ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 2011
Μετά τις εκλογές ο ... λογαριασμός

Τα σχέδια κυβέρνησης - τρόικας είναι δεδομένα. Το πώς θα επιχειρήσουν να τα εφαρμόσουν θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των εκλογών

Κυριακή 24 Οχτώβρη 2010

Γρηγοριάδης Κώστας

Οι συμφωνίες που έχει κάνει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την τρόικα για τα μέτρα που θα ληφθούν το 2011 είναι τόσο επαχθείς, που κατέληξαν σε μια πρόσθετη συνεννόηση. Ο,τι είναι να ανακοινωθεί, να γίνει μετά τις 15 του Νοέμβρη. Μετά, δηλαδή, την ολοκλήρωση των δύο γύρων των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών. Τότε που το ΠΑΣΟΚ δε θα έχει πια άμεση ανάγκη τους ψηφοφόρους και η κυβέρνηση θα μπορεί ανοιχτά να παρουσιάσει τις νέες δέσμες αντιλαϊκών μέτρων, επαναφέροντας στο προσκήνιο την καταστροφολογία και τους τρομοκρατικούς εκβιασμούς για την επαπειλούμενη χρεοκοπία.

Κυβέρνηση και Ευρωπαϊκή Ενωση τη δουλειά τους κάνουν. Προσπαθούν, με διάφορα τερτίπια, να υφαρπάξουν την ψήφο των λαϊκών στρωμάτων, για να υλοποιήσουν τα σχέδια της άρχουσας τάξης. Το ζήτημα είναι τι κάνουμε εμείς. Τι κάνουν τα εκατομμύρια των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων που κυριολεκτικά βογκούν κάτω από το βάρος της κυβερνητικής πολιτικής και των αντιλαϊκών μέτρων.

Ανεξάρτητα από ελλείμματα και χρέη, η αριθμητική της κυβέρνησης είναι απλή. Υπολογίζει με τον πλέον κυνικό τρόπο τα πρόσθετα κονδύλια που απαιτούνται για τη στήριξη του κεφαλαίου και μετά με τον τυφλοσούρτη κάνει προσθέσεις και αφαιρέσεις. Κόβει από τους μισθούς, κόβει από τις συντάξεις, κόβει από τη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, από τις δαπάνες για την Παιδεία και την Υγεία, από την Κοινωνική Πρόνοια, από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, κόβει από τα κονδύλια για τις συγκοινωνίες κ.ά. Παράλληλα, προσθέτει στο λογαριασμό τους νέους άμεσους φόρους που επιβαρύνουν τους εργαζόμενους, τον συνεχώς αυξανόμενο ΦΠΑ, τα ψιχία που εισπράττει από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας κ.λπ. Και όλα αυτά, στη συνέχεια, τα «πακετάρει» και τα προσφέρει στους εκπροσώπους του κεφαλαίου. Πληρώνοντας τόκους για τα τοκογλυφικά δάνεια προηγούμενων χρόνων, χορηγώντας ζεστό χρήμα για τη στήριξη των τραπεζών, εκπονώντας νόμους για επιδοτήσεις των επιχειρηματικών ομίλων, διευρύνοντας τις φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου, χρηματοδοτώντας τις ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών κ.ο.κ.

Καλό είναι να 'χουμε υπόψη μας ότι αυτό γινόταν πάντα. Πάντα οι εκπρόσωποι της οικονομικής ολιγαρχίας διεκδικούσαν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου, κάτι που εξυπηρετούνταν μια χαρά από τις διάφορες αστικές κυβερνήσεις. Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Η διαιώνιση της πολιτικής εξουσίας της άρχουσας τάξης προϋποθέτει τη συνεχή διεύρυνση της οικονομικής της κυριαρχίας, έναντι των εκμεταλλευόμενων τάξεων και στρωμάτων. Γι' αυτό έφτιαξαν την ΕΕ, εκεί απέβλεπε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, αυτόν το σκοπό εξυπηρετεί η στρατηγική της Λισαβόνας. Να εξασφαλιστεί η ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία του κεφαλαίου, στις σύγχρονες συνθήκες εξέλιξης του συστήματος, μέσα από την «απελευθέρωση» των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις, την ακόμα μεγαλύτερη καταλήστευση του παραγόμενου πλούτου, τη συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων, την ακύρωση των κατακτήσεων των εργαζομένων, την ανατροπή στις εργασιακές σχέσεις, την κατάργηση των κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων, και πάει λέγοντας.

Η κρίση επιταχύνει τις ανατροπές

Οι στόχοι αυτοί, που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη εδώ και δυο δεκαετίες και σταδιακά υλοποιούνται, στις μέρες μας, περιπλέκονται με την οικονομική κρίση που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Μια κρίση που δείχνει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ότι οι δυνατότητες και τα όρια που διαθέτει το σύστημα να διαχειριστεί τις εγγενείς του αντιθέσεις έχουν περιοριστεί ασφυκτικά και γι' αυτό πρέπει και να επιταχυνθεί η εφαρμογή του συνόλου των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών που έχουν σχεδιαστεί, αλλά και να εμπλουτιστούν αυτές οι προσαρμογές, με ακόμα πιο αντιδραστικά μέτρα και πολιτικές. Κι όλα αυτά σε συνθήκες μείωσης του ΑΕΠ και βαθιάς κρίσης σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Με δυο λόγια, ενώ ο παραγόμενος πλούτος μειώνεται, πρέπει να αυξηθούν ακόμα περισσότερο τα κονδύλια που δίνονται στους εκπροσώπους του κεφαλαίου, ώστε αφ' ενός να γλιτώσουν από την κρίση και αφ' ετέρου να έχουν εξασφαλισμένες συνθήκες για την κερδοφορία τους στο μέλλον. Αυτός είναι και ο λόγος που η επιθετικότητα του κεφαλαίου εκδηλώνεται με τη συγκεκριμένη αγριότητα, είτε έχοντας ως πρόσχημα τα ελλείμματα του Δημοσίου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της χώρας μας, είτε λόγω της οικονομικής κρίσης γενικά, όπως συμβαίνει στις άλλες χώρες της ΕΕ - και όχι μόνο.

Το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, που κατέθεσε στις αρχές του μήνα η κυβέρνηση, είναι από την αρχή μέχρι το τέλος ένα κείμενο κίβδηλο, που εξυπηρετεί πρόσκαιρες ανάγκες του κυβερνώντος κόμματος. Από τη στιγμή και μόνο που βρίσκονται σε εξέλιξη ...διαπραγματεύσεις (άκου εκεί διαπραγματεύσεις) για τον ορισμό του ελλείμματος προηγούμενων χρόνων και ενώ παραμένει άγνωστη η παράμετρος που αφορά τα έσοδα, είναι ολοφάνερο ότι δεν πρόκειται για προσχέδιο προϋπολογισμού, αλλά για ασκήσεις επί χάρτου. Ομως, είναι αλήθεια ότι και αυτό το ελλιπές κείμενο, σε συνδυασμό με τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Αρχής, καθρεφτίζουν σε μεγάλο βαθμό, αποκαλύπτουν τις ανισορροπίες που έχει προκαλέσει στην ελληνική οικονομία - κοινωνία η πολιτική στήριξης του κεφαλαίου και δείχνουν τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται οι εργαζόμενοι και η χώρα, όσο δεν ανατρέπεται αυτή η πολιτική.

Ας δούμε τρία και μόνο στοιχεία, παραβλέποντας εντελώς τα 78 δισ. ευρώ που έδωσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στους τραπεζίτες.

Τα κέρδη

Η πολιτική του δανεισμού που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις, ειδικά της τελευταίας εικοσαετίας, προκειμένου να κλείνουν οι «τρύπες» που δημιουργούσε η πολιτική στήριξης του κεφαλαίου, δημιούργησαν ένα φαύλο κύκλο, τον οποίο τώρα αξιοποιούν οι άρπαγες των ντόπιων και ξένων τραπεζών. Είναι χαρακτηριστικό ότι με αποκλειστική ευθύνη των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, οι τοκοχρεολυτικές δόσεις που πληρώνονται κάθε χρόνο ροκανίζουν ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του παραγόμενου πλούτου και ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού. Είναι ενδεικτικό ότι την τελευταία και μόνο δεκαετία οι τοκοχρεολυτικές δόσεις απορροφούν κατά μέσο όρο το 73% του κρατικού προϋπολογισμού, ενώ για το 2011 με βάση το ψευτοπροσχέδιο της κυβέρνησης εκτιμάται ότι η σχετική αφαίμαξη θα φτάσει το 84% του προϋπολογισμού.

Τα χρεολύσια

Η οικονομική κρίση, στο βαθμό που τη συνδυάσουμε με την εξέλιξη του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ξέσπασε το 2009. Μια χρονιά που για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα ήταν χρονιά «παγώματος» των μισθών, ενώ τα επιτελεία και των δύο κομμάτων εξουσίας είχαν ήδη προαναγγείλει ότι στόχος τους είναι η επιτάχυνση των αντιδραστικών - αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων. Κι όμως, το 2009 ήταν μια ιδιαίτερα εξαιρετική χρονιά για το κεφάλαιο. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ICAP, οι 500 μόνο μεγαλύτεροι επιχειρηματικοί όμιλοι στη χώρα είχαν επίσημα κέρδη 15,7 δισ. ευρώ, από 14,1 δισ. που είχαν το 2008. Το ποσοστό της αύξησης των κερδών είναι της τάξης του 11,4% κι αυτό σε μια χρονιά που λόγω πτώσης της λαϊκής κατανάλωσης είχαν μείωση του τζίρου τους κατά 8,6%. Το πώς συνδυάζεται η μείωση του τζίρου με την αύξηση των κερδών, το καταλαβαίνει ο καθένας. Περιόρισαν τη μισθοδοσία, εντατικοποίησαν την παραγωγή, εφάρμοσαν ελαστικές σχέσεις απασχόλησης, αύξησαν τις τιμές των παραγόμενων εμπορευμάτων, εκμεταλλεύτηκαν τις εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων. Ετσι, την ώρα που η άρχουσα τάξη, ως τάξη, ακόνιζε τα μαχαίρια για την αντιλαϊκή επέλαση, σε μια χρονιά όπου ο όγκος της λαϊκής κατανάλωσης σημείωσε πτώση πάνω από 11%, αυτοί οι μασκαράδες εξακολούθησαν να αυξάνουν τα επίσημα κέρδη τους. Και δεν ήταν μόνον αυτό. Η ποικιλόμορφη πολιτική στήριξης του κεφαλαίου είχε σαν αποτέλεσμα, εκτός από την αύξηση της κερδοφορίας των 500 αυτών επιχειρήσεων και ομίλων, να αυξηθούν και τα ίδια κεφάλαια που διαθέτουν και τα οποία από 71 δισ. ευρώ διαμορφώθηκαν στα 81 δισ. ευρώ (ποσοστό αύξησης 13,4%).

Οι μισθοί

Την ώρα που συμβαίνουν τα παραπάνω, την ώρα δηλαδή που ενώ οι δείκτες του ΑΕΠ πέφτουν ακολουθείται μια πολιτική ενίσχυσης των τραπεζιτών, των βιομηχάνων, των μεγαλεμπόρων, των μεγαλοκατασκευαστών, για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά, μπορεί και στα μεταπολεμικά, μειώνονται ακόμα και σε απόλυτους αριθμούς τα κονδύλια για τους μισθούς και τις συντάξεις του Δημοσίου. Εντάξει, είμαστε οι τελευταίοι που θα πάρουμε υπό την προστασία μας το δημόσιο τομέα, όπως τον έχουν οικοδομήσει το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα μηχανισμό στήριξης του συστήματος και εκμαυλισμού των εργαζομένων που το δικό τους πελατειακό σύστημα κρατά σε διαρκή ομηρία. Γεγονός, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι κόντρα στην κυβερνητική προπαγάνδα που προσπαθεί να διαχωρίσει τους εργαζόμενους και να οξύνει τις όποιες αντιπαλότητες ανάμεσα στους εργαζόμενους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, το κομμάτι της πίτας του ΑΕΠ που πηγαίνει για μισθούς και συντάξεις του Δημοσίου βαίνει συνεχώς μειούμενο. Ετσι, ενώ το 2003 περίπου 822 χιλιάδες μισθωτοί και συνταξιούχοι μοιράζονταν το 10,8% του ΑΕΠ, το σχετικό ποσοστό για περίπου 920 χιλιάδες άτομα το 2010 έπεσε στο 9,3%! Επιπλέον είναι χαρακτηριστικό ότι στη διετία 2009-2011 το κονδύλι «μισθοί - συντάξεις» του προϋπολογισμού είναι μειωμένο κατά 14,8% σε απόλυτους αριθμούς.

Το «αύριο», μετά τις κάλπες του επόμενου μήνα, θα είναι ακόμα πιο ζοφερό για τους εργαζόμενους, αφού τότε κυβέρνηση και τρόικα θα μας στείλουν το λογαριασμό. Αυτοί έχουν γράψει νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, νέους φόρους και αύξηση του ΦΠΑ, κατάργηση του πετρελαίου θέρμανσης και μεγάλες ανατιμήσεις στη ΔΕΗ, παραπέρα εμπορευματοποίηση στην Υγεία και την Παιδεία, νέα ακόμα περισσότερα προνόμια και χρηματοδοτήσεις για το κεφάλαιο. Το τι ακριβώς θα μας ...επιδώσουν θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από το αποτέλεσμα των εκλογών. Αν καταφέρουμε να στραπατσάρουμε στις κάλπες όλους αυτούς, που, άμεσα ή έμμεσα, τάσσονται με την κυρίαρχη πολιτική αντίληψη και ταυτόχρονα ενισχύσουμε αποφασιστικά τα ψηφοδέλτια που στηρίζει το ΚΚΕ, τότε με άλλον αέρα οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα θα μπορέσουν να πούνε το δικό τους «όχι» στην επιχειρούμενη κλιμάκωση της αντιλαϊκής τους επίθεσης.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ