ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ελληνικά κείμενα και Σαίξπηρ
Τετάρτη 28 Απρίλη 2010
Παραστάσεις της «Πειραματικής Σκηνής της "Τέχνης"»

«Θα σε πάρει ο δρόμος»
Ο μακροβιότερος (31 χρόνων) αλλά και σημαντικότερος θίασος της Θεσσαλονίκης, η «Πειραματική Σκηνή της "Τέχνης"», σπάζοντας την απομόνωσή του από ένα ευρύτερο θεατρόφιλο κοινό, έκανε αισθητή την παρουσία του και την αξία της δουλειάς του, παρουσιάζοντας στην Αθήνα (στο «Θέατρο Τέχνης» της οδού Φρυνίχου) τρεις χειμερινές παραγωγές του: Το άκρως επίκαιρο και ενδιαφέρουσας γραφής έργο του Ζοέλ Πομερά «Οι έμποροι» (μετάφραση - σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη - η στήλη έκρινε το έργο αυτό πέρσι), το έργο του Σάκη Σερέφα «Θα σε πάρει ο δρόμος» και τον «Κυμβελίνο» του Σαίξπηρ. Σήμερα η στήλη θα αναφερθεί με τα δύο τελευταία έργα.

«Θα σε πάρει ο δρόμος». Κάθε άνθρωπος, συνειδητά ή ασυνείδητα, εκούσια ή ακούσια, παίρνει το δρόμο της ζωής. `Η τον παίρνει ο δρόμος της ζωής. Θα 'ναι δύσκολος ή εύκολος; Ανηφορικός ή κατηφορικός; Υποφερτός ή ανυπόφερτος; Ουσιαστικός ή ανούσιος; Ενδιαφέρον ή αδιάφορος; Νοήμων ή ανόητος; Χρήσιμος ή άχρηστος; Ευτυχής ή δυστυχής; `Η μήπως ο δρόμος της ζωής θα 'ναι με όλα αυτά τα αντίθετα μαζί, πότε έτσι, πότε αλλιώς; Κανείς πάντως δεν ξέρει και τι του ξημερώνει η κάθε μέρα και πώς, πότε και πού θα καταλήξει ο «δρόμος» του. Με αφανέρωτο υπόβαθρο αυτά τα ερωτήματα, αλλά με πικρόγευστη ειρωνεία και σουρεαλιστικό χιούμορ και άμεση καθημερινή γλώσσα, «σπονδύλωσε» σε σύντομα κείμενα γνώριμες σε όλους μας εικόνες και πτυχές της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Εικόνες και πτυχές - λογικές και παράλογες, ασήμαντες και σημαντικές, γελοίες και σοβαρές, κωμικές και δραματικές, ανώδυνες και επώδυνες - στο εργασιακό, οικογενειακό, φιλικό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, στην καθημερινότητα δηλαδή του «δρόμου» της ζωής, αμέτρητων απλών ανθρώπων. Ανθρώπων, κατά βάθος, βασανισμένων από τη μοναξιά, τη μιζέρια, τις αναποδιές, τις ατυχίες, τα αδιέξοδα της ζωής τους και από την παραλογισμένη σημερινή κοινωνία. Από τα κείμενα που συνθέτουν την παράσταση και ως θέμα και ως γραφή ξεχωρίζουν τρία. Το κείμενο της μοναχικής γυναίκας στο σιδηροδρομικό σταθμό που εμπλουτίζεται με το εξαιρετικά ατμοσφαιρικό, κινηματογραφικής αισθητικής, βίντεο της Λίλας Σωτηρίου, το κείμενο της γυναίκας που χήρεψε και βγήκε αληθινό το όνειρό της ότι ο άντρας της έφερε ψάρια και της γριάς πόρνης. Τρία κείμενα που με αμεσότητα, απλότητα, με ισοζυγισμένο το δραματικό και χιουμοριστικό στοιχείο ερμηνεύει εξαιρετικά η Εφη Σταμούλη. Η ευφάνταστη, αλλά και μετρημένη σκηνοθεσία της Ερσης Βασιλικιώτη, με στηρίγματα το σκηνικό και τα κοστούμια (Μαρία Καραδελόγλου), τους φωτισμούς (Μαρία Αθανασίου) και τη μουσική (Κώστας Βόμβολος), ευστόχησε και με τις καλές ερμηνείες των: Κυριάκου Δανιηλίδη, Ελένης Δημοπούλου, Νίκου Λύτρα, Στάθη Μαυρόπουλου, Μάριου Μεβουλιώτη, Μαριέττας Σπηλιοπούλου.

«Η Μπέμπα»
«Κυμβελίνος». Προς τα τέλη του βίου του, μεταξύ του 1607 και 1611, ο Σαίξπηρ έγραψε τέσσερα έργα - «Περικλής», «Κυμβελίνος», «Το χειμωνιάτικο παραμύθι», «Τρικυμία» - τα οποία θεωρούνται μυθιστορίες. Μυθιστορίες αλληγορικού χαρακτήρα, με τραγικωμικό περιεχόμενο και με εκτεταμένη χωρο-χρονικά δράση. Ο «Κυμβελίνος» είναι μια αλληγορία, ένα ρομαντικό «παραμυθόδραμα» όπως σωστά το χαρακτήριζε ο Αγγελος Τερζάκης, για την αγνότητα, τη φλόγα του έρωτα, για τις δοκιμασίες, τις ατυχίες και διαβολές που μπορεί να τον κλονίσουν, αλλά και τη δύναμη και την τελική νίκη του έναντι όποιων, για ίδιους σκοπούς, επιβουλεύονται τον έρωτα δύο αγνών και πιστών νέων, όπως η ορφανεμένη από τη μάνα της κόρη του βασιλιά Κυμβελίνου, Ιμογένη, και ο παρακατιανός κοινωνικά αγαπημένος και σύζυγός της, Πόστουμος. Δυο «δαίμονες» προκαλούν δραματικές καταστάσεις στους δυο ερωτευμένους νέους, δοκιμάζοντας την πίστη και την αντοχή του έρωτά τους. Η βασίλισσα - μητριά της Ιμογένης προορίζει το γιο της Κλότεν για σύζυγό της. Μαθαίνοντας για τον κρυφό γάμο της Ιμογένης με τον Πόστουμο, απαιτεί από τον βασιλιά να τον εξορίσει, ρίχνοντας στη δυστυχία το νεαρό ζευγάρι. Εξόριστος ο Πόστουμος, σίγουρος για την πίστη της γυναίκας του, στοιχηματίζοντας με τον «διαβολικό» Ιάκιμο, του δίνει το δαχτυλίδι που του χάρισε η Ιμογένη. Αυτός ο «σατανάς» καταφέρνει, λέγοντας ψέματα και με δόλιο τρόπο, να μπει στο δωμάτιο της Ιμογένης και καθώς εκείνη κοιμόταν της άρπαξε το βραχιόλι που της χάρισε ο Πόστουμος, ως απόδειξη της συζυγικής απιστίας της. Η Ιμογένη ξυπνά, αντιπαλεύει το «σατανά», ο οποίος πετυχαίνει το σκοπό του. Με ψευδή απόδειξη το κλεμμένο βραχιόλι παραπλανά τον Πόστουμο, ο οποίος μπαίνει κρυφά στη χώρα του για να τιμωρήσει την «άπιστη». Η αλήθεια όμως θα λάμψει. Οι φορείς του κακού θα αποκαλυφθούν και η αγάπη θα νικήσει. Ο παραμυθικός χαρακτήρας του έργου (μετάφραση Κ. Καρθαίου) αναδείχθηκε με την αφηγηματικής και διαλογικής μορφής συμπυκνωτική διασκευή και την «παιγνιώδη», «παιδικής αφέλειας», ανάλαφρη, διακριτικά εκσυγχρονιστική, καλόγουστα απέριττη, με αίσθηση του χιούμορ, σκηνοθετική δουλειά της Κορίνας Βασιλειάδου, με συνεργάτες την Μαρία Καβαλιώτη (σκηνικό - κοστούμια), τον Κανάρη Κεραμάρη (μουσική), τον Ρίτσαρντ Αντονι και προπάντων με τις εκφραστικότατες, «παραμυθικής» χάρης αλλά και υποκριτικής απλότητας, ερμηνείες της Μομώ Βλάχου και της Νανάς Παπαγαβριήλ, αλλά και τις καλές ερμηνείες των Σταύρου Ευκολίδη και Τάσου Τσουκάλη.

«Η Μπέμπα» στο «Απλό θέατρο»

«Κυμβελίνος»
Μια ελεγεία για τη γυναίκα - μήτρα και τροφοδότρα της ζωής, με το αίμα και το γάλα της, είναι το έργο του Δημήτρη Τσεκούρα «Η Μπέμπα». Ενας μονόλογος ενδιαφέρων, δυνατός, ιδιότυπα γραμμένος. Σαν πεζό ποίημα, με κοφτές, ολιγόλεκτες φράσεις. Ακόμη και φράσεις με μία μόνο λέξη. Φράσεις κατάφορτες νοημάτων, που προκαλούν ποικίλες συνειρμικές σκέψεις και εικόνες στον θεατή, ανάλογα με τα βιώματά του. Με γλώσσα σύνθετη - καθημερινή, άμεση, ρεαλιστική, υπονοηματική, υπερρεαλιστική, εικονοποιητική. Και κείμενο με σαφείς σκηνογραφικές, σκηνοθετικές και ερμηνευτικές οδηγίες. Η γυναίκα του έργου, μια πρώην ερωτεύσιμη, όμορφη, μορφωμένη, χειραφετημένη, πλήρης ερωτικών εμπειριών, απογοητεύσεων και άλλων βιωμάτων ζωής γυναίκα, μόνη πια, εξηντάρα πια, χωρίς ελπίδα πια για έναν ακόμη έρωτα, μονολογεί κάνοντας τον απολογισμό της ζωής της. Με τη μνήμη της αναδράμει στα περασμένα. Στα νηπιακά και παιδικά της χρόνια, στο παιδικό της δωμάτιο και στο οικογενειακό της περιβάλλον. Τότε που την αποκαλούσαν «Μπέμπα». Τότε που αγαπούσε τη μαμά, αλλά περισσότερο τον μπαμπά - καθότι αρσενικό. Τότε που γεμάτη απορίες ανακάλυπτε σιγά σιγά τον κόσμο, και τότε που ένιωσε το ξύπνημα της εφηβείας, τις επιθυμίες της σάρκας, τη φύση του θηλυκού. Το τότε τέλειωσε. Τελειώνει και το τώρα. Κι ο φθοροποιός χρόνος κάνει το σαρκίο ανήμπορο σαν του μωρού παιδιού και ξαποστέλνει τη μνήμη στην αφετηρία της ζωής. Με το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, ως κάτοψη ενός δωματίου γεμάτου με πολύχρωμα παιδικά και γυναικεία παπούτσια (τα παπούτσια είναι ένα φετίχ της γυναικείας κοκεταρίας), με τη συμβολή της αισθαντικής μουσικής του Θοδωρή Αμπατζή και τους διακριτικούς φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου, η λιτή σκηνοθεσία του Ορέστη Τάτση ανέδειξε την πνευματικότητα, την ποιητικότητα, τη νοηματική πολυσημία και τη συναισθηματική δύναμη του κειμένου, καθοδηγώντας λεπτομερειακά την πολύ καλή ερμηνεία της ταλαντούχας και με ασκημένα εκφραστικά μέσα, Ναταλίας Στυλιανού.


ΘΥΜΕΛΗ