ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Τελικά φταίνε οι μισθοί...
Κυριακή 2 Μάη 2010

Γρηγοριάδης Κώστας

Η Εκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, που δόθηκε στη δημοσιότητα την προηγούμενη Πέμπτη, αναδεικνύει ως βασικό ζήτημα τη διά πυρός και σιδήρου εφαρμογή της πολιτικής εξόδου του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση, μέσα από τη βίαιη συρρίκνωση των μισθών και των συντάξεων, τις απολύσεις προσωπικού και την προώθηση αντιδραστικών μέτρων στο ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό σύστημα και τις εργασιακές σχέσεις. Μέτρα πολιτικής, τα οποία, στο όνομα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της παράλληλης προώθησης των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» στην αγορά εργασίας, στόχο έχουν την ανάταξη της ανταγωνιστικότητας και της δημιουργίας ενός νέου «παραγωγικού προτύπου», που, όπως ισχυρίζονται, θα στηρίζεται στις επενδύσεις και στις εξαγωγές και όχι στην κατανάλωση...

Και αυτή είναι η βασική πρόταση που γίνεται για την αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων, σύμφωνα με την οποία μάλιστα, όπως επισημαίνεται, θα πρέπει τα μέτρα πολιτικής να εφαρμοστούν τάχιστα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση αποσπασματικής εφαρμογής τους ελλοχεύει ο κίνδυνος επιδείνωσης όλων των προβλημάτων...Τις θέσεις αυτές, βέβαια, η Τράπεζα της Ελλάδας τις υποστηρίζει σταθερά τα τελευταία 20 χρόνια και, από αυτήν την άποψη, δεν εμπεριέχουν κάποιο στοιχείο έκπληξης.

Πέραν τούτου, δε θα μπορούσαμε να μην επισημάνουμε τη ρηχότητα με την οποία οι οικονομολόγοι της κεντρικής τράπεζας της χώρας προσεγγίζουν κρίσιμα ζητήματα, πρώτα και κύρια το θέμα της οικονομικής κρίσης. Ετσι, στο κεφάλαιο «η κατάσταση και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και οι προκλήσεις για την οικονομική πολιτική», διαβάζουμε: «Η κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι κυρίως καρπός χρόνιων προβλημάτων, αλλά παράλληλα αντανακλά τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης, η οποία σήμερα έχει μπει σε μια δεύτερη, δύσκολη φάση, παρά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας διεθνώς. Επιπλέον, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σήμερα, πέραν των άλλων προβλημάτων, και ένα χωρίς προηγούμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας».

Αυτό που προκύπτει από την πρόταση αυτή είναι ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι καρπός χρόνιων προβλημάτων, ότι το όλο πρόβλημα επιδεινώθηκε από τη διεθνή κρίση και ότι σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας... Αυτός είναι ο ορισμός που δίνεται για την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού. Αν και όταν αναφέρεται στα χρόνια προβλήματα, δεν τα επεξηγεί, από άλλες αναφορές που γίνονται σε όλο το κείμενο προκύπτει ότι αυτά είναι το δημοσιονομικό πρόβλημα και η μη προώθηση των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» στην αγορά εργασίας. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι, αν οι κυβερνήσεις των τελευταίων 35 χρόνων εφάρμοζαν σκληρότερες δημοσιονομικές πολιτικές, είχαν ισοπεδώσει την αγορά εργασίας και είχαν ιδιωτικοποιήσει το ασφαλιστικό σύστημα, η Ελλάδα δε θα βρισκόταν αντιμέτωπη σήμερα με την οικονομική κρίση; Αν ήταν έτσι, πώς χώρες οι οποίες από δεκαετίες έχουν πάρει αυτά τα μέτρα (ΗΠΑ, Αγγλία, Ιρλανδία κ.λπ.) βρέθηκαν μέσα στον κυκλώνα της οικονομικής κρίσης;

Η ρηχότητα της αστικής σκέψης, έτσι όπως εμφανίζεται στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει από στενά ταξική σκοπιά τα φαινόμενα της κρίσης, την οδηγεί σε απατηλούς δρόμους, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνει τα κρισιακά συμπτώματα (δημοσιονομικός εκτροχιασμός) ως αιτίες της κρίσης. Και από τη λαθεμένη αυτή βάση, να εξαπολύει στη συνέχεια ρουκέτες, ότι, αν είχε εξαθλιωθεί η εργατική τάξη της χώρας, δε θα είχαμε οδηγηθεί στην οικονομική κρίση. Γιατί αυτό λέει η Εκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, αν και τα πεισματάρικα γεγονότα την διαψεύδουν. Γιατί, επί 20 και πλέον χρόνια, η στρατηγική του διεθνούς κεφαλαίου οδήγησε στη σχετική ή και την απόλυτη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε την εκδήλωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται από τους ίδιους τους αστούς αναλυτές ως η μεγαλύτερη και βαθύτερη της μεταπολεμικής περιόδου.

Η άρνηση σοβαρής προσπάθειας ερμηνείας των συνεπειών της οικονομικής κρίσης επιβεβαιώνει τη θέση ότι η αστική τάξη και οι ιδεολογικοί της φορείς έχουν πάρει διαζύγιο με κάθε προσπάθεια επιστημονικής ερμηνείας των κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων. Και αυτό είναι απόλυτα εξηγήσιμο, γιατί, αν η αστική τάξη επεδίωκε να προσεγγίσει επιστημονικά το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης, θα βρισκόταν αντιμέτωπη με τα στενά ταξικά της συμφέροντα. Η πορεία αυτή προς την αρετή της γνώσης θα αναδείκνυε τα στενά ιστορικά πλαίσια και τον πεπερασμένο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης. Γιατί μια επιστημονική προσέγγιση του φαινομένου της οικονομικής κρίσης θα οδηγούσε τον ερευνητή στην εξέταση των ίδιων των νόμων της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Θα αναδείκνυε τις αντιφάσεις που προκύπτουν από τη λειτουργία του νόμου της υπεραξίας, ο οποίος οδηγεί κατευθείαν στις κρίσεις υπερπαραγωγής. Θα τον οδηγούσε στην εξέταση της αντίφασης που δημιουργείται ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής και την ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, η οποία επίσης οδηγεί στις κρίσεις υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου.

Οταν η αστική οικονομική σκέψη, βαθιά ταξική και αντιδραστική, επιχειρεί να συγκαλύψει τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος και την εκτόνωση των αναπτυσσόμενων παραγωγικών δυνάμεων - οι οποίες ασφυκτιούν μέσα στα στενά πλαίσια των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων - μέσα από την εκδήλωση των οικονομικών κρίσεων, οι οποίες έχουν νομοτελειακά χαρακτηριστικά και εμφανίζονται με περιοδικότητα, τότε καταφεύγει στη μεταφυσική. Τα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης, τα εμφανίζει ως αιτίες της. Τη διόγκωση του κρατικού χρέους και των ελλειμμάτων, δεν την αποδίδει στις στενές σχέσεις που έχει δημιουργήσει το καπιταλιστικό κράτος με το μονοπωλιακό κεφάλαιο, αλλά στη ...σπατάλη και τους υψηλούς μισθούς των εργαζομένων. Το λυσσαλέο πόλεμο των κεφαλαίων που εκδηλώνεται στη διεθνή αγορά, σαν ...άρση της εμπιστοσύνης και της αξιοπιστίας της χώρας. Και πάει λέγοντας.

Και όταν αντιστρέφεις την πραγματικότητα, όπως κάνει η Εκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, πολύ εύκολα βγάζεις το βολικό, για την τάξη που εκπροσωπείς, συμπέρασμα, ότι αιτίες της οικονομικής κρίσης είναι οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και η μη προώθηση των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Από εκεί και πέρα αρχίζει το ξήλωμα και το ράψιμο.

Η ...δημοσιονομική προσαρμογή

Οι συντάκτες της Εκθεσης, όχι μόνον υπερθεματίζουν υπέρ της «αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής», αλλά προτρέπουν την κυβέρνηση να πάρει ακόμα σκληρότερα μέτρα στο σκέλος των δαπανών. Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Επιπλέον, θα είναι εξαιρετικής σημασίας αν η δημοσιονομική εξυγίανση στο σκέλος των δαπανών προχωρήσει ακόμα περισσότερο από ό,τι μέχρι στιγμής προγραμματίζεται και επιτύχει εφέτος μείωση του ελλείμματος μεγαλύτερη του 4% του ΑΕΠ, μέσω του δραστικού περιορισμού της σπατάλης, καθώς και μέσω της συγχώνευσης ή και της κατάργησης φορέων του δημοσίου τομέα που δεν προσφέρουν πραγματικό έργο».

Με άλλα λόγια, προτάσσουν τη λύση των απολύσεων χιλιάδων εργαζομένων που σήμερα εργάζονται στους προτεινόμενους για κατάργηση φορείς.

Για το ίδιο θέμα, σε άλλο σημείο, η Εκθεση αναφέρει: «Βασική κατεύθυνση της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής είναι ότι η δραστική και διατηρήσιμη μείωση του ελλείμματος και του χρέους πρέπει να προέλθει, πέρα από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (επιβολή νέων φόρων), από τον περιορισμό της σπατάλης και τον εξορθολογισμό και τη μείωση των πρωτογενών δαπανών και ειδικότερα των δαπανών προσωπικού, των λειτουργικών δαπανών και των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας (με στοχευμένες περικοπές για τον περιορισμό της σπατάλης στον τομέα της υγείας και της καταχρηστικής προσφυγής σε πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω απασχόλησης σε επαγγέλματα που χαρακτηρίζονται βαρέα και ανθυγιεινά)»!!

Σε άλλο, δε, σημείο με ωμότητα και κυνισμό αναφέρουν: «...η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι, όταν η προσαρμογή βασίζεται κυρίως στον περιορισμό των μη άμεσα παραγωγικών δαπανών (π.χ. των μεταβιβαστικών πληρωμών, των δαπανών προσωπικού κ.λπ.) έχει μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας και ασκεί θετική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη»! Ο σφαγιασμός των μισθών και των συντάξεων (μεταβιβαστικές πληρωμές) ασκεί μεγαλύτερη επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη!

Οι μισθοί

Για να αποδείξουν ότι η μείωση της ανταγωνιστικότητας οφείλεται στους υψηλούς μισθούς, δε διστάζουν να καταφύγουν στην παράθεση αλληλοαναιρούμενων στοιχείων. Ετσι, αφού συνδέουν τις «απώλειες ανταγωνιστικότητας» με τις «δυσκαμψίες» στην αγορά εργασίας, παραθέτουν στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία «η σωρευτική αύξηση των μέσων ονομαστικών αποδοχών, την περίοδο 2001 - 2009 έφτασε το 63% στην Ελλάδα, έναντι 25,6% στη ζώνη του ευρώ». Αρα, έχουμε σύγκλιση των μισθών της Ελλάδας με αυτούς της Ζώνης του Ευρώ; Οχι βέβαια, γιατί οι μισθοί των Ελλήνων συνεχίζουν να είναι στον πάτο. Αυτό τουλάχιστον αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία της Γιούροστατ. Στο, δε, ερώτημα ποιος ευθύνεται για τον πληθωρισμό, η Τράπεζα της Ελλάδας απαντά, χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι η ευθύνη βαρύνει τους μισθούς ...παραθέτει μάλιστα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία « η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, σταθμισμένη βάσει του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας με τους 28 κυριότερους εμπορικούς εταίρους της, αυξήθηκε σωρρευτικά κατά 18,6% αν υπολογιστεί βάσει των σχετικών τιμών καταναλωτή, ή κατά 26,6% αν υπολογιστεί βάσει του σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας». Με άλλα λόγια, οι τιμές των εξαγωγικών εμπορευμάτων αυξήθηκαν σταθμικά κατά 18,6%, τη στιγμή κατά την οποία το «κόστος» εργασίας αυξήθηκε κατά 26,6%! Πάλι καλά που οι καλοί βιομήχανοι απορρόφησαν την αύξηση αυτή, καθώς η αύξηση των τιμών υπολείπεται κατά 8 μονάδες της αύξησης του «κόστους» εργασίας!

Μόνο που οι ίδιοι λένε στη συνέχεια ότι «σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αύξηση βάσει του σχετικού κόστους εργασίας είναι 20,7% και 15,5% αντίστοιχα». Οι άνθρωποι δεν παίζονται με τίποτα, αφού με το στανιό προσπαθούν να εμφανίσουν υψηλούς μισθούς, σε μία χώρα όπου οι εργαζόμενοι ζουν με δανεικά.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ