Συγνώμη, ρε, Γιώργο!
Κυριακή 31 Δεκέμβρη 2000

Λοιπόν, Γιώργο, σού χρωστάω μερικές εξηγήσεις, επί της ουσίας... Αυτή τη φορά δεν καθαρίζω με τη διαπίστωση «με συγχωρείς, βαφτιστήρι μου, το ξέρεις είμαι μπαγάσας». Πρέπει να σου πω λεπτομέρειες. Να σου εξηγήσω. Υπήρχε σοβαρός λόγος. Αλλιώς δε θα σε «άδειαζα» χριστουγεννιάτικα!

Θέλω, λοιπόν, να σου μιλήσω για τον Νίκο από τη Γεωργία. Είναι μόλις δυο χρόνια μικρότερος από εσένα. Κατά τα άλλα, το ίδιο όπως και εσύ, «να τινάζεις το πέτο σου» και αυτός. Την πρώτη φορά που τον είδα ήταν μόνος του κάτω από τις κολόνες της απέναντι πολυκατοικίας.

«Ελα να δεις», μού φώναξε η νονά.

Στηθήκαμε πίσω από το παράθυρο και τον κοιτάζαμε. Δεν έλεγε να πάρει ανάσα ο κερατάς! Πάνω, κάτω, πέρα, δώθε. Σαν μηχανάκι. Τελικά δεν αντέχω. Ανοίγω το παράθυρο.

«Ε, φίλε, τι κάνεις εκεί;», τού φωνάζω.

«Ποιος, εγώ;», μού απαντάει.

«Ναι, εσύ, βλέπεις κανέναν άλλον;», τού λέω.

«Εγώ; Παίζω! Δε βλέπεις;».

«Τι παίζεις;», τον προβοκάρω.

«Μπάλα»!

«Και πού είναι η μπάλα;», τον ρωτάω.

«Νάτη, δεν τη βλέπεις;».

«Αυτό είναι χαρτί», τού φωνάζω.

«

Εσύ το λες χαρτί», μού απαντάει. «Εγώ το λέω μπάλα. Κοίτα δεν πηδάει, πηδάει», φωνάζει και για να με πείσει τραβάει μια γερή κλοτσιά στο χαρτί!

Τώρα εσύ ξέρεις από ποδόσφαιρο... παίζεται μπάλα με χαρτί τσαλακωμένο, δεν παίζεται, βέβαια. Παίρνει, λοιπόν, η νονά ένα μπαλάκι του τένις, που είχαμε για το γάτο, και του το πετάει. Ε, καλά! Εκείνο το απόγευμα, και τις επόμενες μέρες, Γουέμπλεϊ έγινε η Μαυρομιχάλη.

Μετά, καθώς καταλαβαίνεις, καθένας κατεργάρης στον πάγκο του, πού καιρός να σκεφτείς τον μικρό Μαραντόνα. Ο Νίκος, εκεί στα πόδια μου και εγώ καθάριζα με ένα χαμόγελο, άντε και κανένα πείραγμα, όταν ήμουν στα κέφια μου. Σχεδόν τον είχα ξεχάσει...

Την παραμονή, λοιπόν, των Χριστουγέννων, μόλις έχει πέσει το βραδάκι, φορτωμένος με τρόφιμα για κάμποσες μέρες, και τα δώρα σου, βέβαια... κάνω τη δεύτερη, ουσιαστική, αυτή τη φορά, γνωριμία μου με τον Νίκο. Μόλις έχω παρκάρει και ετοιμαζόμαστε με τη νονά να βγάλουμε τα πράγματα από το αυτοκίνητο.

«Κοίτα», μού λέει εμπιστευτικά εκείνη.

«Πού να κοιτάξω;», ρωτάω.

«Εκεί» μού λέει, και μου δείχνει ένα παράθυρο, που μόλις έβγαινε είκοσι πόντους πάνω από το πεζοδρόμιο. Στα πόδια μου δηλαδή. Ενα παράθυρο θεοσκότεινο. Πίσω από το τζάμι, λοιπόν, ποιος λες ότι ήτανε, ρε, Γιώργο; Ναι, ακριβώς, ο Νίκος από τη Γεωργία. Το παιδί που κλότσαγε τα χαρτιά (και τώρα το μπαλάκι του τένις) σαν τον Τσάρτα, στη Μαυρομιχάλη. Τόσο ταξίδι, ρε, Γιώργο αυτό το παιδί, για να ταφεί στο υπόγειο...

«Τι κάνεις εδώ;», τον ρωτάω χαζά. (Επρεπε κάτι να πω, αισθάνθηκα ένοχος).

«Εδώ είναι το σπίτι μου», μού απαντάει.

«Εδώ;», τού λέω!

«Ναι, εδώ», μού απαντάει.

«Και γιατί δεν ανάβεις το φως», τον ρωτάω, «τι κάθεσαι στο σκοτάδι;».

«Χάλασε», με αποπαίρνει κοφτά.

«Και γιατί δε λες στον πατέρα σου να στο φτιάξει;».

«Ο πατέρας μου είναι στη Γεωργία».

«Στη μάνα σου τότε».

«Η μάνα μου είναι στη δουλιά». Η μάνα του, Γιώργο, θα γύρναγε τα ξημερώματα. Ο Μαραντόνα θα την έβγαζε όλη την παραμονή στο παράθυρο μοναχός του. Θα κοίταζε την άσφαλτο της Μαυρομιχάλη. Ανέλαβα, λοιπόν, πρωτοβουλία και σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις. Πήραμε με τη νονά τον Νίκο στο σπίτι, αφήνοντας ένα σημείωμα για τη μάνα του. Οι τρεις μας κάναμε ένα φανταστικό ρεβεγιόν. Αναψα και τα φωτάκια, που φέτος είχα βαρεθεί να το κάνω. Στρώσαμε άσπρα τραπεζομάντιλα. Βάλαμε κόκκινες πετσέτες. Τον περιποιηθήκαμε σαν να ήταν ο Σεβαρντνάτζε! Τού μάθαμε πού μπαίνει το μαχαίρι, πού το πιρούνι, πού το κουτάλι. Στο τέλος τσουγκρίσαμε κόκκινο κρασί οι τρεις μας. Είπαμε και τραγούδια.

Ε, μετά από τέτοιο κέφι, την έκανα, ρε, Γιώργο, τη χοντράδα μου. Πώς να κρατηθώ. Ενα μπουφάν, ένα ζευγάρι παπούτσια για ποδόσφαιρο και μια κίτρινη μπάλα, στο δευτερόλεπτο άλλαξαν χέρια. Οπως γίνεται στο χρηματιστήριο. Γιατί, ρε, Γιώργο, ένα παιδί, το ξέρεις καλύτερα από μένα, δε χαίρεται με τα τσουγκρίσματα και τα χρόνια πολλά. Αλλο πράγμα το μπουφάν, άλλο τα παπούτσια και προπαντός άλλο πράγμα η μπάλα. Και θέλω να με συγχωρέσεις!..

Να σου πω και την τελευταία λεπτομέρεια, ρε, Γιώργο, γιατί και αυτή έχει τη σημασία της. Σε πρόδωσα για δεύτερη φορά. Αυτός είναι Παναθηναϊκός και θα προτιμούσε, όπως είπε διστακτικά, να ήτανε πράσινη η μπάλα. (Εγώ την είχα πάρει σύμφωνα με τα δικά σου γούστα).

«Ρε, του λέω, πώς μπορείς να χτυπάς πράσινη μπάλα αφού αγαπάς τον Παναθηναϊκό; Βάρα την κίτρινη να το ευχαριστηθείς».

«Εχεις δίκιο», μού λέει και την πλάκωσε με ευχαρίστηση στις κλοτσιές.

Γιώργο, θέλω να με συγχωρήσεις και για την ομάδα σου. Αυτός έχει γερό σουτ. Θα της βγάλει την Παναγία της ΑΕΚ. Θα την κλοτσάει με όση δύναμη διαθέτει η ψυχούλα του, για να βγάλει όλο το άχτι του!


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ