ΣΕΙΣΜΟΠΑΘΕΙΣ ΜΕΝΙΔΙΟΥ
Ο «βρεγμένος» τη βροχή δεν τη φοβάται...
Τετάρτη 22 Νοέμβρη 2000

Λασπόνερα παντού. Πριν δύο μέρες - λένε οι κάτοικοι -δεν μπορούσες να περάσεις. Τώρα περνάς και αντικρίζεις την οργή τους
Δυο μέρες μετά τη νεροποντή της Κυριακής και οι λάσπες στον καταυλισμό του «Καποτά» στο Μενίδι δε λένε να υποχωρήσουν. Μόνο που το ποτάμι λάσπης που κατέβηκε μέσα σε ελάχιστα λεπτά, παρασέρνοντας ό,τι έβρισκε στο διάβα του, δεν μπόρεσε ούτε να τρομάξει, ούτε να δυσανασχετήσει τους κατοίκους του συγκεκριμένου καταυλισμού. Κι αυτό γιατί ήδη ο προηγούμενος χειμώνας είχε δείξει τη σκληρότητά του - «συνηθισμένοι είμαστε οι άνθρωποι και στις βροχές και στα κρύα» - είχε αποδείξει, όμως, και τη μοναξιά τους - «μας πέταξαν σε ένα λυόμενο και μας άφησαν στην κακή μας τύχη». Ετσι οι κουβέντες τους γίνονται ένα ανελέητο «κατηγορώ», ένα παράπονο που δεν έχει στόχο να συγκινήσει, αλλά να εκτονώσει - έστω και στο ελάχιστο - την οργή που προκαλεί η εγκατάλειψή τους.

Ουσιαστικά προβλήματα απ' τον «κατακλυσμό» της Κυριακής αντιμετώπισαν μόνο τα λυόμενα που έχουν επίπεδη στέγη. Συσσωρεύτηκαν τα νερά εκεί, έσταξαν ή μπήκαν... φουριόζικα μέσα στα «σπίτια», καταστρέφοντας έτσι τα ελάχιστα πράγματα που είχαν περισώσει οι άνθρωποι απ' τον καταστροφικό σεισμό. Δύο μέρες τώρα οι γυναίκες απλώνουν στον ήλιο τη βρεγμένη οικοσκευή τους, διώχνουν τα νερά απ' τις αυλές και τους δρόμους, αλλά απ' τις κουβέντες και τα πρόσωπά τους φαίνεται πως το κακό δεν... εξορκίζεται. Γιατί δεν είναι μόνο τα φυσικά φαινόμενα που βασανίζουν τις ήδη ταλαιπωρημένες ψυχές. Είναι προπάντων η φτώχεια και η ανεργία.

Η Χρυσούλα γυρνά και ξαναγυρνά τα στρώματα, να στεγνώσουν. Να περισώσει το ελάχιστο που της απέμεινε. «Ζωή κόλαση. Σκούπιζα όλο το βράδυ και καταριόμουν», λέει η μάνα τεσσάρων μικρών παιδιών
Η Χρυσούλα Μπρίζιντερ ζει με τον άντρα της και τα τέσσερα μικρά παιδιά της σ' ένα λυόμενο 25 τ.μ. Δυο κρεβάτια, τέσσερα στρώματα, ένα ψυγείο και λίγα ακόμα μικροαντικείμενα είναι όλη τους η περιουσία. Χτες η Χρυσούλα άπλωνε στην αυλή τα στρώματα να στεγνώσουν. «Δεν ξέρω, όλοι για κοινωνική ευημερία μιλούν, εμείς με δέκα μεροκάματα το μήνα στην οικοδομή - κι αυτά αν τα βρει ο άντρας μου - ζούμε. Ξεχασμένοι, απελπισμένοι, αηδιασμένοι. Οση ώρα έβρεχε, εγώ σκούπιζα να διώξω τα λασπόνερα μη μας πνίξουν. Σκούπιζα και καταριόμουν», θα πει...

Για τον Διονύση και την Μαρία Μάργαρη - συνταξιούχοι και οι δύο - η βροχή και τα αποτελέσματά της είναι ένα σύνηθες φαινόμενο. «Περάσαμε κι άλλον χειμώνα και ξέρουμε. Το καλοκαίρι δεν μπορείς να σταθείς απ' τη ζέστη, το χειμώνα δεν μπορείς να σταθείς απ' το κρύο. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν υπάρχει προοπτική να φύγουμε από δω. Αλλά ακόμα κι αν φύγουμε, κανείς μας δεν ξέρει πού θα πάει και τι θα κάνει», λέει ο 66χρονος άνδρας. Δύο γιους έχει το ζευγάρι, άνεργοι και οι δύο. Η σύνταξη ίσα - ίσα φτάνει για τις βασικές ανάγκες τους. Κι ένα μικροκομπόδεμα που είχαν το έριξαν στο λυόμενό τους κι έφτιαξαν ένα δεύτερο δωμάτιο γιατί «σ' ένα δωμάτιο -σπίτι δε ζουν τέσσερις άνθρωποι». Το πιο βασικό, όμως, για την κυρα - Μαρία είναι πως η ζωή στον συγκεκριμένο καταυλισμό «θυμίζει στρατόπεδο συγκέντρωσης, νιώθουμε περιφραγμένοι, εγκλωβισμένοι, αδύναμοι. Ολα στη ζωή μας άλλαξαν απ' τη μια μέρα στην άλλη».

Απ' το μικρό κομπόδεμά τους έφτιαξαν αυτό το δωμάτιο. «Ο,τι κι αν φτιάξεις, η ζωή σ' αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης δεν υποφέρεται», λέει το ζεύγος Μάργαρη
Κι όμως η μάχη απ' τους περισσότερους δίνεται με αξιοπρέπεια. Ενδεικτική περίπτωση η κυρία Μαρία που ζήτησε να μη γραφτεί το επίθετό της. Η σύνταξή της στις 120.000 δραχμές, ο άνδρας της καρκινοπαθής και ανήμπορος μέσα στο λυόμενο και η κόρη της Γεωργία μόνη, με τρία μικρά παιδιά στην πλάτη της. «Πώς να ζήσουμε με αυτά τα χρήματα; Πώς να νοικιάσουμε σπίτι για να γλιτώσουμε απ' τις λασπουριές; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα έγινε η ζωή μας», λέει χαρακτηριστικά. Κι όμως και αυτή η οικογένεια έβαλε απ' το υστέρημά της χρήματα για να φτιάξει ένα πρόχειρο υπόστεγο με ελενίτ ανάμεσα στα δύο λυόμενα. «Τουλάχιστον να γλιτώσουμε και να μην μπουν νερά στο σπίτι. Τρία παιδιά, μωρά. Δε θα αντέξουμε κι άλλη νίλα», λέει.

Απ' όπου κι αν περάσεις τα ίδια θα σου πουν. Οι άνθρωποι προσπαθούν απ' το τίποτα που τους περισσεύει να φτιάξουν το λυόμενό τους, να θυμίσει λίγο σπίτι. Η βροχή της Κυριακής ήταν απλώς μια ακόμα δύσκολη νύχτα. Ολοι ξέρουν πως θα 'ρθουν κι άλλες. Οπως επίσης όλοι ξέρουν και γνωρίζουν πως ό,τι και να 'ρθει, η κυβέρνηση τους έχει ξεχάσει...


Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ