Ο «Ρωμιός»!
Κυριακή 3 Δεκέμβρη 2000

Και ξαφνικά, όπως συνηθίζεται, μια άλλη «επικαιρότητα» ήρθε να σκεπάσει τα πάντα. Ολα όσα έτρεχαν και πονούσαν, και έβγαζαν τους ανθρώπους στο δρόμο, και δυνάμωναν τις φωνές του αγώνα και πλήθαιναν τις σηκωμένες γροθιές πήγαν στην άκρη. Σχεδόν ξεχάστηκαν. Ενα ερώτημα μπήκε στη θέση τους και κατόρθωσε να μαζέψει στα τηλεοπτικά παράθυρα και στα ραδιοφωνικά μικρόφωνα τους γνωστούς αναλυτές, τους σχολιαστές της περίστασης και τους παντογνώστες της προχειρότητας και του αφόρητου αυτοσχεδιασμού. Και κοντά σ' αυτούς, βέβαια, οι υπεύθυνοι, οι αρμόδιοι, οι μετανιωμένοι και οι αδιόρθωτοι, οι αμυνόμενοι και οι αμήχανοι.

Και όλοι αυτοί γύρω από ένα ερώτημα με πολλές παραλλαγές: αδικήθηκε ή όχι ο κ. Κ. Γλύξμπουργκ με τη δήμευση της περιουσίας του; Του χρωστάμε ακόμα ή έχουμε ξοφλήσει μ' αυτόν τον επικίνδυνα νοσταλγό της παλατιανής ρεμούλας και της ανακτορικής σπέκουλας; Εχουμε κι άλλα να πούμε μ' αυτόν τον «αδικημένο» έκπτωτο ή τελειώσαμε μια και καλή, και όλα όσα ακούγονται είναι και παραπανίσια και επικίνδυνα; Φαίνεται όμως πως όλοι αυτοί, επώνυμοι και ανώνυμοι, που παίρνουν μέρος σε τούτη την ενοχλητική συζήτηση δε σκέφτονται όπως εγώ, και, οπωσδήποτε, όπως μυριάδες άλλοι.

Φαίνεται, δηλαδή, να περνάει από το μυαλό τους πως το θέμα είναι απλώς μια γαργαλιστική νομική περίπτωση και πως θα μπορούσε με μια έξυπνη δικανική "ντρίπλα" να βρεθεί η λύση, ώστε και η κυβερνητική πίτα να μείνει ολόκληρη και ο αδηφάγος έκπτωτος να νιώθει χορτάτος.

Δεν είναι έτσι τα «πράγματα» όμως! Γι' αυτό φοβούμαι πως όλοι οι εν λόγω συζητητές έχουν ξεχάσει πως ό,τι διεκδικεί αυτός ο «γαλαζοαίματος» τύπος δεν ήταν ποτέ δικό του. Απλώς του τα είχε παραχωρήσει, χωρίς τη θέλησή του, ο ελληνικός λαός για να ασκεί τα καθήκοντά του, που ούτε η ιστορία τα νομιμοποιούσε ούτε η συνείδηση αυτού του ταλαιπωρημένου λαού. Βρέθηκε, με άλλα λόγια, να κατέχει και να νέμεται σπίτια και παλάτια, πάρκα και δάση, χωρίς αυτός ούτε και κανένας από το σόι του να έχουν δουλέψει έστω και μια μικρούλα στιγμή. Ετσι, φορούσαν τα αστραφτερά τους παράσημα και τα εντυπωσιακά τους καπέλα και χαιρετούσαν συγκαταβατικά τα πλήθη που δούλευαν γι' αυτούς! Να, λοιπόν, ένα πολύ ενδιαφέρον κρατούμενο.

Εχουν ξεχάσει, επίσης, οι συζητητές της «ψευτοβασιλικής» επικαιρότητας πως ο δακρύβρεχτος ισχυρισμός του ότι θέλει «να μαζέψει τα κόκαλα των γονιών του» και υποκριτικός είναι και προσβλητικός. Και είναι έτσι, γιατί ξεχνάει αυτός που τον διατυπώνει πως εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες δεν μπόρεσαν να μαζέψουν τα κόκαλα των γονιών τους που είναι σκορπισμένα στα ξερονήσια της εξορίας ή στις χαράδρες τους Εμφύλιου, γιατί το σόι του "αδικημένου" και αυτός ο ίδιος το θέλησαν. Και, τέλος, έχουν ξεχάσει όλοι αυτοί που μιλούνε για δίκαιο και άδικο, «Ρωμιός», όπως χαρακτήρισε ο «αδικημένος» έκπτωτος τον εαυτό του μπροστά στο αλλήθωρο μάτι της τηλεόρασης δεν είναι μια λέξη όπως «χριστιανός», να πούμε, «μικρομεσαίος», ή «μικροεπενδυτής».

Είναι μια ιστορία ολόκληρη να σε λένε «Ρωμιό», γιατί πρέπει να έχεις μέσα σου κάτι από τη λάσπη της ελληνικής προϊστορίας, το χρυσάφι του Παρθενώνα, το θυμίαμα του Βυζάντιου. Να έχεις μέσα σου όλο το μπαρούτι του «21», τους ρυθμούς ενός τσάμικου, τους στεναγμούς της προσφυγιάς και τη μυρωδιά του βασιλικού. Να έχεις σκόρπιο μέσα στα σπλάχνα σου το κόκκινο του λαϊκού θυμού, και τα συντρίμμια μιας εφήμερης ήττας που ούτε σε γονατίζει ούτε σε απογοητεύει, απλώς σε θυμώνει.

Για να είσαι «Ρωμιός» δε φτάνει μόνο να σε γεννήσει η μάνα σου στην Ελλάδα. Πρέπει μέσα στο αίμα σου να κυλάει αυτό που δεν πιάνεται και που δε λέγεται, μα που μόνο βιώνεται, όχι γιατί είναι καρπός που τον έβγαλε το αγκάλιασα των γονιών σου, αλλά ένας βαθύς πόνος, που τον φύτεψε εκεί η δουλιά και το παράπονο του Καζαντζίδη. Κι αυτός, ο «αδικημένος» έκπτωτος, το σπέρμα της απραξίας και του αυταρχισμού τι έχει μέσα του; Ακου να δεις ένας «Ρωμιός»!


Του
Γ .Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ