ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΝΔ
«Αυτόκλητοι» συνήγοροι της κυβερνητικής πολιτικής
Τρίτη 12 Δεκέμβρη 2000

Σε μια άτυπη σύνοδο υποστήριξης της κυβερνητικής πολιτικής μετατράπηκε η χτεσινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ, στην οποία παρουσίασαν τις θέσεις και προτάσεις τους εκπρόσωποι των «παραγωγικών τάξεων». Οι ομιλητές, ανάμεσά τους οι πρόεδροι της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΠΑΣΕΓΕΣ, άσκησαν κριτική στον προϋπολογισμό του 2001, αλλά από τη σκοπιά ότι πρέπει να προετοιμάσει πιο αποφασιστικά και αποτελεσματικά τη χώρα στην εντός ΟΝΕ εποχή και να συμβάλει στην «πραγματική σύγκλιση». Ειδικά οι πρόεδροι της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ εμφανίστηκαν απογοητευμένοι από τον προϋπολογισμό, απαρίθμησαν μια σειρά γνωστά στοιχεία για τις «αδικίες» σε βάρος των εργαζόμενων, αλλά στο «διά ταύτα» δεν υπήρχε καμία προοπτική αγωνιστικής αντίδρασης, αλλά κυριάρχησε το πνεύμα της ηττοπάθειας και της μοιρολατρίας. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στον Κ. Καραμανλή να εμφανίσει το κόμμα του ως κόμμα «του διαλόγου και της σύνθεσης». «Εκείνο που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, είπε, είναι το μήνυμα που στείλαμε: Οτι επιτέλους, σ' αυτόν τον τόπο, στην ελληνική κοινωνία μπορούμε και πρέπει να κάνουμε διάλογο. Να ανταλλάσσουμε απόψεις. Να επιχειρούμε συνθέσεις». Παράλληλα, άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι η κριτική που άσκησαν οι κοινωνικοί φορείς δε διαφέρει ουσιαστικά από αυτή του κόμματός του. «Αν αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματα των φορέων, στην ουσία ήταν μια αυστηρότατη, σκληρότατη κριτική. Και, κυρίως, εκφράστηκε η απογοήτευση από την έλλειψη προοπτικής. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό που πρέπει να σημειώσουμε, σε σχέση και με τον προϋπολογισμό και την ακολουθούμενη πολιτική».

Ο Κ. Καραμανλής δεν εστίασε την κριτική του επί της ουσίας του προϋπολογισμού, αλλά επί της διαδικασίας συζήτησής του στη Βουλή, την οποία χαρακτήρισε εικονική διαδικασία. Ωστόσο, υπήρξε λαλίστατος στο ζήτημα της προώθησης των «διαρθρωτικών αλλαγών», προκειμένου να δικαιολογήσει την εκτίμησή του ότι «έχουμε να κάνουμε με μια πολύ κουρασμένη κυβέρνηση». Επανέλαβε ότι «επί της ουσίας τίποτα δεν έχει γίνει» για τις διαρθρωτικές αλλαγές, όπως οι απελευθερώσεις καίριων αγορών (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες), ενώ το ίδιο, πρόσθεσε, ισχύει με τις αποκρατικοποιήσεις. Ζήτησε να προχωρήσει η άλλη «διαρθρωτική αλλαγή» που αφορά το φορολογικό σύστημα, κυρίως στην κατεύθυνση «της διαμόρφωσης ενός ευνοϊκότερου πλαισίου για επενδυτική δραστηριότητα». Το ίδιο ζήτησε για τη δημόσια διοίκηση και την Παιδεία.

Καταλήγοντας κάλεσε τους βουλευτές να έχουν έντονη παρουσία, κατά τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό να αναδείξουν τα παραπάνω θέματα, ενώ δεν έλειψαν οι φιλολαϊκές κορόνες του τύπου ότι «οι πολίτες είναι η μοναδική για μας πηγή δύναμης. Μόνο σ' αυτούς λογοδοτούμε. Και μόνο σ' αυτούς δίνουμε το δικαίωμα να δείχνουν προς τα πού πρέπει να πάει η χώρα».