Στο Ιράν των παράνομων δυτικότροπων μουσικών συγκροτημάτων - 312 indie rock και 2.000 pop και heavy metal - κατά το φιλμ, η Νεγκάρ (διαβάζει τη «Μεταμόρφωση του Κάφκα») και ο Ασκάν (συγκάτοικοι ή σύντροφοι;), νεότατοι και αμφότεροι μουσικοί, αποφασίζουν να φτιάξουν ένα γκρουπ για να πραγματώσουν το μεγάλο τους όνειρο: Να φύγουν για συναυλίες στη Δύση. Γι' αυτό και ως επί το πλείστον τραγουδούν στα αγγλικά. Τα τελευταία 30 χρόνια στο Ιράν είναι απαγορευμένη η δυτική μουσική, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν παίζεται και δεν ακούγεται κρυμμένη σε υπόγεια. Η Νεγκάρ και ο Ασκάν φαίνεται να μη δυσκολεύονται καθόλου στη διασύνδεσή τους με underground κυκλώματα, είτε αυτά έχουν να κάνουν με τον αθέατο κόσμο των μουσικών, με τους παραγωγούς αυτής της μουσικής και τα στούντιο ηχογράφησης, είτε με εμπορία παράνομης έκδοσης διαβατηρίων και βίζας για το εξωτερικό, εμπορεύματα με ταρίφα διατίμησης. «Γιατί η βίζα κοστίζει τόσο;», ρωτά η Νεγκάρ. Και η απάντηση: «Οταν ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου, ανεβαίνει και η τιμή της βίζας». Το ζεύγος των νεαρών, στην αναζήτησή τους για κιθαρίστες και ντράμερ του μελλοντικού τους συγκροτήματος, διασχίζουν απ' άκρου σ' άκρο την Τεχεράνη στριμωγμένοι στο πίσω κάθισμα στο μηχανάκι του ατζέντη τους. Κατά τη διαδρομή τους ξεναγούν τους θεατές στο λαβύρινθο της εύρωστης, δυτικότροπης μουσικής σκηνής της ιρανικής πρωτεύουσας και των περιχώρων της. Στο φιλμ, κάθε μουσικό άκουσμα οπτικοποιείται σε τόνο και στιλ βίντεο-κλιπ, σε σύνθεση στιγμιαίων, φευγαλέων απεικονίσεων πορτρέτων, αντικειμένων με λήψεις κοντινές και μακρινές. Η ταινία εκφράζει πολιτικές θέσεις που όμως δεν αρθρώνονται συγκροτημένα, αλλά με τρόπο αποσπασματικό, σαν σλόγκαν, σαν συνθήματα, όπως π.χ. η παράθεση των πορτρέτων των νέων και ωραίων γυναικών με την καλυμμένη κεφαλή σε συνδυασμό με τη θεϊκή γυναικεία φωνή που ντύνει μουσικά και αντιστικτικά τη σκηνή. Στην ισχνή αφηγηματική της δομή η ταινία υφαίνει ποικιλοτρόπως σύμβολα ευρείας αναγνωρισιμότητας, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, και κάνει σχεδόν κατάχρηση της γνωστής τεχνικής της «επιφυλακτικότητας» και του «υπαινιγμού» ως τρόπους ενίσχυσης και ενδυνάμωσης των λανθανουσών ισχυρισμών και καταγγελιών ότι οι νεαροί μουσικοί της «βρώμικης» - λόγω του ότι προκαλεί «ευφορία» - απαγορευμένης δυτικής μουσικής ζουν σε ένα διαρκή κίνδυνο, ρισκάρουν την ίδια τους τη ζωή, κυνηγιούνται από τις αρχές, απλά και μόνο γιατί παίζουν ένα όργανο ή τραγουδούν, εν ολίγοις γιατί αγαπούν αυτήν τη μουσική. Η στροφή του μύθου στο τέλος του φιλμ πραγματοποιείται ακριβώς για να επιταθεί η αντικειμενικότητα των παραπάνω ισχυρισμών.
Η ταινία που στέλνει στους «ελεύθερους δυτικούς» SOS για τα όνειρα των ασφυκτικά καταπιεζόμενων νεαρών δυτικότροπων μουσικών, που κινδυνεύουν να μείνουν ανεκπλήρωτα - όσο οι δυτικοί δε «βοηθούν» να αλλάξει το καθεστώς - βγαίνει στους εδώ κινηματογράφους σε μια περίοδο που εκατομμύρια Ελληνες, που ζουν στην παραδεισένια «ελευθερία δυτικού τύπου», δεν έχουν την πολυτέλεια των ονείρων των γάτων της Περσίας, αλλά ονειρεύονται πεζά πράγματα όπως μια οποιαδήποτε δουλειά, έστω κι ανασφάλιστη, έστω και με 592 ευρώ μεικτά ... Αντε και σ' ανώτερα, να καμαρώσουμε και τους καταπιεσμένους δυτικότροπους μουσικούς του Ιράν με Νόμπελ Ειρήνης στο Οσλο ...
Παίζουν: Νεγκάρ Σαγκαγκί, Ασκάν Κοχανεχάντ κ.α.
Παραγωγή: Ιράν (2009).