Οι εργαζόμενες γυναίκες να απαντήσουν στην αντιλαϊκή επίθεση και στην προσπάθεια χειραγώγησης, με ψήφο στη «Λαϊκή Συσπείρωση»
Eurokinissi |
Προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων από το πολιτικό περιεχόμενο της εκλογικής μάχης, ανακινούν και τη γνωστή συζήτηση για τη σημασία της ποσόστωσης ανά φύλο στη συγκρότηση των ψηφοδελτίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας να εγκλωβίσουν τις γυναίκες σε μια τέτοια λογική, αποτελεί η ημερίδα που διοργάνωσε την περασμένη Δευτέρα η Νομαρχία Αθηνών, με θέμα την «ενδυνάμωση της συμμετοχής των γυναικών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές». Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που έσπευσαν να πάρουν μέρος, αλλά και του ΛΑ.Ο.Σ. και του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που επίσης συμμετείχαν, έχουν κάθε συμφέρον το επίκεντρο της συζήτησης να μένει μακριά από τα προβλήματα που βιώνουν οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων, μιας και ευθύνονται για την ύπαρξη και τη σημερινή όξυνσή τους.
Δεν είναι καινούρια η θέση των αστικών και μικροαστικών κομμάτων, που παρουσιάζει το μέτρο της ποσόστωσης ως απάντηση στο πρόβλημα της μειωμένης συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική ζωή. Στην πράξη, οι ποσοστώσεις χρησιμοποιούνται, στα πλαίσια της γενικότερης προπαγάνδας της ΕΕ για τη συμμετοχή των γυναικών στους θεσμούς του αστικού πολιτικού συστήματος, για να εγκλωβίζουν τις γυναίκες, για να χειραγωγούν και να ενσωματώνουν τη δυσαρέσκεια που γεννά η αντιλαϊκή πολιτική.
Είναι γεγονός πως οι γυναίκες που ανήκουν στην εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα έρχονται αντιμέτωπες με πρόσθετα εμπόδια που τις δυσκολεύουν και τις αποθαρρύνουν από το να αναπτύσσουν κοινωνική και πολιτική δράση. Αντιμετωπίζουν σε μεγάλο ποσοστό τις ελαστικές και ευέλικτες μορφές απασχόλησης, την ανεργία, τις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, την ανασφάλιστη δουλειά. Ταυτόχρονα, στους δικούς τους ώμους πέφτει το βάρος της φροντίδας της οικογένειας, των παιδιών και των ηλικιωμένων, ευθύνες που συρρικνώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Σε αυτά προστίθενται οι αναχρονιστικές αντιλήψεις, τα στερεότυπα που περιορίζουν τη θέση και το ρόλο της γυναίκας στο σπίτι και το νοικοκυριό. Στην ουσία, το μέτρο της ποσόστωσης δε θίγει τα ζητήματα που ευθύνονται για τη χαμηλή συμμετοχή των γυναικών αυτών στην πολιτική. Εχει χαρακτήρα διοικητικό και δεν προσφέρει καμία ουσιαστική βοήθεια.
Από τις ποσοστώσεις μπορούν να ωφεληθούν οι γυναίκες της αστικής τάξης στην προσπάθειά τους να συμπεριληφθούν στα ψηφοδέλτια των κομμάτων τους. Γιατί στη δική τους περίπτωση, είναι λυμένα τα πιεστικά προβλήματα που συναντούν οι εργαζόμενες γυναίκες.
Οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων πρέπει να διεκδικήσουν τη λήψη μέτρων, τη θέσπιση θετικών διακρίσεων, που θα τις ανακουφίζουν από τα πολλαπλά βάρη, να παλέψουν για τη διασφάλιση σύγχρονων δικαιωμάτων για τις ίδιες και τις οικογένειές τους. Ουσιαστική βοήθεια θα αποτελούσε, για παράδειγμα, η κοινωνική αναγνώριση και προστασία της μητρότητας, η δημιουργία δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υποδομών και υπηρεσιών για τη φροντίδα του παιδιού και την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας, η συνταξιοδότηση των γυναικών στην ηλικία των 55 ετών με 5ετή διαφορά από τους άντρες, η προστασία του γυναικείου οργανισμού στους χώρους δουλειάς. Ομως, αυτά για το κεφάλαιο είναι κόστος, συνιστούν περιορισμό των κερδών του. Η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας απαιτεί πολιτική που κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Πολιτική που από κοινού σχεδιάζουν και εφαρμόζουν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, αλλά και οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες που εκλέγονται με τη στήριξή τους. Ενώ, λοιπόν, υποκριτικά χαρακτηρίζουν τη μειωμένη εκπροσώπηση των γυναικών ως έλλειμμα ισότητας και δημοκρατίας, παράλληλα εξαπολύουν επίθεση που σαρώνει και τις πιο στοιχειώδεις κατακτήσεις, τα πιο βασικά δικαιώματα, εμπορευματοποιούν και ιδιωτικοποιούν τις όποιες κοινωνικές υπηρεσίες υπήρχαν έως σήμερα, πολλαπλασιάζουν τα βάρη που καλούνται να σηκώσουν στις πλάτες τους οι γυναίκες.
Το μέτρο της ποσόστωσης το χρησιμοποιούν σαν εργαλείο συγκάλυψης της εκμετάλλευσης και της διπλής καταπίεσης που υφίστανται οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων στον καπιταλισμό, σαν μέσο αποπροσανατολισμού από τις αιτίες του φαινομένου και από τη διέξοδο.
Η ΕΕ και τα κόμματα του ευρωμονόδρομου προβάλλουν συστηματικά το σύνθημα για ισόποση συμμετοχή των δύο φύλων στα λεγόμενα Κέντρα Λήψης Αποφάσεων. Οι διακηρύξεις και τα ευχολόγια για αύξηση του ποσοστού των γυναικών στο ευρωκοινοβούλιο, στο εθνικό κοινοβούλιο, στα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια, στόχο έχουν να καλλιεργήσουν στις γυναίκες αυταπάτες πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν μπορούν να λυθούν με την εκλογή γυναικών στα όργανα αυτά.
Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή γυναικών της αστικής τάξης στα όργανα της αστικής εξουσίας δεν μπορεί να προκαλέσει αλλαγές σε όφελος της πλειοψηφίας των γυναικών. Η πολιτική δεν καθορίζεται από το φύλο αλλά από την τάξη αυτών που την ασκούν. Πλησιάζοντας προς τις τοπικές και περιφερειακές εκλογές πληθαίνουν και οι φωνές που καλούν τις γυναίκες «να ψηφίσουν γυναίκες», σε μια προσπάθεια να διοχετεύσουν τη δικαιολογημένη δυσαρέσκειά τους σε ανώδυνες επιλογές. Τη λογική της ενότητας στη βάση του φύλου την καλλιεργούν, για να θολώνουν τον ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής, για να κρύψουν πως τα δικαιώματα και οι ανάγκες των γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων δεν εξασφαλίζονται από τον αριθμό των αστών γυναικών στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Αντιθέτως, οι γυναίκες της αστικής τάξης εκπροσωπούν στο ακέραιο την τάξη τους, συμβάλλουν και οι ίδιες στην επίθεση στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζόμενων γυναικών.
Η «Λαϊκή Συσπείρωση», την οποία στηρίζει το ΚΚΕ στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, δε στοχεύει να συμπεριλάβει στα ψηφοδέλτιά της γενικά γυναίκες. Στα ψηφοδέλτια της «Λαϊκής Συσπείρωσης» έχουν θέση οι εργαζόμενες, οι αυτοαπασχολούμενες, οι άνεργες και οι φτωχές αγρότισσες, οι νέες από τις λαϊκές οικογένειες, οι γυναίκες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα, που παλεύουν μέσα από τις γραμμές του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος. Η ψήφος στη «Λαϊκή Συσπείρωση» είναι ψήφος απόρριψης της στρατηγικής του κεφαλαίου συνολικά, ψήφος αντίθεσης στο μνημόνιο και τον «Καλλικράτη», εναντίωσης στην ΕΕ και τα κόμματα που τη στηρίζουν.
Η ψήφος στη «Λαϊκή Συσπείρωση» στις 7 Νοέμβρη είναι συμβολή στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης υπέρ του λαού, στην ανάκαμψη και την αντεπίθεση του λαϊκού κινήματος. Είναι βήμα στη θεμελίωση της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης, της μικρομεσαίας αγροτιάς, των αυτοαπασχολουμένων, της νεολαίας και των γυναικών, στην πάλη για να αποκρουστεί η επίθεση του κεφαλαίου, αλλά και για να ανοίξει ο δρόμος για ριζικές πολιτικές αλλαγές. Για να έρθουν στο προσκήνιο οι σύγχρονες ανάγκες και δικαιώματα, ο άλλος δρόμος ανάπτυξης, στα πλαίσια του οποίου θα υλοποιηθούν οι δυνατότητες που υπάρχουν να ζήσουν γυναίκες και άνδρες καλύτερα.