Δεκαετία του '60 και «Ιουλιανά»
Αναμνήσεις...
Κυριακή 25 Ιούλη 2010

Παπαγεωργίου Βασίλης

Είναι γνωστό ότι, πριν από κάθε εκδήλωση στρατιωτικοπολιτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, η άρχουσα τάξη επιδίδεται σε μαύρη προπαγάνδα και πλύση εγκεφάλου περί αναγκαιότητας της τήρησης της τάξης και της προάσπισης του δημοκρατικού πολιτεύματος που κινδυνεύει από τον «εσωτερικό εχθρό», όπως συνέβη με τη δικτατορία του Θ. Πάγκαλου το 1925 και τη δικτατορία του Ι. Μεταξά το 1936.

Πριν από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα τεχνητής πολιτειακής αστάθειας, είχε διαμορφωθεί ένα πολύ καλά προσχεδιασμένο ανώμαλο πολιτικό κλίμα, αποκορύφωμα του οποίου υπήρξε η διαφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, αρχηγού του κόμματος της Ενωσης Κέντρου, και του βασιλιά Κων. Γλύξμπουργκ, τον Ιούλη του 1965, στο θέμα της ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και της απομάκρυνσης του υπουργού Πέτρου Γαρουφαλιά από την ηγεσία του υπουργείου αυτού.

Η άρνηση του βασιλιά ν' αναλάβει το υπουργείο ο Γ. Παπανδρέου έφερε τη ρήξη κυβέρνησης και ανακτόρων, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η χώρα στα λεγόμενα «Ιουλιανά».

Τη συμπαιγνία Γλύξμπουργκ και Παπανδρέου κατάγγειλε το εργατικό λαϊκό κίνημα άμεσα. Ο λαός της Αθήνας και των προαστίων με μαζικές διαδηλώσεις πάλευε καθημερινά στο κέντρο της πρωτεύουσας για την εδραίωση της λαϊκής κυριαρχίας και την κατάργηση της μοναρχίας. Κατά την ειρηνική πορεία στις 20 Ιούλη, ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας υπήρξε θύμα της άγριας επίθεσης της αστυνομίας.

***

Υπενθυμίζουμε ότι ο Γ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργός το 1964-1965 είχε προικοδοτήσει την πριγκίπισσα Σοφία για το γάμο της με τον Κάρολο, βασιλιά της Ισπανίας, με χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή του ελληνικού λαού. Είχε αποφασίσει, επίσης, την ονομασία του στρατού σε «Βασιλικό Στρατό», κατά το «Βασιλικό Ναυτικό» και «Βασιλική Αεροπορία» που το νομοθετικό πλαίσιο δεν προχώρησε για ψήφιση, λόγω παλλαϊκής αντίδρασης.

Προτιμούσε, ακόμη, για το βασιλικό θώκο, τον πρίγκιπα Πέτρο 57 χρόνων (γιο του πρίγκιπα Γεωργίου και της Γαλλίδας πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη) και όχι τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που φυσικά δε θα άλλαζε σε τίποτα η ανώμαλη πολιτική κατάσταση με την αλλαγή προσώπου στο θεσμό της μοναρχίας.

Ο Γ. Παπανδρέου, με την περιβόητη, υποκριτική και «αυστηρή» προειδοποίησή του προς το μονάρχη, «ο λαός ωμίλησεν», που του είχε απευθύνει σε συγκέντρωση οπαδών του από μπαλκόνι της πλατείας Κλαυθμώνος την εποχή των «Ιουλιανών», επιδίωκε κατ' ουσία, όχι την κατάργηση της μοναρχίας, αλλά τη διατήρησή της.

Διάφοροι πολιτειολόγοι απέδιδαν τη «σκληρή» στάση του γηραιού πρωθυπουργού απέναντι στο νεαρό μονάρχη σε αρχομανείς τάσεις, να καταστεί δηλαδή ο ίδιος απόλυτος άρχοντας του τόπου. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι οι δύο αυτοί πολιτειακοί παράγοντες αδημονούσαν να υπηρετήσουν πιστά, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, τα αντιτιθέμενα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα ισχυρών ευρωπαϊκών καπιταλιστικών χωρών.

***

Ο πολιτικός αντίπαλος του Γ. Παπανδρέου, ο Κων. Καραμανλής, όταν είχε απωλέσει τις εκλογές, το Νοέμβρη του 1963, αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Επειδή στις εκλογές εκείνες κανένα κόμμα δεν είχε λάβει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προκηρύχτηκαν νέες για τις 16-2-1964, τις οποίες κέρδισε η Ενωση Κέντρου. Ετσι, δόθηκε για δεύτερη φορά στον Γ. Παπανδρέου η ευκαιρία να κυβερνήσει (η πρώτη ήταν το 1944 υπό τις διαταγές του μακελάρη Αγγλου στρατηγού Σκόμπι) και να εφαρμόσει πιστά την ίδια πολιτική του προκατόχου του, του Κ . Καραμανλή, και των Αγγλοαμερικανών «συμμάχων» στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Τόσο η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου, όσο και ο υπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, που απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση λόγω ανάμειξής του στη μυστική στρατιωτική οργάνωση του «ΑΣΠΙΔΑ», καθώς και τα ξενόφερτα ανάκτορα ωθούσαν φανερά πλέον τα πολιτικά πράγματα της χώρας σε σύγκρουση κυβέρνησης και μοναρχίας σε βάρος του λαού και της ομαλότητας, αυτής που θα μπορούσε, έστω, να υπάρξει για το εργατικό λαϊκό κίνημα, ως ξεκίνημα προοδευτικών κοινωνικών αλλαγών.

Η ελληνική Ιστορία αναφέρει ότι ανέκαθεν μέσα στον ελληνικό στρατό, στα ανώτερα και κατώτερα κλιμάκια, δρούσαν παράνομες μυστικές οργανώσεις σε «αντίρροπο ερριζωμένης» (φράση του Δημ. Χονδροκούκη) κάποιας άλλης παρόμοιας οργάνωσης.

Σκοπός τους ήταν, πέρα των άλλων έκνομων δραστηριοτήτων, και η υποστήριξη προς το ένα ή το άλλο κόμμα εξουσίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εύνοια και την απρόσκοπτη επαγγελματική τους εξέλιξη, που θα τους ήταν έτσι εύκολη η επιβολή στρατιωτικού πραξικοπήματος, όταν οι περιστάσεις τους το επέτρεπαν. Μη μας φανεί δε παράδοξο ότι οι δύο παραστρατιωτικές οργανώσεις «ΙΔΕΑ» και «ΑΣΠΙΔΑ», στο όνομα του «κομμουνιστικού κινδύνου»... συμφιλιώθηκαν, τελικά, και η υπόθεση του «ΑΣΠΙΔΑ» τέθηκε στο αρχείο επί χούντας.

Θα ήθελα να υπενθυμίσω, με την ευκαιρία, ότι ο αρχηγός της χούντας της 21ης Απρίλη του 1967 Γ. Παπαδόπουλος ήταν βασικό και δραστήριο στέλεχος του «ΙΔΕΑ». Με την ιδιότητά του αυτή επελέγη ως στρατοδίκης στη δίκη του Ν. Μπελογιάννη, ο οποίος εκτελέστηκε - δολοφονήθηκε στις 30 Μάρτη 1952 επί κυβέρνησης της λεγόμενης «δημοκρατικής παράταξης» της ΕΠΕΚ του Νικόλαου Πλαστήρα, «επί κατασκοπεία υπέρ ξένης δυνάμεως της Ανατολικής Ευρώπης», όπως έλεγε το κατασκευασμένο κατηγορητήριο που στηρίχτηκε σε ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων της αστυνομίας και των συνεργατών της.

***

Η παραδοσιακή «Δεξιά», η ΕΡΕ, δεν έχανε ευκαιρία να εκμεταλλεύεται την ασταθή πολιτική κατάσταση για δικό της όφελος, πώς να ξαναπάρει δηλαδή την εξουσία. Ο νέος αρχηγός της, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ως εντολοδόχος πρωθυπουργός (3 Απρίλη του 1967), πίστευε πως θα μπορούσε να ομαλοποιήσει την κατάσταση μετά τις αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνήσεων των «αποστατών», οδηγώντας τη χώρα σε εκλογές για τις 28 Μάη του ίδιου χρόνου με την πεποίθηση ότι θα τις κέρδιζε.

Ομως, τόσο από τον ίδιο, όσο και από τον Γ. Παπανδρέου που ήρθε σε συμφωνία μαζί του να πάνε στο Τατόι και να ζητήσουν από τον βασιλιά να προκηρύξει αυτές τις εκλογές, καθώς και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις των «αποστατών» είχε καλλιεργηθεί το έδαφος για το χουντικό πραξικόπημα. Τα δε όργανα της ακροδεξιάς στα χωριά και στις πόλεις προϊδέαζαν το λαό, φανερά πλέον, για το τι μέλλει γενέσθαι. Και οι απειλές είχαν αρχίσει.

-- «Δάσκαλε, πολύ μιλάς. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά».

-- «Δημοκρατία έχουμε, φίλε».

-- «Σε λίγο θα το βουλώστε, παλιοκουκουέδες. Τ' άκουσες;».

Μετά έφυγε ο «νταής», πηγαίνοντας στο δρόμο του.

Το άκρον άωτον της υποκρισίας των μαύρων συνταγματαρχών υπήρξε η «ανακάλυψη» κομμουνιστικού σχεδίου για την κατάληψη της εξουσίας. Το «σαμποτάζ» που σκηνοθέτησε ο αρχιπραξικοπηματίας Γ. Παπαδόπουλος στο στρατόπεδό του, στην Ορεστιάδα, όπου οι στρατιώτες Μπέκιος και Ματάκης, «κομμουνιστικών φρονημάτων», είχαν βάλει, σύμφωνα με την αναφορά του στο ΓΕΣ, «ζάχαρη στα ρεζερβουάρ τριών στρατιωτικών αυτοκινήτων της μονάδας τους», τα «75 φορτηγά αυτοκίνητα της Αριστεράς, πλήρη πολεμικού υλικού στα βόρεια της Θεσσαλονίκης» και η «αντεθνική δράση των κομμουνιστών στην πολιτική ζωή του τόπου» προβλήθηκαν ως άλλοθι για την επιβολή του χουντικού πραξικοπήματος.

Βέβαια, οι δύο στρατιώτες αθωώθηκαν από το στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης. Ο δε Παπαδόπουλος για τις ...καλές του υπηρεσίες πήρε μετάθεση για την Αθήνα, μετά από το ενδιαφέρον που έδειξε ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, λόγω της στενής φιλίας που είχε με τον πατέρα του, ιερέα, από παλιά.

***

Τα ιμπεριαλιστικά κέντρα είχαν τις δικές τους εκτιμήσεις και στόχους. Δεν τους ενδιέφερε εκείνη την περίοδο αν θα ήταν στην κυβέρνηση ο Ε. Παπανδρέου ή ο Π. Κανελόπουλος ή στη μοναρχία ο Κ. Γλύξμπουργκ. Τα διεθνή γεγονότα έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το κυπριακό ζήτημα αποτελούσε γι' αυτούς την «αχίλλειο πτέρνα».

Η Μέση Ανατολή φλεγόταν. Ο δρόμος προς τα πετρέλαια περνούσε μέσα απ' την Ελλάδα και οι αποφάσεις της κυβέρνησης έπρεπε να λαμβάνονται ταχύτατα και ερήμην του λαού. Γι' αυτό οι Αμερικάνοι, επισημαίνοντας το σοβαρό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η χώρα μας, λόγω της σημαντικότατης γεωπολιτικοστρατιωτικής θέσης της, έδωσαν το πράσινο φως στους επίορκους συνταγματάρχες.

Τα πρώτα θύματα της εφτάχρονης δικτατορίας υπήρξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως η άγρια δολοφονία του Παναγιώτη Ελή στον Ιππόδρομο του Φαλήρου, του Γιάννη Χαλκίδη σε δρόμο της Θεσσαλονίκης και πολλών άλλων κομμουνιστών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, που οι δολοφονίες δεν είδαν το φως της δημοσιότητας.

Χιλιάδες στελέχη του ΚΚΕ πιάστηκαν, βασανίστηκαν άγρια και κλείστηκαν σε μπουντρούμια και σε άλλες φυλακές. Χιλιάδες άλλα μέλη του εκτοπίστηκαν, ως επικίνδυνοι κι αυτοί, στα ξερονήσια. Διακριτική μεταχείριση είχαν άλλοι πολίτες και στελέχη απ' τα αστικά κόμματα, που η μανία των χουντικών «στράφηκε» και προς σ' αυτούς, για να υπάρχει άλλοθι στην εξαπάτηση.

Χιλιάδες εργαζόμενοι, μεταξύ αυτών και εκπαιδευτικοί, απολύθηκαν απ' τη δουλειά τους για τα δημοκρατικά τους φρονήματα. Πολλοί κομμουνιστές εκπαιδευτικοί απολύθηκαν για την ιδεολογία τους και επιπλέον επειδή αρνήθηκαν πολλοί απ' αυτούς (και ο υποφαινόμενος) να πειθαρχήσουν στη διαταγή του υπουργείου Παιδείας και των τοπικών στρατιωτικών αρχών να πραγματοποιήσουν προπαγανδιστικές ομιλίες με σκοπό τη στήριξη και εξύμνηση του στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος. Αλλοι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί πήραν δυσμενή μετάθεση, γιατί είχαν πριν τη δικτατορία διαφωνίες με ακροδεξιούς συναδέλφους τους στο συνδικαλισμό, διαφωνίες που είχαν σχέση με τον τρόπο επίλυσης των προβλημάτων της εκπαίδευσης, σε προοδευτική κατεύθυνση.

Παντού βασίλευε το έρεβος και η τρομοκρατία.

Το Σύνταγμα καταλύθηκε και οι ατομικές ελευθερίες καταπατήθηκαν. Συντελέστηκε, προσχεδιασμένα, η προδοσία και το έγκλημα της Κύπρου με την κατάληψη του 38% του εδάφους της από τους Τούρκους, το καλοκαίρι του 1974.

Ο ελληνικός λαός, ωστόσο, αντλώντας διδάγματα από τη μακραίωνη και ηρωική ιστορία του, αντιστάθηκε και ανέτρεψε το τυραννικό καθεστώς της εφταετίας.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη του 1973, που έφερε την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, αποτέλεσε ιστορικό ορόσημο στη σύγχρονη Ελλάδα. Και η δεύτερη χούντα, που ήταν συνέχεια της πρώτης, με επικεφαλής τον αρχιβασανιστή συνταγματάρχη Δ. Ιωαννίδη, κατέρρευσε σα χάρτινος πύργος, τον Ιούλη του 1974.

Σήμερα, τριάντα έξι χρόνια μετά, τα όνειρα και οι προσδοκίες του λαού για λαϊκή κυριαρχία, εθνική ανεξαρτησία, δικαιοσύνη και κοινωνική πρόοδο παραμένουν ανεκπλήρωτα.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΓΟΥΒΕΤΑΣ