Το εμπόριο της κληρονομιάς
Κυριακή 20 Ιούνη 2010

Από την έκθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης το 2007 με τα «αμφιβόλου προέλευσης» αντικείμενα»
Σε «σουρωτήρι» έχουν μετατραπεί τα ρωσικά μουσεία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, με τον αριθμό των εξαφανισμένων από τις συλλογές τους αντικειμένων να ανέρχεται σε δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, χιλιάδες, αφού οι αρμόδιες αρχές δίνουν κατά διαστήματα διαφορετικούς αριθμούς, δείγμα κι αυτό της πλήρους αποδιοργάνωσης στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και οι πιο «σεμνοί» αριθμοί, συγκρίνονται και από αρμόδια κρατικά χείλη με την πολιτιστική λεηλασία της ΕΣΣΔ από τους ναζί, καθ' όλη τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Παρόλ' αυτά, ακόμη και η προσπάθεια που καταβάλλει τα τελευταία χρόνια το ρωσικό κράτος για να καταγράψει, έστω, τι λείπει και τι όχι, συνοδεύεται από τη γενικότερη πολιτική υποχρηματοδότησης του πολιτισμού και ενίσχυσης της εμπορευματοποίησής του. Καθιστώντας έτσι ακόμη και αυτήν την απόπειρα καταγραφής ως ένα από τα αναγκαία μέτρα... «συμμαζέματος» της «αγοράς».

Φυσικά, αυτά τα αντικείμενα βρίσκονται σε ιδιωτικά χέρια και μάλιστα σε φορείς που απολαμβάνουν διεθνούς αναγνώρισης. Η διαδρομή των κλεμμένων αντικειμένων είναι γνωστή όπως και η κατάληξή της, δηλαδή τα μεγάλα μουσεία και οι πινακοθήκες, οι «οίκοι» δημοπρασιών και οι ιδιωτικές συλλογές. Από αυτήν την άποψη, η περίπτωση της Ρωσίας δεν προσφέρεται μόνο για εξαγωγή συμπερασμάτων για τον τρόπο αντιμετώπισης του πολιτισμού από το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, αλλά και για το τι σημαίνει η μετατροπή της κληρονομιάς των λαών σε εμπόρευμα.

Για παράδειγμα, πρόσφατα τα ρωσικά ΜΜΕ δημοσίευσαν την επιστροφή στη χώρα ενός σπουδαίου έργου του σημαντικού εκπροσώπου της σοβιετικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του μεσοπολέμου, εικαστικού Αλεξάντρ Ροντσένκο. Πρόκειται για την προπαγανδιστική αφίσα «Σωματείο - Ο υπερασπιστής της γυναικείας εργασίας», που ανήκει στις συλλογές του Μουσείου Μαγιακόφσκι της Μόσχας. Μάλιστα, δεν πρόκειται για ένα από τα πολλά αντίγραφα που κυκλοφορούσαν τότε σε αφίσες, αλλά για την πρωτότυπη μακέτα, η οποία στο πίσω μέρος της φέρει τις υπογραφές του ίδιου του Ροντσένκο αλλά και του Μαγιακόφσκι. Το 1994 το έργο στάλθηκε στην Ιταλία για να εκτεθεί, αλλά ουδέποτε επέστρεψε, γεγονός το οποίο ανακαλύφθηκε μόλις το 1997, αφού τα σχετικά ντοκουμέντα έδειχναν... ότι είχε επιστρέψει κανονικά.

Εργο του Α. Ροντσένκο
Το έργο εντοπίστηκε το 2009, σε δημόσια έκθεση της διεθνούς φήμης Πινακοθήκη Τέιτ του Λονδίνου, η οποία το είχε δανειστεί, για τις ανάγκες της έκθεσης, από Αμερικανό «συλλέκτη»!

Τον περασμένο Μάρτη, στα χέρια πάλι ξένου «συλλέκτη», βρέθηκε η εικόνα του Αγίου Νικολάου («εμπορικής αξίας» 1,2 εκ. δολαρίων) που είχε κάνει «φτερά» το 1995 από το Γιαροσλάβ. Μάλιστα, ήταν μέρος της συλλογής εικόνων που με τη σειρά τους έκαναν «φτερά» από το Τσαρίτσινο στις αρχές του περασμένου Φλεβάρη. Για την ιστορία, η σχετική «αγορά» εκτιμά την «εμπορική» αξία της συλλογής στα 30 εκατομμύρια δολάρια.

Το 2006, κατά τη διάρκεια ελέγχου ρουτίνας στο Μουσείο Ερμιτάζ στο Λένινγκραντ, διαπιστώθηκε η κλοπή περισσότερων από 220 έργων τέχνης, κυρίως κοσμημάτων και έργων τέχνης από σμάλτο, αξίας άνω των 4,8 εκατ. δολαρίων. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το 2001 κλάπηκε από την κορνίζα του έργο του Γάλλου ζωγράφου του 19ου αιώνα Ζαν Λεόν - Ζερόμ, ενώ πέντε χρόνια νωρίτερα είχε συλληφθεί ένας Ρώσος, στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν έγγραφα, σχέδια και γραμματόσημα αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Τον περασμένο Δεκέμβρη, ένα αντικείμενο από τα κλεμμένα του 2006 εντοπίστηκε σε δημοπρασία «οίκου» του εξωτερικού. Μέχρι σήμερα έχουν επιστρέψει στο Ερμιτάζ μόλις 34 εκθέματα.

Το 1992 «εξαφανίστηκαν» από το Λένινγκραντ ακουαρέλες με σχέδια πλοίων του 19ου αι. που βρίσκονταν στις συλλογές του μουσείου του Ινστιτούτου Μηχανολογίας του Πολεμικού Ναυτικού. Τον Γενάρη του 2009 τα σχέδια εντοπίστηκαν σε δημοπρασία «οίκου» της Στοκχόλμης.

Ο κατάλογος είναι ιδιαίτερα μακρύς και τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν μόνο «σταγόνες» στον «ωκεανό». Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2009, οι αρμόδιες αρχές κατέγραψαν 14.000 «απουσίες» αντικειμένων από 1.330 μουσεία της χώρας. Την ίδια στιγμή, ο Ρώσος υπουργός Πολιτισμού ομολογεί ότι χρειάζεται τουλάχιστον διπλασιασμός του ποσού από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλιώς «η κουλτούρα θα πνιγεί». Αυτήν τη στιγμή, το ρωσικό κράτος διαθέτει το 0,8% του προϋπολογισμού του για τον πολιτισμό, ενώ ο μέσος μισθός των εργαζομένων στις κρατικές πολιτιστικές δομές είναι μόλις 8.000 ρούβλια (περίπου 200 ευρώ).

«Νομιμότητα» και «ηθική» της «αγοράς»

Ανάλογη είναι η κατάσταση παγκοσμίως και θα εξακολουθεί να είναι, από τη στιγμή που ο καπιταλισμός εκλαμβάνει ως «νόμιμο» το εμπόριο αρχαιοτήτων. Ο καθένας μπορεί, π.χ., στο διαδίκτυο να αγοράσει αρχαία νομίσματα, όχι μόνο ελληνικά, με πιστοποιητικά γνησιότητας μάλιστα, με θεσμοποιημένες διαδικασίες. Τον περασμένο Δεκέμβρη, π.χ., ο γνωστός οίκος δημοπρασιών «Christie's» θα έβγαζε στο «σφυρί», στη Ν. Υόρκη, ένα μαρμάρινο κυκλαδικό κεφάλι του 2500 π.Χ. Το κεφάλι πέρασε από τα χέρια διαφόρων «συλλεκτών» και θα πωλούνταν πάλι ως «ιδιοκτησία» «συλλέκτη». Παρουσιάστηκε, μάλιστα, και σε έκθεση για τον πολιτισμό των Κυκλάδων, το 1977, στην Καρλσρούη, ενώ είναι γνωστό και στη σχετική αρχαιολογική βιβλιογραφία. Ωστόσο, μέχρι τώρα συνοδεύεται από τη φράση... «προέλευση άγνωστη»...

Τον Απρίλη του 2007 εγκαινιάστηκαν νέες αίθουσες στο Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης, με αρχαία και ρωμαϊκά έργα τέχνης, ...«αμφιβόλου προέλευσης». Βασική «πηγή» των 5.300 έργων τέχνης που εκτέθηκαν ήταν η «συλλογή» Λέον Λέβι - Σέλμπι Γουάιτ, οι οποίοι χρηματοδότησαν την ανακατασκευή των αιθουσών - και της κεντρικής γυάλινης θολωτής αίθουσας που φέρει το όνομά τους - με 220 εκατ. δολάρια.

Η Γουάιτ, η χήρα του επιχειρηματία Λέον Λέβι, απέκτησε με «άγνωστο» τρόπο αυτήν την πλούσια συλλογή αρχαίων αντικειμένων, επίσης «αμφιβόλου προελεύσεως». Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, αφού το όνομα της Γουάιτ «ακούγεται» μαζί με αρχαιοκαπήλων εμπόρων τέχνης, μεταξύ των οποίων ο Ρόμπιν Σάιμς - συνεταίρος του Χρήστου Μιχαηλίδη, ιδιοκτήτη της βίλας στη Σχοινούσα, όπου βρέθηκαν αδήλωτες αρχαιότητες το 2003. Προσπαθώντας να αποσυνδέσει το μουσείο από την αρχαιοκαπηλία, ο διευθυντής του είχε δηλώσει ότι «τα εκθέματα δεν ανήκουν στο μουσείο, αλλά στην ιδιωτική συλλογή»...

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, κάθε κατασταλτικός μηχανισμός του μη «νόμιμου» εμπορίου αντικειμένων της κληρονομιάς, έστω κι αν είναι ισχυρός, όπως στην Ιταλία, αλλά, πολύ περισσότερο, ανίσχυρος, όπως στην Ελλάδα, φαντάζει ουσιαστικά σαν τον Δον Κιχώτη που παλεύει με τους ανεμόμυλους.

Αλλωστε, τα ίδια τα καπιταλιστικά κράτη λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση της βρετανικής κυβέρνησης η οποία, λίγους μήνες πριν, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να «βγάλει στο σφυρί» αρχαιότητες που κατασχέθηκαν από το γνωστό (και από ελληνικές υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας) αρχαιοκάπηλο Ρ. Σάιμς, ώστε να αποπληρωθούν τα χρέη του προς το βρετανικό κράτος! Επρόκειτο για 1.000 κλεμμένα αρχαία αντικείμενα, κυρίως ιταλικά (ρωμαϊκά, ετρουσκικά) και πιθανόν ανάμεσά τους και ελληνικά, για να αποπληρωθούν χρωστούμενοι φόροι του Σάιμς. Μάλιστα, όταν η Ιταλία διαμαρτυρήθηκε, οι Βρετανοί απάντησαν ως εξής: «Μπορείτε να τα αγοράσετε»...

Η αντίληψη που διέπει το αστικό κράτος ως προς το ζήτημα αποδόθηκε χαρακτηριστικά από τον πρώην υπουργό Πολιτισμού, Γ. Βουλγαράκη, το 2006, κατά τη διάρκεια της τελετής στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για την επιστροφή, από το Μουσείο Γκετί των ΗΠΑ του Ανάγλυφου της Θάσου και της Ενεπίγραφης Βοιωτικής Στήλης: Η Ελλάδα «θα διεκδικήσει από ξένα μουσεία και συλλέκτες κάθε ελληνικό αρχαίο αντικείμενο για το οποίο διαθέτουμε στοιχεία ότι αποτελεί προϊόν αρχαιοκαπηλίας, λαθρανασκαφής ή παράνομης διακίνησης», αλλά «δε θέλουμε να αδειάσουμε τις προθήκες των ξένων Μουσείων (...)» και «αυτή η διακίνηση των αρχαιοτήτων πρέπει να υπακούει σε ηθικούς κώδικες και νομικούς κανόνες»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ