ΚΡΑΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ - «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ»
Η δομή της αγοραίας επίθεσης στον πολιτισμό

Η συγκεκριμενοποίηση των στόχων και η «διανομή» «ρόλων» στο αστικό κράτος και την «κοινωνία των πολιτών» για την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Θέατρο Διονύσου: Τα αρχαία θέατρα στην Ελλάδα έχουν τεθεί στους «στόχους» της «κοινωνίας των πολιτών»
Ο νέος κύκλος της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης «πλασάρεται», σε προπαγανδιστικό επίπεδο, από τους πολιτικούς εκφραστές του κεφαλαίου ως «ευκαιρία». Βέβαια, η λέξη δε χρησιμοποιείται μόνο από τους αστούς, αλλά και από το λαϊκό κίνημα, σε εντελώς διαφορετική βάση φυσικά. Για τους πρώτους, η «ευκαιρία» έγκειται στη μετατροπή της κρίσης τους σε «εργαλείο» για την ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση του εργατικού «κόστους», για το ξεθεμελίωμα εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, για την πλήρη ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση όλων των τομέων της κοινωνίας. Μεταξύ αυτών και του πολιτιστικού. Για την εργατική τάξη, η κρίση αποτελεί όντως μια ευκαιρία για εξαγωγή συμπερασμάτων, ανασυγκρότησης του κινήματός της σε ταξική κατεύθυνση και αντεπίθεσης.

Για να γίνουν όμως τα τελευταία, είναι χρήσιμο να κατανοηθεί σε όλο το εύρος του ο τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνει το κεφάλαιο τους παραπάνω τομείς. Ειδικά για τον πολιτισμό, η αποδόμηση αυτού του τρόπου αποκαλύπτει και τους πραγματικούς στόχους του κεφαλαίου για ακόμη μεγαλύτερη ιδεολογική χειραγώγηση των συνειδήσεων, για «μάντρωμα» των δημιουργών και της διανόησης στις «αξίες» και τους σκοπούς του, για την «ολοκλήρωση» της διαδικασίας μετατροπής της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης δημιουργίας σε εμπόρευμα. Ολα αυτά ταυτόχρονα, διασταυρούμενα και παράλληλα και όχι αναγκαστικά «κατά σειρά».

Ο πολιτισμός «σώζει» το σύστημα


Το ενδιαφέρον είναι ότι τα τελευταία χρόνια και ειδικά την περίοδο που διανύουμε, σε επίπεδο προπαγάνδας και κυρίαρχης πολιτικής - όχι μόνο με «όχημα» το αστικό κράτος και τους θεσμούς του, αλλά και τον «ιστό» των μηχανισμών που έχουν «αναλάβει» τη «διάχυση» αυτών των στόχων (βλ. «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις», «μη κερδοσκοπικούς φορείς» κ.λπ.) - οι στόχοι αυτοί «φτιασιδώνονται» και παρουσιάζονται ως ένα είδος «σωτηρίας» δημιουργών και «κοινού» από την κρίση. Ο προσανατολισμός όμως είναι σαφής: «Διάσωση» των μονοπωλίων του «ελεύθερου χρόνου» (ή αλλιώς της «δημιουργικής» ή και «πολιτιστικής βιομηχανίας») και αύξηση της κερδοφορίας τους στο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας της «πολιτιστικής αγοράς».

Στο παραπάνω πλαίσιο, το πρόσφατο «μίνι» συνέδριο μιας ακόμη «ΜΚΟ» στο πεδίο του πολιτισμού, του «Ανεξάρτητου Συμβουλίου Τεχνών» (ΑΣΤ), που έλαβε χώρα στα τέλη του περασμένου Ιούνη στο υπουργείο Πολιτισμού, με τη συνεργασία του τελευταίου, καθώς και του υπουργείου Οικονομικών (κατά δήλωση τουλάχιστον των διοργανωτών) δίνει μια συνοπτική, αλλά ενδιαφέρουσα εικόνα για τον προσανατολισμό του «πολιτιστικού» κεφαλαίου στην περίοδο της κρίσης. Ο τίτλος του συνεδρίου ήταν: «Πολιτιστική οικονομία και ανάπτυξη - Αντιμετωπίζοντας την οικονομική κρίση με την ενθάρρυνση της πολιτιστικής ευαισθητοποίησης και της συμμετοχής». Δηλωμένος στόχος του συνεδρίου ήταν «να αναδείξει μοντέλα διαχείρισης καλύπτοντας έτσι το επικοινωνιακό κενό που δημιουργείται ανάμεσα σε φορείς που δραστηριοποιούνται στο χώρο του πολιτισμού στοχεύοντας σε ποιοτικές αναβαθμίσεις». Σύμφωνα με τους διοργανωτές, καταρχήν στόχος είναι η καταγραφή «του τι υπάρχει» στο χώρο του πολιτισμού, πώς λειτουργεί, γιατί λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο κ.λπ., ώστε να «προταθούν» στο υπουργείο Πολιτισμού «μοντέλα διαχείρισης», χρηματοδότησης κ.λπ. του πολιτισμού. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος φορέας έχει ήδη «παραρτήματα» στη Βρετανία και βρίσκεται σε επαφή για δημιουργία «ΑΣΤ» στη Σιέρα Λεόνε, το Σάο Πάολο (Βραζιλία), το Λος Αντζελες (ΗΠΑ), τη Ρουμανία και το Ισραήλ.


Eurokinissi

Κατά τον φορέα, χρειάζεται λοιπόν ένα «νοικοκύρεμα» (sic) του πολιτιστικού τομέα, με τον ίδιο να αυτοπροσδιορίζεται ως ένα είδος «πολιτιστικής αντιπολίτευσης» στην ασκούμενη πολιτιστική πολιτική. Ως «πρόσφορο έδαφος» γι' αυτό, εκτός από τους καλλιτέχνες και τους φορείς τους, προσδιορίζονται και τα πανεπιστήμια. Διότι πρέπει «να εκτονωθεί η δημιουργική ανάγκη». Ολα αυτά, όμως, όχι μόνο δεν ξεφεύγουν των στόχων του συστήματος, αλλά αντίθετα τον υπηρετούν. Ολος αυτός ο «ιστός» των φορέων λειτουργούν ουσιαστικά σαν «γέφυρες» μεταξύ της «αγοράς» και του κράτους, δημιουργώντας παράλληλα αυταπάτες σε δημιουργούς και κοινό ότι η «αναβάθμιση μοντέλων διαχείρισης, τεχνικών προώθησης και μεθόδων χρηματοδότησης» του καλλιτεχνικού έργου θα «σημάνει» τη... «δημιουργική εκτόνωσή» τους. Αλλωστε, και η ίδια η αντίληψη περί «εκτόνωσης» είναι αντιδραστική στην ουσία της, ενώ η ρητορική τόσο του ΑΣΤ όσο και όλων των σχετικών φορέων σε Ελλάδα και εξωτερικό προσομοιάζει απόλυτα της ρητορικής της ΕΕ και των κυβερνήσεών της.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΑΣΤ παρουσίασε συνοπτικά τρία «μοντέλα χορηγιών» σε ευρωπαϊκό επίπεδο: Το βρετανικό, όπου κυριαρχεί η «εμπορική» αντίληψη στις «χορηγίες», το γαλλικό, το οποίο παρουσιάστηκε ως προσανατολισμένο στη στήριξη των «πολιτιστικών βιομηχανιών», με «στοιχεία δημιουργικότητας» και «όχι τόσο» εμπορικά και το σκανδιναβικό που είναι προσανατολισμένο στην «οικονομία των εμπειριών»! Δηλαδή, όπως τέθηκε κατά λέξη στο συνέδριο: «Ακόμη και τη μνήμη θα την κάνω πακέτο και θα την πουλήσω»...


Είναι φανερό πως ο μόνος που «θέλει» να «δει» «διαφορές» στα παραπάνω «μοντέλα»... είναι το ίδιο το ΑΣΤ, αφού αυτά δεν είναι τίποτε περισσότερο από διαφορετικές όψεις της ίδιας καπιταλιστικής «πολιτιστικής» διαχείρισης. Αυτή τη διαχείριση υπηρετούν και διεθνείς φορείς που αναφέρθηκαν, όπως η WIPO (Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας) με πεδίο τις... «βιομηχανίες των δικαιωμάτων» (sic) και ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης).

Οσο πιο ψηλά πηγαίνει όμως κανείς, τόσο καλύτερη εικόνα έχει. Η, μέσω διαδικτύου από τη Γενεύη, ομιλία της Εντνα ντος Σάντος - Ντίζενμπεργκ στο συνέδριο δεν άφησε περιθώρια «παρερμηνειών» για το πώς αντιμετωπίζεται ο πολιτισμός, σε κάθε «κλάδο» του. Η κυρία ντος Σάντος είναι διευθύνων σύμβουλος του τμήματος Δημιουργικής Οικονομίας και Βιομηχανιών του προγράμματος UNCTAD, με έδρα τη Γενεύη. Το UNCTAD είναι φορέας των Ηνωμένων Εθνών για το εμπόριο και την ανάπτυξη. Με την παρέμβασή της, το στέλεχος του UNCTAD τεκμηρίωσε τη σημασία της «δημιουργικής βιομηχανίας» για την καπιταλιστική οικονομία και «πρότεινε» το ρόλο του αστικού κράτους και της «αγοράς» στο συγκεκριμένο τομέα.

«Οψεις» κερδοφορίας

Η Εντνα ντος Σάντος υπογράμμισε τη «δυναμική» της «δημιουργικής βιομηχανίας» στο πλαίσιο της «παγκόσμιας οικονομικής κρίσης», χαρακτηρίζοντας την «δημιουργική οικονομία» ως έναν από τους πιο δυναμικούς τομείς της παγκόσμιας οικονομίας. Το UNCTAD ταξινομεί τις «δημιουργικές βιομηχανίες» ως εξής: Πολιτισμός, Εμπόριο, Βιομηχανία, Εργασία, Τεχνολογία, Τουρισμός. Τα «βασικά χαρακτηριστικά» της παγκόσμιας «δημιουργικής αγοράς», σύμφωνα με τους υπολογισμούς του UNCTAD για τα έτη 2000 - 2005, είναι, ότι οι «δημιουργικές βιομηχανίες» αντιπροσώπευαν το 3,4% του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου, με τις εξαγωγές να φθάνουν τα 424,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2005, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 8,7% στη διάρκεια της πενταετίας. Μάλιστα, ο «δημιουργικός» τομέας στις χώρες του ΟΟΣΑ αυξήθηκε γρηγορότερα από τους «παραδοσιακούς» τομείς της οικονομίας, καλύπτοντας το 2% - 6% του ΑΕΠ των χωρών του Οργανισμού. Ο κύκλος εργασιών των ευρωπαϊκών «δημιουργικών βιομηχανιών» ανήλθε στα 654 δισ. ευρώ το 2003, παρουσιάζοντας μια ανάπτυξη ταχύτερη κατά 12,3% από τη συνολική οικονομία της ΕΕ, «απασχολώντας» πάνω από 5,6 εκατομμύρια εργαζόμενους. Οι εξαγωγές «πολιτιστικών προϊόντων» της ΕΕ αυξήθηκαν σημαντικά την περίοδο 1996 - 2005 τόσο στα πολιτιστικά «αγαθά» όσο και στις υπηρεσίες. Ετσι, οι εξαγωγές «δημιουργικών προϊόντων» ανέρχονταν σε 96 δισ. δολάρια το 1996, για να φτάσουν τα 145 δισ. δολάρια το 2005.

Αξίζει να θυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι αυτός ο «χορός» των κερδών εμφανίζεται να μην έχει... «ιδιοκτήτη». Επιχειρείται ένα «τσουβάλιασμα» της «πολιτιστικής βιομηχανίας» με την «παραγωγή» συνολικά του πολιτισμού... από «όλους», όπου στους «όλους» περιλαμβάνεται και ο διανοούμενος και καλλιτέχνης που θέλει να «εκτονωθεί» δημιουργικά. Φυσικά, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και τα ποσά αυτά πηγαίνουν στο κεφάλαιο του εν λόγω «κλάδου» και όχι στα εκατομμύρια των εργαζομένων του, πολύ περισσότερο βέβαια στους δημιουργούς. Αυτή η αντιμετώπιση δε γίνεται μόνο για προπαγανδιστικούς λόγους. Το κεφάλαιο θέλει να «ξεκαθαρίσει» την κατάσταση για το ποιος είναι το «αφεντικό» σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με τον πολιτιστικό τομέα. Ετσι, η ρητορική του UNCTAD είναι «προσαρμοσμένη» σε αυτήν της ΕΕ και όχι μόνο. Για παράδειγμα, η μετατροπή του όρου «πνευματικό δικαίωμα» σε «πνευματική ιδιοκτησία» είναι σαφής «δήλωση» του κεφαλαίου ότι πλέον δεν αναγνωρίζει όρους όπως «δικαίωμα». Διότι, ως γνωστόν, ένα δικαίωμα είναι αναπαλλοτρίωτο. Μια ιδιοκτησία, όχι. Ετσι, το UNCTAD σημειώνει, με μια «δόση» σκόπιμης ρητορικής «σούπας», ότι «τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας έχουν όλο και μεγαλύτερη σημασία ως ένα εργαλείο για την κεφαλαιοποίηση των δημιουργικών βιομηχανιών». Αντιστοίχως, «η τεχνολογία διαδραματίζει καίριο ρόλο στη δημιουργική οικονομία για την παραγωγή περιεχομένου και τη διανομή».

Στη βάση των παραπάνω, τα κράτη «καλούνται να κάνουν κάποιες στρατηγικές επιλογές για την ενίσχυση των δημιουργικών οικονομιών τους». Για την Σάντος, ο ρόλος των κυβερνήσεων πρέπει να είναι αυτός του «διευκολυντή» («facilitator»). Δηλαδή να λειτουργήσουν ουσιαστικά και στον πολιτισμικό τομέα ως εκφραστές των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.

Ο ρόλος του αστικού κράτους

Το UNCTAD, λοιπόν, θεωρεί ότι υπάρχει «ανάγκη για συντονισμένες διυπουργικές πολιτικές», διότι «η δημιουργική οικονομία εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα τομέων της πολιτικής ευθύνης και της Δημόσιας Διοίκησης». Ετσι, «παρά το γεγονός ότι πολλές κυβερνήσεις έχουν συστήσει ειδικά υπουργεία, υπηρεσίες ή εξειδικευμένες μονάδες για την αντιμετώπιση των δημιουργικών βιομηχανιών, όλοι σχεδόν οι τομείς της κυβερνητικής πολιτικής έχουν κάποια αλληλεπίδραση με τις βιομηχανίες αυτές».

Αυτοί οι τομείς είναι: Η «οικονομική ανάπτυξη», στην οποία «οι δημιουργικές βιομηχανίες μπορούν να συμβάλουν σημαντικά (...) καθιστώντας τες το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από την πλευρά των δημόσιων ταμείων, των υπουργείων Οικονομικών και τον προγραμματισμό των υπηρεσιών». Εμπόριο, αφού «τα δημιουργικά αγαθά και υπηρεσίες αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο στο διεθνές εμπόριο». «Περιφερειακή ανάπτυξη», όπου ο «δημιουργικός τομέας μπορεί να γίνει ένας συγκεκριμένος στόχος για την ανάπτυξη στρατηγικών στο πλαίσιο του περιφερειακού σχεδιασμού της οικονομικής δραστηριότητας». Εργασία, επειδή «οι επιπτώσεις στην απασχόληση των δημιουργικών βιομηχανιών είναι σημαντικές, καθιστώντας τες μια περιοχή ενδιαφέροντος για την πολιτική της αγοράς εργασίας». Εγχώριες και ξένες επενδύσεις: «Οι ιδιωτικές επενδύσεις στις δημιουργικές βιομηχανίες μπορούν να ενθαρρυνθούν, ή να ενταχθούν σε ορισμένες κατευθύνσεις, με ειδικά φορολογικά ή κανονιστικά μέτρα» (σ.σ. φοροαπαλλαγές κ.λπ.). Τεχνολογία και επικοινωνίεςη ρύθμιση ή η απορρύθμιση των τηλεφωνικών υπηρεσιών, το Διαδίκτυο, τα ευρυζωνικά δίκτυα, δορυφορικές επικοινωνίες, κ.λπ., όλοι έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τις δημιουργικές βιομηχανίες»). Πολιτισμός: «Οι βασικές λειτουργίες των δημιουργικών τεχνών συχνά υποστηρίζονται από τις κυβερνήσεις για την επίτευξη οικονομικών και πολιτισμικών στόχων». Τουρισμός: «Σε ορισμένες χώρες, υπάρχει στενή σύνδεση μεταξύ των δημιουργικών βιομηχανιών - ιδιαίτερα οι παραστατικές και εικαστικές τέχνες και η παροχή υπηρεσιών πολιτιστικής κληρονομιάς - και η συμβολή του τουρισμού στην οικονομική βιωσιμότητα των πόλεων και των περιφερειών». Κοινωνικός τομέας: «Οι πολιτικές που ασχολούνται με την καταπολέμηση της φτώχειας, τις κοινωνικές εντάσεις μεταξύ των μειονοτήτων, τη νεολαία και τα ζητήματα ισότητας των φύλων μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω της δημιουργικής οικονομίας». Παιδεία: «Η επαγγελματική κατάρτιση του εργατικού δυναμικού των δημιουργικών βιομηχανιών είναι θέμα αυξανόμενου ενδιαφέροντος, όπως οι βιομηχανίες επεκτείνονται και εξελίσσονται (...)».

Ο πολιτισμός, λοιπόν, «προσφέρεται» σαν ένα ακόμη μέσο διείσδυσης του κεφαλαίου σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής δραστηριότητας και της κρατικής πολιτικής. Γι' αυτό και δηλώνεται η «ανάγκη διαλόγου με πολλαπλούς ενδιαφερόμενους φορείς» πάνω σε τομείς όπως: Ο δημόσιος («δημόσια πολιτιστικά ιδρύματα όπως μουσεία, πινακοθήκες, δημόσιοι τηλεοπτικοί οργανισμοί» κ.λπ.). Ο κερδοσκοπικός ιδιωτικός τομέας (αφού αποτελεί «ένα ευρύ φάσμα των εμπορικών διαδικασιών σε όλους τους τομείς του πολιτισμού και της δημιουργικής παραγωγής και της διανομής»). Ο «μη κερδοσκοπικός» τομέας («επιχειρήσεις θεάτρων και χορού, φεστιβάλ, ορχήστρες και άλλοι σύνολα μουσικής, συνεταιρισμοί τεχνών, κ.λπ., μερικές από τους οποίους μπορούν να λάβουν τα κυβερνητικά οικονομικά κίνητρα»). Η «κοινωνία των πολιτών» («μη κυβερνητικές οργανώσεις υπεράσπισης (ΜΚΟ), ιδρύματα, ακαδημαϊκός κόσμος, καλλιτεχνικοί και επαγγελματικοί σύνδεσμοι του δημιουργού, τομεακές οργανώσεις, κ.λπ.»).

Κι όμως, μπροστά σε αυτήν την «καραμπινάτη» υποταγή του πολιτισμού, της παιδείας και της κληρονομιάς του λαού στην «αγορά», η αστική διανόηση (νομίζει πως) βρίσκει την ευκαιρία να «ξεμπερδέψει» ακόμη και με τον Μαρξ! Οπως η επίκουρη καθηγήτρια στο Πάντειο, Μπ. Τσακαρέστου, η οποία στο συνέδριο «διαπίστωσε» ότι πλέον «είμαστε έξω» από τη μαρξιστική ανάλυση για την οικονομική βάση και το εποικοδόμημα, διότι τώρα «δεν έχουμε πυραμίδες αλλά δίκτυα» και ο πολιτισμός «μπορεί να είναι η πλατφόρμα πάνω στην οποία μπορούμε να χτίσουμε»! Αμέσως μετά όμως η ίδια μίλησε με κριτικό ύφος στο ότι «βλέπουμε τον πολιτισμό μακριά από τις οικονομικές δράσεις»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
* Τα στοιχεία προέρχονται από την αναφορά για τη «Δημιουργική οικονομία» το 2008 του UNCTAD