ΙΡΛΑΝΔΙΑ
Οι εργαζόμενοι στη μέγκενη για τη διάσωση του κεφαλαίου

Σημαντικός παράγοντας για το πέρασμα της αστικής πολιτικής στο εργατικό κίνημα οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες

Κυριακή 21 Φλεβάρη 2010

Στιγμιότυπο από περσινές διαδηλώσεις στο Δουβλίνο ενάντια στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης
Πορτογαλία, Ιρλανδία ή και Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία, τα «γουρούνια» - εκ του απαξιωτικού ακρωνυμίου που έχει επιβληθεί και προέρχεται από τα αρχικά των χωρών στα αγγλικά (PIIGS) - που απειλούν την ευημερία, τη συνοχή, την ανάπτυξη της ΕΕ, το ίδιο το ευρώ! Οι αναλύσεις οργιάζουν, αναπαράγοντας μονότονα και εκβιαστικά τα κελεύσματα των παραγωγών της κρίσης, δηλαδή του κεφαλαίου.

Η πραγματικότητα όσον αφορά τις «απειλές» ή τους «κινδύνους», που γίνονται σημαία για την επιβολή αιματηρών μέτρων εις βάρος αποκλειστικά των εργαζομένων, είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που παρουσιάζουν τα «έγκριτα ΜΜΕ» κατόπιν εντολών. Το «φάρμακο» για την έξοδο από την κρίση είναι το ίδιο διά πάσαν «ασθένειαν» και διά πάσαν χώραν: Αυστηρή λιτότητα, περικοπές ή πάγωμα μισθών και συντάξεων, επιβολή νέων διαρθρώσεων στην αγορά εργασίας κ.ά. Τα ίδια μέτρα για την Ισπανία με τα μέχρι πρότινος μετριοπαθή ελλείμματα, τη χρόνια διαρθρωτική ανεργία και μία τεράστια επένδυση σε κατασκευές και κατοικίες. Η ισπανική κατασκευαστική βιομηχανία ήταν μέχρι πρότινος ο τομέας με τη δημιουργία των περισσότερων θέσεων εργασίας σε όλη την ΕΕ!

Το ίδιο ακριβώς αιματηρό πακέτο μέτρων και για την Ιρλανδία, χώρα πληθυσμιακά περίπου ίδια με την Ελλάδα, τον «πρώτο αδύναμο κρίκο που δόνησε την ΕΕ» και πρώτη που εφάρμοσε τα σκληρά μέτρα καθ' υπόδειξιν των Βρυξελλών και της ολιγαρχίας τον περασμένο Δεκέμβρη και έγινε για άλλη μία φορά το «παράδειγμα προς μίμηση»... όπως για χρόνια αποτελούσε «θαύμα» και φυσικά «παράδειγμα προς μίμηση» των κύκλων της ΕΕ για την επιβολή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.

«Κάθε θαύμα» ...τρεις ημέρες

Το «θαύμα», όπως κάθε θαύμα, κράτησε λίγο, όχι βέβαια τρεις ημέρες όπως λέει η παροιμία, αλλά λίγα χρόνια. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά καθώς επρόκειτο για μία τεχνική ανάδειξη με συγκεκριμένους τρόπους μιας αναπτυξιακής δομής που στηρίχθηκε σε ένα εκ των προτέρων προσδιορισμένο υπόβαθρο: Η Ιρλανδία μετατράπηκε σε «φορολογικό παράδεισο», προχώρησε σε δραστικές περικοπές των κρατικών δαπανών, σε αθρόες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και ολομέτωπη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, με το λεγόμενο «κοινωνικό εταιρισμό», δηλαδή την ταξική συνεργασία και τους «κοινωνικούς διαλόγους», με ευθύνη των συμβιβασμένων εργοδοτικών συνδικαλιστικών ηγεσιών, σε πρώτο πλάνο. Αποτελέσματα: Αποψίλωση των εργασιακών δικαιωμάτων, περιορισμένες έως ανύπαρκτες αυξήσεις των αποδοχών των εργαζομένων, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο και υπό το πρίσμα των «δεσμών» με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξαιτίας των πολλών εκατομμυρίων Ιρλανδοαμερικανών, εγκαταστάθηκε στην Ιρλανδία κατά τη δεκαετία του 1990 σωρεία αμερικανικών κολοσσών, αλλά και ιαπωνικών, «επενδύοντας» στους επικερδείς κλάδους του φαρμάκου και των νέων τεχνολογιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ιρλανδία ήταν το ένα τέταρτο των συνολικών επενδύσεων των αμερικανικών και πολυεθνικών εταιρειών που δρούσαν σε ευρωπαϊκό έδαφος καθώς χρησιμοποιούσαν την Ιρλανδία ως «πύλη εισόδου».

Οταν πλέον οι ξένες εταιρείες άρχισαν να μεταναστεύουν προς άλλους «φορολογικούς» και «εργασιακούς παραδείσους», η ιρλανδική κυβέρνηση στράφηκε στη στήριξη της «αγοράς ακινήτων». Μικρά χωριά μετατράπηκαν σε εμπορικούς κόμβους καθώς χτίζονταν συνέχεια εμπορικά συγκροτήματα και συγκροτήματα κατοικιών και γραφείων. Οταν κατέρρευσε η «Λέμαν Μπράδερς», η Ιρλανδία ήταν η πρώτη χώρα που κλονίστηκε. Δύο χρόνια μετά το δημόσιο χρέος ήταν σχεδόν μηδενικό, όμως οι Ιρλανδοί χρωστούν ένα ΑΕΠ σε καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια.

Για τη διάσωση του τραπεζικού τομέα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε «πρόγραμμα ανάκαμψης». Ο πακτωλός χρημάτων που διοχετεύθηκαν προς τις τράπεζες εννοείται ότι προήλθαν από τον κρατικό προϋπολογισμό και περικόπηκαν από τα ταμεία ιατροφαρμακευτικής και συνταξιοδοτικής περίθαλψης. Τα προγράμματα ανάκαμψης αποδείχθηκαν φιάσκο καθώς το πρόβλημα δεν αντιμετωπίστηκε και πώς θα ήταν δυνατόν...

Ολομέτωπη επίθεση και ο ρόλος του εργοδοτικού συνδικαλισμού

Περίπου στα μέσα του Δεκέμβρη ο υπουργός Οικονομικών της χώρας Μπράιαν Λένιχαν κατέθεσε τον τρίτο κατά σειρά προϋπολογισμό, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού στο 2,9% του ΑΕΠ έως το 2014 από το 11,7% που έκλεινε για το 2009. Μείωση του ελλείμματος μέσω της δραστικής περικοπής των κοινωνικών δαπανών κατά 760 εκατομμύρια ευρώ και των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις του δημόσιου τομέα, ενώ τα μέτρα περιλαμβάνουν:

Τα μέτρα της ιρλανδικής κυβέρνησης, με τον προϋπολογισμό και τις περικοπές μισθών στο δημόσιο τομέα, είναι η πιο απτή απόδειξη για το πού οδηγεί η ταξική συναίνεση του εργοδοτικού συνδικαλισμού. Συγκεκριμένα, η Ιρλανδική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών (ΙΓΣΕ), οι εργατοπατέρες της χώρας, μερικές ημέρες πριν την παρουσίαση του προϋπολογισμού είχαν καλέσει σε δεύτερη απεργία στο δημόσιο τομέα ενάντια στις μειώσεις των μισθών, την 3η Δεκέμβρη. Η προηγούμενη απεργία, την 24η Νοέμβρη, ενάντια στις μειώσεις των δαπανών, είχε σχεδόν καθολική συμμετοχή καθώς εργάστηκε μόνο το προσωπικό ασφαλείας στις υπηρεσίες άμεσης βοήθειας. Παρά το ότι είχε μια τόσο σαφή ένδειξη ότι οι εργαζόμενοι εναντιώνονται στις περικοπές, η ΙΓΣΕ πρόσφερε μια «εναλλακτική πρόταση». Δέχθηκε να μπουν τα δικαιώματα των εργαζομένων στον «Προκρούστη». Πρότεινε, με στόχο ...να εξοικονομηθεί 1,3 δισ. ευρώ προκειμένου να προστατευτεί η Ιρλανδία ως οικονομική και επενδυτική βάση, να δοθούν άδειες άνευ αποδοχών, να προχωρήσει η εργασιακή «ελαστικότητα», να γίνουν μειώσεις μισθών και επιδομάτων. Η ΙΓΣΕ ακύρωσε την απεργία, κάνοντας το καθήκον της στην υπηρεσία των κεφαλαιοκρατών. Τα νέα μέτρα που έπεσαν στο κεφάλι των εργαζομένων ήταν ό,τι χρειαζόταν το κεφάλαιο για να εξασφαλιστεί η κερδοφορία του. Αυτή η επιζήμια στάση του εργοδοτικού συνδικαλισμού στην Ιρλανδία είναι η στάση που λίγο πολύ τηρούν οι περισσότερες συνδικαλιστικές ηγεσίες και σε άλλες χώρες της ΕΕ, γι' αυτό και οι εργαζόμενοι είναι εγκλωβισμένοι στη λογική του συμβιβασμού.


Χρ. Μ.