Το Ευρωκοινοβούλιο, δηλαδή, κάλεσε τους εμπνευστές και εκτελεστές της πολιτικής εκείνης που καλλιεργεί το έδαφος για τις διώξεις των Ρομά να παρέμβουν για να «ελέγξουν» την κατάσταση. Εγκάλεσε για τη στάση της την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που όταν άρχισαν οι απελάσεις υποστήριζε «το δικαίωμα του κάθε κράτους στη διαφύλαξη της ασφάλειάς του από την εγκληματικότητα» και που ακόμη ψάχνει, διά της αρμοδίας επιτρόπου, «να συλλέξει στοιχεία για τη στάση της γαλλικής κυβέρνησης».
Την υποκρισία των πολιτικών δυνάμεων που στηρίζουν τον ευρωμονόδρομο σχετικά με την κατάσταση των Ρομά κατήγγειλε με παρέμβασή της στο Ευρωκοινοβούλιο η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, σχολιάζοντας το ψήφισμα της Ευρωβουλής.
Από την πλευρά της, η γαλλική κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να φτάσει μέχρι τέλους το πογκρόμ που ξεκίνησε κατά των Ρομά και των περιπλανώμενων, στο πλαίσιο του συνολικού πολέμου που έχει κηρύξει η πλουτοκρατία κατά της εργατικής τάξης. Η πολιτική Σαρκοζί σαφώς στιγμάτισε μια εθνοτική κοινότητα και μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων.
Πάνω από όλα, όμως, στιγμάτισε την ίδια τη φτώχεια, το ίδιο το φαινόμενο της περιθωριοποίησης και της σύνθλιψης τμημάτων της εργατικής τάξης από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί την πραγματικότητα χωρίς να την εντάξει στις γενικότερες εξελίξεις, στην παρούσα φάση, στη Γαλλία, όπου οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε διαδικασία κλιμάκωσης των κινητοποιήσεών τους ενάντια σε μία από τις μεγαλύτερες επιθέσεις που δέχονται οι κατακτήσεις τους διά μέσου της κατεδάφισης του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Ο Σαρκοζί χρησιμοποιεί μια δοκιμασμένη μέθοδο: Τη μέθοδο που αξιοποίησε και το 2005 με τη νεολαία των γκέτο, όταν δαιμονοποίησε τα απελπισμένα πρώην φτηνά εργατικά χέρια, που ο καπιταλισμός πλέον δε χρειαζόταν στο κυνήγι του για μεγαλύτερο κέρδος και τα οποία είχε εξωθήσει στο περιθώριο με ό,τι αυτό συνεπάγεται (εγκληματικότητα κλπ.). Εθεσε το τμήμα αυτό της εργατικής τάξης απέναντι στους υπόλοιπους εργαζόμενους ως «απειλή για την ασφάλειά τους, ως εχθρό», επιδιώκοντας να ενεργοποιήσει τα χαμηλότερα ένστικτα επιβίωσής τους, διά της εφαρμογής του γνωστού «διαίρει και βασίλευε». Στόχος, άλλωστε, δεν ήταν μόνο να αποδεχτεί η γαλλική γνώμη τη σκληρή καταστολή στα γκέτο, αλλά και να πειστεί ο μέσος Γάλλος εργαζόμενος ότι «δεν έχει τίποτε κοινό» με αυτούς, να αποσιωπηθεί κάθε πιθανότητα ταξικής ανάλυσης του προβλήματος, η οποία θα οδηγούσε και σε ανάλογη, κοινή, μαζική δράση.
Σήμερα, με περισσότερα από δύο εκατομμύρια εργαζομένους απεργούς στο δρόμο και με αρκετά πιθανή την προοπτική περαιτέρω κλιμάκωσης των εργατικών κινητοποιήσεων, το γαλλικό κεφάλαιο απλώς πήρε εγκαίρως τα μέτρα του. «Βλέποντας» το τι ακριβώς ερχόταν το φθινόπωρο, η κυβέρνηση Σαρκοζί προσπάθησε, εγκαίρως, να διασπάσει, να τρομοκρατήσει και να βυθίσει στη φοβο-λαγνεία τους Γάλλους εργαζόμενους. Να τους παρουσιάσει «ενόχους» για την εγκληματικότητα, που σαφώς έχει κοινωνικο-οικονομικά αίτια, και εχθρούς στον καθημερινό τους αγώνα για επιβίωση.
Επιπλέον, είναι τουλάχιστον αφελές να μη συνδέσει κανείς τα πρωτοφανή μέτρα καταστολής που ανακοινώθηκαν με αφορμή το πογκρόμ κατά των Ρομά με το εργατικό και λαϊκό κίνημα και τις κινητοποιήσεις του. Και μόνο το γεγονός ότι μέσα σε αυτά τα μέτρα περιλαμβάνεται πρόταση αύξησης της ποινής κάθειρξης (που φθάνει στο μέτρο της αφαίρεσης υπηκοότητας για όσους έχουν προσφάτως γίνει Γάλλοι πολίτες) για οποιονδήποτε κατηγορείται (με ποιανού μαρτυρίες και ποιες αποδείξεις άραγε, όταν η μία μετά την άλλη οι υποθέσεις «αστυνομικής αυτοάμυνας» με νεκρούς φτωχοδιάβολους αναιρούνται) για επίθεση κατά μέλους των δυνάμεων ασφαλείας, είναι αρκετό για ν' αντιληφθεί κανείς ότι είναι προ των πυλών μια σκληρή καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων.