Οι ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση με βάση τη συμφωνία της με ΕΕ - ΔΝΤ στοχεύουν στην εξασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, μέσα από τη μείωση των λαϊκών εισοδημάτων και την ακύρωση των εναπομεινάντων εργατικών δικαιωμάτων
Βέβαια, οι κυβερνώντες μαζί με τους συνομιλητές τους στην ΕΕ και το ΔΝΤ δεν έχουν τσίπα να ομολογήσουν την αλήθεια και τα ρίχνουν όλα στα ελλείμματα. Εντάξει. Ακόμα και αν - χάριν της συζήτησης - δεχτούμε ότι το πετσόκομμα των αποδοχών των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα συμβάλλει στη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών, δε χρειάζεται φαντασία, ούτε γνώσεις από οικονομικά για να καταλάβει ο καθένας μας ότι η απελευθέρωση των απολύσεων, ή η κατάργηση των βασικών μισθών δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον περιορισμό των κρατικών δαπανών. Συνδέονται όμως με πάγιες απαιτήσεις της ΕΕ και του κεφαλαίου, για την περιβόητη συγκράτηση του εργατικού κόστους στην οικονομία, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την ακύρωση των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων και των συνταξιοδοτήσεων. Τα παραδείγματα βοούν. Ιδού ορισμένα από τα μέτρα τα οποία, με βάση το νόμο για το «μηχανισμό στήριξης» που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ - ΛΑ.Ο.Σ. στη Βουλή την περασμένη Πέμπτη, πάρθηκαν στο όνομα των ελλειμμάτων, ωστόσο δεν έχουν καμιά σχέση με αυτά.
Κατάργηση των συντάξεων όπως τις γνωρίσαμε μέχρι σήμερα και αντικατάστασή τους από ένα προνοιακού χαρακτήρα επίδομα. Το μέτρο δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το δημοσιονομικό πρόβλημα που εμφανίζουν σήμερα. Για το ζήτημα αυτό, δεν χρειάζονται αποδεικτικά στοιχεία. Ολοι θυμούνται τις προηγούμενες μεθοδεύσεις του ΠΑΣΟΚ το 2001, με το «σχέδιο Γιαννίτση», που επιχειρούσε να θέσει σε εφαρμογή, αυτό που και πάλι ξανάρχεται στην επιφάνεια. Η κατακρεούργηση των συντάξεων αποτελεί μόνιμο και στρατηγικής σημασίας στόχο για το κεφάλαιο. Γι' αυτό και το γεγονός ότι το κίνημα των εργαζομένων κατάφερε να γκρεμίσει το «σχέδιο Γιαννίτση», πριν καν αυτό παρουσιαστεί ολοκληρωμένο, δεν τους εμπόδισε να το δουλεύουν όλα τα επόμενα χρόνια. Λίγους μήνες, μάλιστα μετά, η Α. Διαμαντοπούλου ως Επίτροπος της ΕΕ, ασκούσε κριτική και με επίσημη ανακοίνωσή της (ΜΕΜΟ 1/404), υποστήριζε ότι «είναι σκόπιμη η επανεξέταση των κανόνων σχετικά με τα δικαιώματα σύνταξης, προκειμένου να βελτιωθούν τα κίνητρα για εργασία και να αυξηθεί η προσφορά εργασίας». Στη φράση αυτή συμπυκνώνονται οι προσπάθειες που έκαναν τη δεκαετία που ακολούθησε οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, προκειμένου να υλοποιήσουν τις απαιτήσεις της πλουτοκρατίας. Και τώρα θέλουν να κλείσουν το θέμα με το νομοθέτημα Λοβέρδου. Και τους κανόνες συνταξιοδότησης ανατρέπουν (αυξάνουν τον απαιτούμενο χρόνο εργασίας) και το δικαίωμα στη σύνταξη το περιορίζουν (αυξάνουν τις ηλικίες συνταξιοδότησης) και την ίδια την έννοια της σύνταξης ανατρέπουν (θεσπίζουν το προνοιακού τύπου επίδομα) και κίνητρα για την παραμονή στην εργασία θεσπίζουν (ποινή για όσους βγουν στα κανονικά όρια) και αύξηση της προσφοράς εργασίας εξασφαλίζουν. Κι όλα αυτά σε μια ΕΕ - και στην Ελλάδα - όπου οι αριθμοί των ανέργων αυξάνονται με εφιαλτικούς ρυθμούς.
Πάγωμα των μισθών και συντάξεων για μια τριετία. Το πάγωμα των αποδοχών των εργαζομένων και των συντάξεων είναι σταθερό, αταλάντευτο και συνεχώς επαναλαμβανόμενο αίτημα της οικονομικής ολιγαρχίας και της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, τα εισοδήματα των εργαζομένων και συνταξιούχων στη χώρα μας, με βάση την αγοραστική δύναμή τους, παραμένουν παγωμένα εδώ και πολλά χρόνια, αφού αυτές ήταν όλα αυτά τα χρόνια οι οδηγίες της ΕΕ και οι αποφάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων. Αν επιχειρήσουμε να επισημάνουμε ορισμένους «σταθμούς» για την αποφασιστικότητα που έδειξε η ΕΕ στον τομέα του «παγώματος των μισθών και των συντάξεων», μπορούμε να θυμηθούμε: Το 1996, με τις οδηγίες από το «Σύμφωνο Εμπιστοσύνης και Απασχόλησης» του επιτρόπου Σαντέρ για το «πάγωμα των μισθών». Το 1997, που ο «καθηγητής Σπράος» μεταφέροντας τις οδηγίες ΕΕ και ΟΟΣΑ ζητάει με την έκθεσή του «πολυετές πάγωμα μισθών και συντάξεων». Το 2001, ιδιαίτερες αναφορές της «Επιτροπής Απασχόλησης» για τους μισθούς. Αντίστοιχες αποφάσεις - οδηγίες όλα τα επόμενα χρόνια.
Αυτό, βέβαια, που συμβαίνει τώρα με το «μηχανισμό στήριξης» είναι κάτι άλλο. Εδώ δεν έχουμε πάγωμα μισθών και συντάξεων. Εδώ έχουμε απόλυτη μείωση των λαϊκών εισοδημάτων που πετυχαίνεται μέσα από δύο τρόπους: Πρώτον, με τις περικοπές σε δώρα και επίδομα άδειας και δεύτερο από το πάγωμα των ονομαστικών αποδοχών, κάτι που σε συνθήκες καπιταλισμού και ...«ελεύθερης αγοράς» ισοδυναμεί με ισοπέδωση μισθών και συντάξεων.
Κατάργηση του βασικού μεροκάματου ή μισθού για νέους κάτω των 25 χρόνων. Η Τράπεζα της Ελλάδας το ζητά τουλάχιστον από το 1997. Εκείνη τη χρονιά, τότε που ήταν η περίοδος της πολυδιαφημισμένης πρωτοφανούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, στην Εκθεση του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας, τονιζόταν: «Η επιβράδυνση της ανόδου των ονομαστικών αποδοχών πρέπει ταυτόχρονα να οδηγεί, μέσω της διαδικασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στη μείωση του σχετικού κόστους πρόσληψης των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας». Με δυο λόγια. Η Τράπεζα της Ελλάδας από τότε ζητούσε την κατάργηση του βασικού μεροκάματου για τους νέους και τις νέες, κάτι που πρότεινε να γίνει και μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις με τις οργανώσεις των εργαζομένων. Αλλά και το 1995 στο Συνέδριο του Νταβός, ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Σαντέρ και ο προκάτοχός του Ζακ Ντελόρ ζητούσαν «ευελιξία στο ωράριο εργασίας και αλλαγές στην αγορά εργασίας, προς όφελος των νεοεισερχομένων».
Αύξηση του ορίου των μαζικών απολύσεων εργαζομένων, που με το νέο νόμο γίνεται 4%. Εδώ, υπάρχει κυριολεκτικά πλήθος από καταχωρήσεις αυτής της αξίωσης. Είναι ενδεικτικό ότι η κυβέρνηση Α. Παπανδρέου, από το 1995 ακόμα, είχε επιστρατεύσει το ΚΕΠΕ, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, για να συμπεριλάβει στις μελέτες του αξιολογήσεις που πρόβαλλαν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου. Με έκδοση του 1996, το ΚΕΠΕ υποστήριζε ότι για την οικονομική ανάπτυξη «κρίνεται αρνητική η διατήρηση του ορίου των απολύσεων ανά επιχείρηση», ενώ στις 9 του Φλεβάρη του 1997, ο τότε πρόεδρος του ΣΕΒ Ι. Στράτος έθεσε ανοιχτά το θέμα της απαγόρευσης των μαζικών απολύσεων στον υπουργό Εργασίας, με πρόσχημα την ...προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στα δεδομένα της ΕΕ. Η αλήθεια είναι ότι με την οδηγία 98/59 της ΕΕ, από την 1η του Σεπτέμβρη του 1998 δίνεται κατεύθυνση για τη νομιμοποίηση των μαζικών απολύσεων μέσα από διατύπωση που λέει: «Μέσα σε 30 μέρες μπορούν να γίνουν "τουλάχιστον 10" απολύσεις σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους. Επίσης, μπορεί να απολυθεί τουλάχιστον το 10% των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 100 εργαζόμενους και λιγότερους από 300. Τέλος, μπορούν να απολυθούν "τουλάχιστον 30" εργαζόμενοι "σε επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 300 εργαζόμενους».
Αλλά και άλλες τωρινές ρυθμίσεις, όπως είναι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η κατάργηση της υπερωριακής απασχόλησης, το πετσόκομμα των κρατικών δαπανών για Υγεία και Πρόνοια έχουν τόση σχέση με την αντιμετώπιση των κρατικών ελλειμμάτων, όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο.
Είναι απόλυτα σαφές ότι οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και το πολιτικό τους προσωπικό ακολουθούν με συνέπεια το δρόμο που οδηγεί στην ικανοποίηση των συμφερόντων της πλουτοκρατίας. Μόνο λεηλατώντας ακόμα περισσότερο τα λαϊκά εισοδήματα και τσαλαπατώντας μέχρι τέλους τα εναπομείναντα δικαιώματα των εργαζομένων, μπορούν να αυξήσουν την κερδοφορία τους, μπορούν να μεγαλώσουν το κομμάτι του κοινωνικού πλούτου που κλέβουν από τους πολλούς. Αυτοί, οι πολλοί, οι μοναδικοί παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου, με τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις τους, δείχνουν να συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο το διακύβευμα των ημερών: `Η θα μείνουμε παρατηρητές της κλιμακούμενης επίθεσης του κεφαλαίου, ή θα ορθώσουμε το ανάστημά μας και θα σταθούμε απέναντι: Στο κεφάλαιο, στους εκπροσώπους του, στην εξουσία τους.