ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Μπέκετ και Κρετς
Τετάρτη 12 Μάη 2010
«Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» στο «Θέατρον»

«Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ»
Εχοντας κλείσει, ήδη, τα πενήντα - ηλικία καμπής και κρίσιμου απολογισμού της μέχρι τότε ζωής του ανθρώπου - έχοντας πονέσει για το θάνατο από καρκίνο μιας παλιάς αγαπημένης του, καταθλιμμένος με τη σκέψη του αναπόφευκτου γεγονότος του θανάτου - σε όλα τα επίπεδα, τις εκφράσεις και εκφάνσεις της ανθρώπινης και κοινωνικής ζωής - ο Σάμουελ Μπέκετ γράφει το 1957 τα πολύσημης, ειρωνικής αλληγορίας έργα «Το τέλος του παιχνιδιού» και το εμμέσως αυτοβιογραφικό, μονολογικό «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ». Ο πενηντάχρονος Μπέκετ, φορώντας το «προσωπείο» του Κραπ και με ένα εικοσάχρονο άλμα, φαντάζεται έναν προ του τέλους απολογισμό της ζωής. Εναν απολογισμό που καταιγιστικά αναμοχλεύει, κομματιάζει, μπερδεύει, πλημμυρίζει, αναβυθίζει, καταβυθίζει, επανεκτιμά μια ολόκληρη πορεία ζωής, μνήμες, πρόσωπα, βιώματα, συναισθήματα, σκέψεις, επιθυμίες, στιγμές και εικόνες του παρελθόντος, μέσα από το βλέμμα των γηρατειών. Εβδομηντάχρονος και μόνος ο Κραπ, σαν τον «Νώε», προσπαθεί να συνεχίσει την απολογιστική καταγραφή, ανασκόπηση, επανεκτίμηση και διάσωση του βίου του από τον κατακλυσμιαίο ερχομό του τέλους του στη δική του «κιβωτό», τη μνήμη του, με καταγραφές της σε μπομπίνες μαγνητοφώνου. Η μνήμη και η νόηση, όπως και το σαρκίο, υπόκεινται στη φθορά του χρόνου, αλλά και στα συναισθήματα που τις κινούν σε κάθε στάδιο της ζωής. Αλλα μπορεί, άλλα νιώθει, άλλα επιθυμεί, άλλα σκέφτεται, άλλα πράττει ο άνθρωπος στα νιάτα του, άλλα στα σαράντα, άλλα στα εβδομήντα. Σπαράγματα μνήμης κατακλύζουν το γέροντα πια Κραπ, καθώς ακούει τις πριν σαράντα χρόνια μαγνητοφωνημένες σε μπομπίνες μνήμες του ακμαίου κάποτε βίου του, αλλά και προσπαθεί να τις ανασκοπήσει, να τις επανεκτιμήσει και να τις καταγράψει σε μια τελευταία μαγνητοταινία. Ο Μπέκετ μελαγχολικά αλληγορεί για τη μάταιη πια στερνή γνώση, την υπαρξιακή ερημία, το ψυχοδιανοητικό κενό, τη σωματική ανημπόρια και την τραγελαφικότητα των γηρατειών.

«Wunschkonzert»
Μια εκπληκτικής αισθητικής και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα σκηνοθετική και υποκριτική «ανάγνωση» του μπεκετικού έργου (η άμεση γλωσσικά μετάφραση των υπερτίτλων ήταν της Εύας Γεωργουσοπούλου), προσκόμισε στο φετινό φεστιβάλ «Πέρα από τα όρια» ο σπουδαίος σκηνοθέτης Ρόμπερτ Γουίλσον, υποδυόμενος μάλιστα ο ίδιος τον Κραπ. Με ένα λιτό σκηνικό - κάτι μεταξύ γραφείου, βιβλιοθήκης, αρχείου, καταφυγίου, «κιβωτού», με αριστοτεχνικούς φωτισμούς και ήχους να παραπέμπουν σε μια ασταμάτητη καταιγίδα, σε μια κατακλυσμιαία βροχή, ο Γουίλσον έπλασε μια πρωτότυπα εμβληματική, μια πικρόγευστου χιούμορ, κατά βάθος τρυφερά ανθρώπινη, εκδοχή του ρόλου του Κραπ. Μια υπόδηλα ανοϊκή, αργοκίνητη και ασταθής - κινησιολογικά και χειρονομιακά - γέρικη φιγούρα κλόουν, με σπαράγματα και φλας μπακ της μνήμης του παλεύει να βάλει «τάξη» στο χάος της και να τη διασώσει. Προς τι όμως; Η ζωή δεν πισωγυρίζει. Την «καταιγίδα» της ζωής ακολουθεί η νηνεμία του θανάτου.

«Wunschkonzert» στο «Από μηχανής θέατρο»

Με αυτή - την αμετάφραστη στα ελληνικά - λέξη τιτλοφορούνταν μια ραδιοφωνική εκπομπή λόγου και μουσικής του Γ' Ράιχ, από την άνοδο μέχρι την ήττα του, αλλά και μια ναζιστική ταινία, που γυρίστηκε το 1940 και η οποία παρέπεμπε και στη ραδιοφωνική εκπομπή. Με αυτή τη λέξη τιτλοφόρησε, σκόπιμα, ο Γερμανός δραματουργός Φραντς Ξαβιέ Κρετς το τελειοθηρικά λεπτομερές σε σκηνικές οδηγίες, αλλά χωρίς ούτε μια λέξη, άκρως πολιτικό έργο του «Wunschkonzert», που ενώ γράφτηκε το 1975, σήμερα γίνεται όλο και πιο επίκαιρο. (Στην Ελλάδα το έργο πρωτοπαρουσίασε στο «Απλό Θέατρο» ο Αντώνης Αντύπας, με τίτλο «Τα αγαπημένα μου τραγούδια», με την Αλέκα Παΐζη, σε μια αλησμόνητη ερμηνεία του μοναδικού ρόλου του έργου). Μαρξιστής, κατήγορος της καπιταλιστικής κοινωνίας, πεισματικά ρεαλιστής - ακόμα και έως ωμότητας σε μερικά έργα του - ο Κρετς με το σύνολο του έργου καταγγέλλει την πολύμορφη - φανερή και κρυφή, άμεση και έμμεση - κοινωνία εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ο Κρετς δεν αμφιβάλλει ότι γεννήματα του καπιταλισμού είναι όχι μόνο ο φασισμός, αλλά κάθε μορφής αποχαύνωση, χαλιναγώγηση, μιζέρια, «στείρωση» και εκμηδένιση της ζωής των ανθρώπων των λαϊκών στρωμάτων. Εργάτες και υπάλληλοι είναι τα πρόσωπα των έργων του. Το μεροκάματο, η ανεργία, η μιζέρια, τα βάσανα της ζωής των «μοιραίων και άβουλων αντάμα» και η παθητικότητά τους σε ό,τι τους ρημάζει τη ζωή. Τέτοιο πρόσωπο είναι η ανύπαντρη, ανέραστη, προς τα πενήντα, δεσποινίς Ρας, που το μόνο που κάνει - χρόνια και χρόνια - είναι να εργάζεται για το μεροφάι από το πρωί, να γυρνά νύχτα και να κουρνιάζει στη σιγουριά του «κλουβιού» της, στην απαστράπτουσα από καθαριότητα γκαρσονιέρα της, να βυθίζεται στην «εκκωφαντική» σιωπή της μοναξιάς της, μια σιωπή εύγλωττη, μια σιωπή που κραυγάζει την απόγνωση, τον εσωτερικό, βουβό σπαραγμό της έρημης γυναίκας. Σιωπή που διακόπτεται για λίγο, από μια μουσική, ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή, να παίρνει υπνωτικό μήπως και καταφέρει να κοιμηθεί, για να συνεχίσει την άλλη και παράλλη μέρα την ίδια και απαράλλαχτη ρουτινιασμένη ζήση της. Καθωσπρεπική, αποστειρωμένη, «στείρα», απόμακρη από την κοινωνία, από οτιδήποτε θα της έδινε κάποιο νόημα, κάποιο σκοπό, κάποιο λόγο να ζήσει, η Ρας, σαν από καιρό αποφασισμένη, αυτολυτρώνεται από την αδιέξοδη ζωή της με την αυτοκτονία. Το έργο - δηλαδή η περιγραφή της σκηνικής δράσης - σε πιστή γλωσσικά μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, με απόλυτα ρεαλιστικό σκηνικό και αρμόζοντα στο ρόλο κοστούμια της Μαρίας Κονομή, με φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη που αναδεικνύουν το σκηνικό, με ήχους και μουσικές επιλογές του Σταύρου Γασπαρινάτου, σκηνοθέτησε με λεπτομερή ρεαλιστική ακρίβεια η Ζωή Χατζηαντωνίου, στηριζόμενη προπάντων στην ψυχοπνευματικά καλοδουλεμένη, εσωτερικής αλήθειας, απέριττη σε όλα τα εκφραστικά μέσα της, ερμηνεία της Δέσποινας Κούρτη.


ΘΥΜΕΛΗ