Γρηγοριάδης Κώστας |
Φτάνω σε μια κολόνα μ' ένα σιδερένιο σταυρό. Κάθομαι στη βάση της. Λίγο παραπάνω φαίνεται η πόρτα του Προφήτη. Μα δε ζυγώνω. Πώς θα με ιδούν οι καλόγεροι; Δε θα κάνουνε ξόρκι εκεί που θα πατήσω τα βήματά μου, για να διώξουνε το Σατανά; Κάθουμαι στη βάση της κολόνας και ακουμπώ την πλάτη μου στην πέτρα. Μπροστά μου κατηφορίζουνε τα χωράφια ολόλευκα, το χώμα τους είναι σαν χιόνι. Σου έρχεται να γυμνωθείς και να κυλιστείς μέσα σ' αυτό, για να βγεις καθαρότερος. Ασπρη γη σαν το κορμί νέας γυναίκας.
Από το μοναστήρι έρχεται ένας χωριάτης. Είναι λίγο κουτσός, στραβοπόδης, αδύνατος και γέρος. Ερχεται κοντά μου. Κοντοστέκεται, τόνε χαιρετώ. - «Αντίο, αφεντικό. Δώσε μου ένα τσιγάρο». Του δίνω. - «Σ' αρέσει ο τόπος μας αφεντικό;» - «Ναι, πολύ μ' αρέσει». - «Καλός είναι, μα φτώχεια. Δε βρέχει. Ανυδρία πέντε χρόνια, δεν έχουμε να ζήσουμε τα παιδιά μας. Θα πεθάνουμε όλοι της πείνας». - «Μα εφέτος βρέχει, όλα θα πάνε καλά». - «Ας μας λυπηθεί ο Θεός». Κατεβαίνει κουτσαίνοντας και χτυπάει το ραβδί του στο λιθόστρωτο.
Κατεβαίνω σιγά σιγά σέρνοντας πάντα μαζί μου μια βαριά μελαγχολία μέσα σε τούτη την ομορφιά και τη γαλήνη. Στο δρόμο με προσπερνάει ένας νέος χωριάτης ως τριάντα χρονώ καβάλα στο γαϊδουράκι. Γυρίζει, με κοιτάζει, μου χαμογελάει πρόσχαρα, βγάζει τον κούκο του, «Χαίρετε κ. καθηγητά!» Ξαφνιάζομαι. Τον κοιτάζω. Ποιος είναι τούτος που με προσφωνάει έτσι; τι ξέρει από μένα; τι σημαίνει αυτός ο χαιρετισμός του; Λες να ξέρει, να νιώθει; Το βήμα μου έγινε λίγο πιο λαφρύ, λίγο πιο σίγουρο. Περνάω πάλι τα έρημα δρομάκια του χωριού. Τα παιδιά τώρα είναι μέσα στο σκολειό. Οταν προσπερνώ η δασκάλα ξεπροβάλλει πίσω μου το κεφάλι της στην πόρτα και με κοιτάζει περίεργα για ώρα πολλή. Στο μπακάλικο είναι τώρα κι άλλοι, γριές και γέροι και η κυρα-Μαρία. Ολοι με κοιτάζουνε, με χαιρετάνε πρόσχαρα, «Αντίο σας! Καλώς ορίσατε!» Και πάλι σιγανομιλήματα πίσω μου, «Α! λέω μέσα μου. Τουλάχιστο με νιώθουνε, με συμπονούν οι άνθρωποι. Ξέρουν πως γι' αυτούς βρίσκομαι εδώ. Πως τους έχω αφιερώσει τη ζωή μου». Πιο λαφρύς ακόμη στρίβω τα ρυμίδια, που με οδηγάνε στο κελί μου. Ο ήλιος γέρνει κατά το ηλιοβασίλεμα. Ας κλειστώ μέσα.
Σε λίγο φτάνει η κυρα-Μαρία. «Αφεντικό, για σένα μιλούσαν όλοι στο μπακάλικο» - «Και τι λέγανε, κυρα-Μαρία;» - «Να, λέγανε πολλά, ξέρω γω; και πού να τα θυμάμαι; και λέγανε μαθές γιατί σε φέρανε εδώ και γιατί σε παιδεύουνε και δε σε αφήνουνε να μιλήσεις με κανέναν άνθρωπο, μηδέ κανένας άνθρωπος να ζυγώσει στο σπίτι σου, μηδέ να σου πει κανείς καλά καλά μια καλημέρα. Οι ανθρώποι φοβούνται και δεν ξέρουνε τι να κάνουνε. Μα σε λυπούνται. Γιατί είσαι ξένος άνθρωπος και δεν έχεις κανένα δικό σου εδώ πέρα και είσαι και άρρωστος και γέρος και είναι χειμώνας βαρύς και σε συλλογούνται. Και δεν ξέρουνε και γιατί σε παιδεύγουνε μαθές» - «Και τι φαντάζονται, κυρα-Μαρία, για μένα, πως είμαι κανένας κακός άνθρωπος;» - «Μα ξέρω γω; Οι άνθρωποι δεν ξέρουνε. Να, ήταν η κερα-Καλιώ κι έλεγε πως θα 'χεις μαθές καμωμένα καμιά κακιά πράξη κι έπρεπε να σ' έχουνε στη φυλακή και γιατί σε φέρανε εδώ και δε σε πήγανε στη φυλακή. Και η Πλουσώ του Φύτρου, η ξαδέρφη μου έλεγε πως άκουσε πως εσύ είσαι κακός άνθρωπος, να με συμπαθάς, δεν τα ξέρω και καλά πώς τα λένε - κομμουνιστής θαρρώ πως είπε - και πως θέλεις να μας χαλάσεις τη θρησκεία και τι σου φταίει η θρησκεία και να μην πηγαίνουμε πια στην εκκλησία, να μην κάνουμε σαρακοστή - σάματις κάνουνε σαρακοστή οι πλούσιοι, οι κλεφταράδες - και να σου χαλάσει ο Θεός το κεφάλι, παρά να μας χαλάσεις τη θρησκεία. Μα το Ρηνιώ του Καραμολέγκου έλεγε πως άκουσε μαθές πως κάτι έχεις κάνει κακό στο σπιτικό σου, πως δηλαδής κάποια ατιμία - κι αυτή δεν κοιτάζει τις δικές της τις μπομπές, που έχει τρία παιδιά καμωμένα με τρεις άντρες αστεφάνωτη, δυο χωροφυλάκοι κι ένας στην Αθήνα, που ήτανε δούλα. Και ήρθε και ο Μανόλης ο Πασσαλιάς κι έλεγε πως εσύ είσαι μαθές καλός άνθρωπος και πονάς τσοι φτωχοί και θέλεις να περάσουνε οι πλούσιοι τα έχει ντους στσοι φτωχοί. Και είπανε οι γυναίκες πως μακάρι, και αυτό είναι καλό και είπε ο κυρ-Αντώνης, ο μπακάλης, πως θέλεις να μοιράσουνε και τσοι γυναίκες και σε βρίζανε οι γυναίκες, κακό χρόνο να 'χεις και να μοιράσεις τη δική σου γυναίκα και τσοι αδερφάδες σου και είπε ο Μανόλης ο Πασσαλιάς πως τότες καλά σου κάνουνε και είναι ντροπή εσύ ένας καθηγητής, ένας σπουδαγμένος άνθρωπος να θέλεις τέτοια πράγματα και ο καθένας έλεγε το δικό του και πού να τα θυμάμαι ούλα. Μα σε λυπούνται οι ανθρώποι, να το ξέρεις». - «Σ' ευχαριστώ, κυρα-Μαρία, και τους ευχαριστώ όλους, είναι όλοι καλοί και σπλαχνικοί άνθρωποι και γω τους αγαπώ. Μα δεν ξέρουνε, γιατί βρίσκουμαι εδώ. Θ' αργήσουνε πολύ να το καταλάβουνε».
Ο Μανόλης ο Πασσαλιάς ήτανε ο χωριάτης που με είχε χαιρετήσει «Χαίρετε κ. καθηγητά» και μου είχε κάνει ανάλαφρη την περπατησιά. Εμεινα συλλογισμένος στο μισοσκόταδο, χωρίς ν' ανάψω τη λάμπα, όταν έφυγε η κυρα-Μαρία. «Λοιπόν αυτά ξέρει ο "λαός" για σένα κ. καθηγητά. Μα τουλάχιστο σε συμπονάει, γιατί βλέπει να υποφέρεις. Καλό κι αυτό. Ας διαβάσω τώρα λίγο, ώσπου να με πάρει ο ύπνος ο λυτρωτής». Εσβησα τη λάμπα κατά τις έντεκα. Κοιμόμουνα βαριά. Αξαφνα τινάζουμαι, ακούω να χτυπάει η πόρτα μου, προσπαθούν να την ανοίξουνε. Ποιος να είναι; Εγώ έχω αμπαρώσει και την πόρτα της αυλής. Ποιοι είναι τέτοια ώρα; Φωνάζω: - «Ποιος είναι;». - «Ανοίξετε, η χωροφυλακή». Τι να τρέχει; στοχάζομαι. Σίγουρα θα ήρθε καμιά κακή είδηση από το σπίτι μου και ήρθανε να μου τη φέρουνε. Σηκώνουμαι. Ανάβω το φως. Μεσάνυχτα περασμένα. Ανοίγω την πόρτα. - «Τι τρέχει;». Ο χωροφύλακας με κοιτάζει με ανήσυχα μάτια μέσα από το σκοτάδι. Τεντώνει το κεφάλι του και κοιτάζει μέσα στην κάμαρα στο βάθος. - «Ηρθαμε να ιδούμε. Μας είπανε πως κάποιος είναι εδώ. Πως μιλάτε με κάποιον». - «Μα εγώ έχω αμπαρωμένη και την οξώπορτα και κοιμάμαι δυο ώρες τώρα». - «Ενας χωριάτης ήρθε και μας είπε πως είδε κάποιονε να μπαίνει εδώ, πως μιλάτε με κάποιον. Δεν ήτανε κανείς εδώ;». - «Ποιος θέλετε να είναι; Από νωρίς κατά τις έξι ήταν η κερα-Μαρία. Κανείς άλλος δε ζυγώνει εδώ πέρα». - «Μας συγχωρείτε, έτσι μας είπε ένας χωριάτης και ήρθαμε να ιδούμε τι συμβαίνει. Καληνύχτα σας». - «Μα σταθείτε να κλείσω την οξώπορτα». - «Δεν ήρθαμε από την οξώπορτα, μην ανησυχείτε». Είχαν έρθει από την ταράτσα, πηδώντας από το διπλανό σπίτι. Εκεί κάθεται, καθώς έμαθα την άλλη μέρα, ο Μανόλης ο Πασσαλιάς. Με άκουσε να διαβάζω δυνατά, καθώς φαίνεται, και ειδοποίησε την αστυνομία, πως κάποιος είναι μέσα και μου μιλάει.
Γιατί στριφογυρίζεις στο κρεβάτι και δε σε πιάνει ο ύπνος πια; Μα εσύ για να βγάλεις αυτό το λαό από το σκοτάδι και απ' αυτή την ηθική σκλαβιά καθώς και από την πείνα, βρίσκεσαι εδώ. Γιατί λοιπόν τώρα πονείς τόσο πολύ;