεται να καλύψει ο εμπορευματοποιημένος πολιτισμός της εκτόνωσης, που επιβάλλει στην καθημερινότητα της λαϊκής οικογένειας το αγοραίο γούστο των εύπεπτων προϊόντων της καπιταλιστικής πολιτιστικής βιομηχανίας. Η ελαχιστοποίηση του ελεύθερου χρόνου, ο αγώνας για την επιβίωση, το άγχος, η ανασφάλεια, το πλήθος των οικονομικών και άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει κάθε εργαζόμενος συνηγορούν υπέρ αυτών των δήθεν προσιτών πολιτιστικών λύσεων. Η ελευθερία πρόσβασης και επιλογής του πολίτη είναι συνάρτηση αναγκαίων κοινωνικών, οικονομικών και παιδαγωγικών προϋποθέσεων που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εξασφαλιστούν καθολικά στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι' αυτό άλλωστε το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ μιλά για «Δημιουργία των προϋποθέσεων για ίσες ευκαιρίες»και όχι ίσες δυνατότητες «στην πρόσβαση, απόλαυση και συμμετοχή στην πολιτιστική δημιουργία», που στην ουσία μεταφράζονται σε μέτρα αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών, όπως ψηφιοποίηση μουσείων, ηλεκτρονικές εκδόσεις κλπ. που ταυτόχρονα θα διευκολύνουν την παραπέρα εμπορευματοποίηση του πολιτιστικού υλικού.

«ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ» «...Προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των δημόσιων ελεύθερων χώρων και της πολιτιστικής κληρονομιάς..».Στην ουσία πρόκειται για παρεμβάσεις που θα κάνουν πιο ελκυστικές για επενδύσεις και ιδιωτική εκμετάλλευση περιοχές με τουριστικό ή άλλου είδους επιχειρηματικό ενδιαφέρον, αλλά και για εκχώρηση δημόσιων ελεύθερων χώρων σε ιδιώτες στο όνομα της προστασίας και της αξιοποίησής τους. Αναφέρονται ενδεικτικά η εκχώρηση από το ΥΠΕΧΩΔΕ (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) και το Δήμο Αθηναίων (ΝΔ) του Πάρκου Ελευθερίας στο Μέγαρο Μουσικής του ιδρύματος Λαμπράκη, η προσπάθεια - που αποτράπηκε λόγω διαμαρτυριών για αρχαιολογικά ευρήματα - να παραχωρηθεί δημόσιος χώρος στο Μουσείο Τέχνης Γουλανδρή, η παραχώρηση του Φαληρικού Δέλτα στο Ιδρυμα Νιάρχος από την κυβέρνηση της ΝΔ με την ψήφο και του ΠΑΣΟΚ και άλλα σε συνδυασμό με τη γενικότερη πολιτική εμπορευματοποίησης της γης που εφαρμόζει και τους δασοκτόνους νόμους που έχει παλιότερα ψηφίσει.

«ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ»Οταν το ΠΑΣΟΚ μιλά για ανάδειξη και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν εννοεί τη στήριξή της από το κράτος, αλλά την παραχώρησή της στην αποκαλούμενη «κοινωνία των πολιτών», δηλαδή την «ιδιωτική πρωτοβουλία» των χορηγών και των διάφορων σωματείων, κινήσεων και «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων» (ΜΚΟ), που ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς ζητώντας από το λαό - ο οποίος σηκώνει ήδη το κύριο βάρος της κρατικής χρηματοδότησης με τη βαριά άμεση και έμμεση φορολογία - να ξαναπληρώσει για την προστασία της κληρονομιάς του. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η όποια προστασία του πολιτιστικού πλούτου της χώρας να εναποτίθεται στην καλή προαίρεση των «ιδιωτών», οι οποίοι αναγορεύονται επίσημα από το κράτος σε σωτήρες της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανάθεση, ουσιαστικά, στην κίνηση «ενεργών πολιτών» «Διάζωμα» της ευθύνης για την αναστήλωση των αρχαίων θεάτρων.

Χαρακτηριστικά, το κυβερνητικό πρόγραμμα μέσα στα γενικόλογα και εύηχα μιλάει «για υιοθεσία μνημείων από σχολεία, συλλόγους, δήμους η άλλους φορείς» (όπως ΜΚΟ ή ιδιώτες), καλύπτοντας πίσω από τον «εθελοντισμό» την εμπορευματοποίηση και την πολιτική συρρίκνωσης της κρατικής παρέμβασης στην προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τη συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση του πολιτισμού και την παραπέρα μείωση του μόνιμου προσωπικού του ΥΠΠΟ. Για το πώς φαντάζεται την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς το ΠΑΣΟΚ, είναι χαρακτηριστικά ορισμένα γεγονότα της προηγούμενης διακυβέρνησής του όπου έγινε προσπάθεια εμπορευματοποίησης των αρχαιολογικών μας χώρων: Το Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου στο Ιδρυμα Λαμπράκη, το Ηρώδειο για επίδειξη μόδας του Κάλβιν Κλάιν (που απέτρεψε το μαζικό κίνημα, όπως απέτρεψε και τη «δωρεά» σημαντικών αρχαιοτήτων από την Αρχαία Ολυμπία σε ιδιωτικό μουσείο των «Αθανάτων» στη Λοζάνη το 1995). Αλλωστε, η κυβέρνηση προχώρησε στον υποβιβασμό του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων με τη δημιουργία της «ΑΕ Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς», που μετεξελίχθηκε στο γνωστό Οργανισμό Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού (ΟΠΕΠ). Ετσι παρακάτω το πρόγραμμα αναφέρει ότι η κυβέρνηση «επιδιώκει την αυτονομία, την αυτοτέλεια των μουσείων... θεωρώντας αδιαπραγμάτευτο το δημόσιο χαρακτήρα τους».Με άλλα λόγια, αποσκοπεί στην επιχειρηματική λειτουργία του συνόλου των κρατικών μουσείων με προοπτική την ιδιωτικοποίησή τους, κατά τα πρότυπα των φορέων που ίδρυσε το 1997, με «ανταποδοτικότητα», χορηγίες και ιδιωτικοοικονομική λειτουργία, ακριβό εισιτήριο και εμπορευματοποιημένες λειτουργίες, όπως έγινε με το Νέο Μουσείο Ακρόπολης που με νόμο της ΝΔ, που ψηφίστηκε και από το ΠΑΣΟΚ, αποκόπηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία κ.ά.

«Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ»Είναι γνωστό ότι κατά τις προηγούμενες τετραετίες της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ η καλλιτεχνική εκπαίδευση υποβαθμίστηκε σε κατάρτιση και δεξιότητεςκαι μαζί με αυτήν υποβαθμίστηκε και ο ρόλος του εκπαιδευτικού σε «εμψυχωτή» πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Κατά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ το 1997, μειώθηκαν οι ώρες καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, ενώ στο Λύκειο το μάθημα μετατράπηκε σε «προαιρετικό».

Το όψιμο ενδιαφέρον για την αναβάθμιση του πολιτισμού στην εκπαιδευτική διαδικασία προκύπτει από τις εκμεταλλευτικές ανάγκες της καπιταλιστικής πολιτιστικής βιομηχανίας για την αναπαραγωγή με χαμηλό κόστος μιας μάζας ευέλικτων, φτηνών και ανειδίκευτων εργαζομένων με στοιχειώδεις δεξιότητες στο χειρισμό πολιτιστικών ζητημάτων. Ετσι οι πολιτιστικές δεξιότητες σε πρόσφατες οδηγίες της ΕΕ εντάσσονται στις 8 βασικές ικανότητες που θα πρέπει να αποκτούν οι μαθητές από την υποχρεωτική εκπαίδευση. Είναι φανερό ότι σε καμία περίπτωση η κατεύθυνση αυτή δε σημαίνει καλλιέργεια αισθητικής αγωγής με σκοπό την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή, ούτε βέβαια τη δημιουργία δημόσιων και αναβαθμισμένων δομών καλλιτεχνικής παιδείας. Πρόκειται για υποκατάσταση της αισθητικής καλλιέργειας με ασύνδετες δεξιότητες χειρισμού απλών προβλημάτων. Αλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΣΟΚ στο πρόγραμμά του δε μιλά για ίδρυση δημόσιου συστήματος καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, αλλά για «ένταξη» της υπάρχουσας υποβαθμισμένης και ιδιωτικής «καλλιτεχνικής εκπαίδευσης» στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Διαφαίνεται δηλαδή η πρόθεση για ένταξη π.χ. των ιδιωτικών σχολών (θεάτρου, ωδείων κλπ.) στην ανώτατη εκπαίδευση και όχι για ίδρυση αποκλειστικά δημόσιων και δωρεάν ανώτατων καλλιτεχνικών σχολών, όπως είναι το αίτημα του κινήματος. Ετσι εξηγείται και το ότι το ΠΑΣΟΚ κατά την προηγούμενη διακυβέρνησή του ίδρυσε αντί αυτών ένα πλήθος υπολειτουργούντων «περί την τέχνη» σχολών, που εκπαιδεύουν θεωρητικούς και «κριτικούς τέχνης», μάνατζερς ή διαχειριστές - «εμψυχωτές», με στόχο τη στελέχωση της πολιτιστικής βιομηχανίας, ενώ κατά βάση τόσο η Μουσική όσο και η Θεατρική και Κινηματογραφική Παιδεία έμεινε στα χέρια των ιδιωτικών επιχειρήσεων και αδιαβάθμητη, εκτός υπουργείου Παιδείας.

Μια πλήρως εμπορευματοποιημένη καλλιτεχνική παραγωγή

«ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΜΕ», «...προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο και δεσμευτικό πρόγραμμα πολιτισμού προς τα ΜΜΕ, που θα ενσωματώνει επιμορφωτικές και πολιτιστικές εκπομπές στις ζώνες υψηλής τηλεθέασης και ακροαματικότητας της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου και στην καθιέρωση πολιτιστικής ζώνης στα δελτία ειδήσεων»...και αλλού «με στόχο τη δημιουργία "πολιτιστικού καναλιού", στα πλαίσια της ΕΡΤ, όπου θα προβάλλει την πολιτιστική παραγωγή».

Πρόκειται για μέτρο που σε ένα βαθμό ήδη υλοποιείται στο πρώτο σκέλος του από τα κρατικά και ιδιωτικά ΜΜΕ χωρίς αποτελέσματα στην αναβάθμιση του λαϊκού αισθητικού κριτηρίου και στην ουσία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την προβολή και διαφήμιση (στην πορεία και όταν δημιουργηθεί το κρατικό κανάλι με άφθονο κρατικό χρήμα) της δραστηριότητας της πολιτιστικής βιομηχανίας.

«ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΣΗ», «...προγράμματα και δράσεις σε συνεργασία με την ΤΑ και τα περιφερειακά ΑΕΙ, με στόχο τη στήριξη των δημιουργών σε κάθε τοπική κοινωνία» ...«ενεργοποίηση της ιδέας του πολιτιστικού εθελοντισμού... με εισαγωγή θεσμών αριστείας...», «...ενίσχυση των περιφερειακών δικτύων των τεχνών (ΔΗΠΕΘΕ, λέσχες, ωδεία, βιβλιοθήκες, εργαστήρια κλπ.». Είναι φανερή η προοπτική, σε συνδυασμό με την προώθηση του «Καποδίστρια 2» (τώρα το λένε σχέδιο «Καλλικράτης») και την ισχυροποίηση των ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα), προώθησης νέων μορφών αποκέντρωσης της πολιτιστικής δραστηριότητας που θα συνοδευτεί με διεύρυνση των ανισοτήτων της, ανάλογα με τις διαχειριστικές και οικονομικές δυνατότητες της κάθε τοπικής κοινωνίας και μεγαλύτερη υποβάθμιση, αλλά και χειραγώγηση της πολιτιστικής δημιουργίας από την άμεση παρέμβαση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ο μονοπωλιακός έλεγχος μέσω των συμπράξεων και των χορηγιών, της διανομής, ο έλεγχος των «διαύλων» παρουσίασης της τέχνης στο κοινό, σε συνδυασμό με την απαξίωση των εργατικών και νεολαιίστικων πολιτιστικών φορέων και των συλλογικών φορέων των καλλιτεχνών και με τον πολυδιαφημιζόμενο «πολιτιστικό εθελοντισμό», θα δημιουργήσει μια πληρέστερα ελεγχόμενη και εμπορευματοποιημένη καλλιτεχνική παραγωγή.

Και βέβαια στις προγραμματικές δηλώσεις και στο Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ δε γίνεται λόγος κανείς για την «ανατροπή» του νομοθετικού έργου της ΝΔ στον Πολιτισμό το τελευταίο διάστημα, ακριβώς γιατί στρατηγικά η ΝΔ ταυτίζεται με το ΠΑΣΟΚ που και αυτό ψήφισε:

Η αναφορά που κάνει το ΠΑΣΟΚ στην αναμόρφωση του νόμου περί χορηγιών αφορά δευτερεύοντα διαδικαστικά θέματα. Σχετίζεται με τη διατυπωμένη διαφωνία με τη ΝΔ για το αν θα πρέπει να μπαίνει το ΥΠΠΟ ρυθμιστής στο πού θα δοθούν οι χορηγίες μέσω του «συμβουλίου χορηγών» του ΥΠΠΟ (το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να επιθυμεί την απευθείας).

Τα άμεσα μέτωπα πάλης

Μπροστά στη σημερινή ανάληψη της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, πρέπει να μην ξεχαστεί η νωπή πείρα από την προηγούμενη διακυβέρνησή του. Ο κίνδυνος είναι να εμπλέξουν τους εργαζόμενους και τους καλλιτέχνες σε ελπίδες σχετικά με το πρόσωπο του νέου υπουργού, που είναι στην «επιστημονική ελίτ της χώρας και άνθρωπος με παιδεία κλπ.» και με τα νέα πρόσωπα που διαχειρίζονται και όλα τα άλλα πόστα στα υπουργεία που σχετίζονται με τον Πολιτισμό.

Πρέπει να ενισχύσουμε την πληροφόρηση και να ανοίξουμε τα άμεσα μέτωπα πάλης με οξύτητα:

Να αποκαλύψουμε τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου που υπηρετεί το ΠΑΣΟΚ στον τομέα του Πολιτισμού και να εντείνουμε την πάλη μας για την ανάπτυξη ενός πλατιού μετώπου στο χώρο του Πολιτισμού που θα παλέψει για: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ,για την ανάπτυξη καλλιτεχνικής και ερασιτεχνικής δημιουργίας ως αντίδοτο στην εμπορευματοποίηση και τα αγοραία πρότυπα της μονοπωλιακής πολιτιστικής βιομηχανίας. Ο στόχος αυτός για να υλοποιηθεί ολοκληρωμένα, απαιτούνται βαθύτερες αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις στη χώρα. Ενώνεται με την προοπτική για λαϊκή οικονομία και λαϊκή εξουσία.

Παλεύουμε για την αναγέννηση του Πολιτισμού, αγωνιζόμαστε για:

Διεκδικούμε: