ΧΟΡΑΤΙΟΥ ΜΑΛΑΕΛΕ
Σιωπηλός γάμος
Πέμπτη 17 Ιούνη 2010

Λόγος ύπαρξης αυτής της τσαρλατάνικα κίβδηλης καρικατούρας από τη Ρουμανία, είναι ο επαίσχυντα αγοραίος της αντικομμουνισμός! Παρά τον υπερβάλλοντα «καλλιτεχνικό» ζήλο, ώστε να καταστεί πειστική και πιστευτή - τόσο η ανάγκη πραγμάτωσής της, όσο και η αγνότητα/ αλήθεια των προθέσεών της - η ταινία παραμένει κατ' ουσία ψεύτικη, γελοία και δόλια. Ο σκηνοθέτης λες και βιάζεται να καταθέσει στο πρώτο του φιλμ όποιο εύρημα, ιδέα και σκέψη έχει και δεν έχει στα μπαγκάζια του. Ετερόκλητο, όσο τα στοιχεία που το συνθέτουν, μονοδιάστατο, όσο η ναΐφ εικαστική του οπτική και αντιφατικό, όσο τα α-συνεπή δραματουργικά του σκιαγραφήματα.

Σε αυτόν τον ethnic αχταρμά, με στοιχεία κωμωδίας, τραγωδίας, παρωδίας, ειρωνείας, συμβολισμούς, μεταφορές και ό,τι άλλο υφίσταται, πασπαλισμένο με ολίγη από τσιγγάνους, με ολίγη από Ταβιάνι (αρχική σκηνή, από τα ψηλά ώριμα στάχυα εκτινάσσεται τοξοειδώς προς τα πίσω το σώμα ενός άνδρα, από το «Νύχτα του Σαν Λορέντζο») με κάτι από Κισλόφσκι (η μπαλαρίνα μαριονέττα, οι κινήσεις της και η μουσική που ντύνει την σκηνή «Η διπλή ζωή της Βερόνικα»), με αιωρούμενες φιγούρες που παραπέμπουν στον Κουστουρίτσα, με κάποιον νάνο αλλά και «νάνα» από τα φρικιά του Χέρτσογκ, με κλόουν και κάρα τσίρκου από Φελίνι, με τρελό του χωριού με όνομα σαιξπηρικό αλλά και τέσσερις κομμουνιστές κνώδαλα, όλα είναι d'j' vu και όλα αυτά διακρίνονται ως «αμιγή δάνεια» ακριβώς γιατί δεν εντάσσονται οργανικά στο σύστημα της αφήγησης. Εφόσον αυτά τα δάνεια δεν υπόκεινται σε σχέσεις αίτιου/ αιτιατού δε δικαιολογείται η αφομοίωσή τους στο φιλμικό κείμενο, αλλά εμφανίζονται ξεκάρφωτα και αποσπασματικώς «καλλιτεχνικά»...

Ενα τηλεοπτικό team ψάχνει για μεταφυσικές ιστορίες τις οποίες εμπορεύεται με ενδιαφερόμενα κανάλια. Συντροφιά, με έναν ντόπιο οδηγό διασχίζουν έναν κρανίου τόπο, ερείπια ψηλών πυκνών κτισμάτων, χαλάσματα που παραπέμπουν σαφώς σε βιομηχανικές μονάδες παραγωγής. Εν μέσω ανεξήγητα χαζών χαχάνων, ο οδηγός δίνει το καθοριστικό στίγμα «Το 1945 όλοι ψήφισαν φιλελεύθερους και βγήκαν οι κομμουνιστές». Αυτοί «κατέστρεψαν ένα χωριό για να χτίσουν εργοστάσια... που... (αργότερα) κατέστρεψαν οι καπιταλιστές για να χτίσουν χωριά». Με αυτές τις περισπούδαστες σοφίες ξεκινά η αφήγηση, σε φλας μπακ, του οδηγού αναφορικά με την «άνοδο και πτώση» του χωριού με τα δέκα σπίτια και τις πενήντα ψυχές. Ετος 1953. Οι κάτοικοι του χωριού, στο πρώτο μισό του φιλμ, παρουσιάζονται μονοδιάστατα ως τουλάχιστον «απλοϊκοί αγροίκοι» χωρίς περαιτέρω ενδιαφέροντα, εκτός του «ποιος ερωτοτροπεί και πηδά ποια», και του αλκοόλ που ρέει σαν το πετρέλαιο στο καφενείο του χωριού, όπου φιλοξενούνται οι σταθερές αλλά επιφανειακές συζητήσεις/επιθέσεις στους κομμουνιστές και μόνο. Ωσπου φθάνει η ώρα που έτοιμος ο γάμος φρενάρεται από τον αιφνίδιο θάνατο του Στάλιν και την ανακήρυξη εθνικού πένθους. Τότε, η συμπεριφορά - κατά το φιλμ - του σοβιετικού στρατιωτικού κάνει τους άνδρες των SS να φαντάζουν εθελοντές στο στρατό της σωτηρίας. Βέβαια, γνωρίζουμε καλά ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος ως κινηματογραφικός σκηνοθέτης Μαλαέλε, εάν επιθυμεί να παραμείνει στο στερέωμα με το αζημίωτο φυσικά, θα πρέπει από τώρα να σχεδιάζει τον επόμενο, κλιμακούμενο, αντικομμουνιστικό του σχεδιασμό. Διαφορετικά καλά θα κάνει ο σκηνοθέτης να παραμείνει στο θέατρο γιατί εκεί φαίνεται να αποδίδει τα μέγιστα.

Αυτό εξάγεται από τη βουβή σκηνή στο γαμήλιο τραπέζι και την επιμονή του σκηνοθέτη να αποδώσει με πραγματικό, κι όχι συμβατικό χρόνο, την σκηνή των «αερίων» ενός καλεσμένου που ξεφεύγουν θορυβωδώς. Εκεί κάνει χρήση πρώτων πλάνων, κι ενώ με την χρήση πραγματικού χρόνου, τραβά το γκαγκ πολύ μακριά και εμπίπτει στην κινηματογραφική κατάχρηση, ο ίδιος χρόνος, με χρήση θεατρικής σύμβασης θα αποδεικνύονταν κάτι παραπάνω από απαραίτητος. Ενα και μοναδικό αξιόλογο στοιχείο έχει να επιδείξει η ταινία. Την σύντομη σεκάνς, με τα θεατρικότατα ταμπλό βιβάν, τα μονταρισμένα σε στακάτο ρυθμό ταμπούρλου. Δυστυχώς όμως, αντιμετωπίζοντάς τα σαν μέρος της ολότητας ενός κακού φιλμ, με τα επιμέρους στοιχεία, τα οποία εκλαμβάνονται ως αναπόσπαστα στοιχεία της δομής του φιλμ, παίρνουν την ποιότητα της ολότητας στην οποία ανήκουν, ως αναπόσπαστο μέρος της. Η προσπάθεια να πεισθούμε σαν κοινό από του λόγου το αληθές, αυτοαναιρείται από τη μοναδική υπαρκτή πραγματική εικόνα, εκείνη των ερειπίων των τεράστιων έργων παραγωγικών υποδομών που από μόνη της αφηγείται τη χασούρα των λαών από την κοινωνικοποίηση. Την υπαρκτή και την πραγματική. Το φιλμ χρηματοδοτήθηκε και φτιάχτηκε για τις απαίδευτες μάζες της Εσπερίας που δυστυχώς αριθμούν πολλές. Και φτιάχτηκε ακριβώς τη στιγμή που έχει μπει σε πρακτική εφαρμογή όλο το κατάπτυστο σχέδιο των πρωτοφασιστών της ευρωένωσης. Είναι τόσο βαρετοί πια οι πρώην ανατολικοί, οι τότε δήθεν καταπιεσμένοι , χωρίς - οι καημένοι - δικαίωμα να αρθρώσουν λόγο για δημοκρατία και ελευθερία. Αλήθεια; Δηλαδή τώρα που συμβαίνουν στη Δύση σημεία και τέρατα, πώς έτσι και αυτοί, οι par excellence δημοκράτες, δεν ανοίγουν στόμα; Είναι λοιπόν ικανοποιημένοι σήμερα; `Η η δημοκρατικότητά τους εξαντλείτο στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού; Ο,τι και να αρθρώσουν τα πληρωμένα ανθρωπάρια, διαψεύδονται από τον κινηματογραφικό φακό που είναι αμείλικτος. Και που επιτρέπει στην αλήθεια να μπαίνει στην εικόνα από τις χαραμάδες και τα χάσματα που αφήνουν οι κατασκευασμένες «ιστορικές» αλήθειες. Οι παραγωγικές υποδομές είναι εκεί. Κατεστραμμένες ... από τα δημοκρατικά, χα, χα όπλα...

Παίζουν: Μέντα Αντρέα Βικτόρ, Αλεξάντρου Ποτοκεάν, Βαλεντίν Τεοντοσίου, κ.ά.

Παραγωγή: Ρουμανία, Λουξεμβούργο (2008).