Αν δεν χτυπάει για κάτι η καρδιά σου, αυτοαναιρείται η επιλογή σου

Συζήτηση με τον Γιώργο Καραμίχο

Παρασκευή 17 Δεκέμβρη 2010 - Κυριακή 19 Δεκέμβρη 2010

Ο Γ. Καραμίχος στη «Μέθοδο Γκρόνχολμ»
Αθροίζοντας κάποιος τις δουλειές που έχει κάνει μια δεκαετία τώρα, αλλά και αξιολογώντας τες, θα έλεγε πως ο Γιώργος Καραμίχος είναι από τους τυχερούς της γενιάς του, με δεδομένες τις δυσκολίες του χώρου, αλλά και ένας καλλιεργημένος, εκλεκτικός, ευγενής άνθρωπος που έχει κερδίσει την εκτίμηση από την ίδια τη δουλειά του.

-- Υπάρχουν κάποιες αρχές και αξίες απαράβατες για σένα που διαμορφώνουν την εικόνα αυτή;

«Πρώτη αξία και αρχή θεωρώ την εργασία. Εκτιμώ τους ανθρώπους που δουλεύουν. Και δεύτερη αξία και αρχή, το διαλογισμό. Πολλές φορές στην πορεία μας, ξεχνάμε το διά ταύτα. Την αφομοίωση της εμπειρίας μας. Τη χαρά και τον πόνο που διέπει και διέπεται από τα λάθη και τις ορθές ανάσες μας».

-- Τα «όχι» ήταν περισσότερα από τα «ναι» που είπες σε δουλειές; Οι επιλογές μας, όταν μπορούμε να τις κάνουμε, μας καθορίζουν τελικά;

«Πολύ περισσότερα τα "όχι" από τα "ναι". Από τότε που άρχισα να δουλεύω. Ακόμη κι αν το τίμημα ήταν σκληρό. Ακόμη κι αν χρειάστηκε να πεινάσω ή να απολογηθώ για τις επιλογές μου. Αλλά δε γίνεται αλλιώς. Αν δεν χτυπάει η καρδιά σου για κάτι, αυτοαναιρείται η επιλογή σου. Οσες φορές - ευτυχώς ελάχιστες - έκανα μια δουλειά με γνώμονα το συμφέρον, το πλήρωσα πολύ ακριβά. Με εσωτερική αναμόχλευση και κυρίως αϋπνία. Και η αϋπνία δεν παλεύεται».

Γιώργος Καραμίχος
-- Θεωρείς τη γνώση και την καλλιέργεια εργαλείο για την τέχνη που υπηρετείς;

«Αναμφισβήτητα η γνώση και η καλλιέργεια είναι εφόδια για όλη μας τη ζωή, άρα και για κάθε είδους δημιουργία. Αλλά για να οδηγήσουν σε ουσιαστική πνευματικότητα χρειάζονται επίσης γενναιοδωρία, αφοσίωση κι αγάπη. Για πολλά χρόνια, ξέρεις, πίστευα ότι το ζητούμενο και η αποστολή στη ζωή είναι η γνώση. Τώρα πια πιστεύω ότι η αποστολή μας σ' αυτή τη ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η ζωή και η αυτοβελτίωσή μας. Και η βελτίωση κατά τη γνώμη μου επιτυγχάνεται με μόνο άξονα την αγάπη. Να μάθουμε να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε με καλύτερο τρόπο. Τότε ανθεί και η τέχνη και η ίδια η ζωή. Μέσα απ' τις χαρές και μέσα από τα βάσανά της».

-- Οι μνήμες των παιδικών σου χρόνων σε μια επαρχιακή πόλη σε έχουν ορίσει και σε ποιο βαθμό στην οπτική που έχεις για τον κόσμο, για τις αξίες, για τον άνθρωπο;

«Εμαθα να σέβομαι όλα τα πλάσματα του Θεού. Και να φοβάμαι το Θεό και τη φύση, με τις ανατροπές και τις ευλογίες τους. Μα πιο πολύ να φοβάμαι τον άνθρωπο. Γιατί μπορεί να καταστρέψει και τη φύση και την πίστη».

-- Ο Ντίρενματ λέει κάπου: «Ο κόσμος στέκεται μπροστά μου σαν αίνιγμα και σαν συμφορά». Αισθάνεσαι την αλήθεια αυτής της διαπίστωσης;

«Απολύτως».

-- Συμφωνείς με όσους πιστεύουν ότι ένα έργο τέχνης φέρει ένα συγκεκριμένο μήνυμα ή πιστεύεις ότι το μήνυμα «μεταφράζεται» με διαφορετικούς τρόπους από τον εκάστοτε αποδέκτη του;

«Ενα έργο τέχνης λειτουργεί καλύτερα όταν η πληροφορία του είναι συμπυκνωμένη. Οταν εμπεριέχει την αλήθεια απλή, χωρίς να την επιδεικνύει. Οπως ένα ποίημα του Καβάφη. Μπορεί να το καταλάβει ο απόφοιτος του Δημοτικού όπως και ο καθηγητής Πανεπιστημίου. Απλώς διαφέρει το νοητικό ή το συναισθηματικό φορτίο της αντίληψης του καθενός».

-- Αν ο σκοπός της τέχνης δεν είναι να αναπαραστήσει την εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων, αλλά την εσωτερική τους σημασία, όπως είχε πει ο Αριστοτέλης, θα πρέπει να διαχωρίζουμε την τέχνη από το θέαμα που κυριαρχεί σήμερα;

«Η τέχνη εκδηλώνεται άλλοτε με τη μορφή της διασκέδασης κι άλλοτε με τη μορφή της ψυχαγωγίας. Το θέαμα δεν είναι από μόνο του αρνητικό. Το αντίθετο. Είναι απαραίτητο για την αισθητική και συναισθηματική απόλαυση της ζωής. Η διαφορά έγκειται στην ποιότητα του θεάματος. Θέαμα είναι και η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παπαϊωάννου, θέαμα είναι και οι μουσικές εκπομπές της Πάνια. Το πρώτο αποτελεί καλλιτεχνική δημιουργία, ενώ το δεύτερο είναι μεσαιωνική χαμηλοκραδασμική αηδία».

-- Μετά την πρότασή σου με την «Μέθοδο Γκρόνχολμ», στο Θέατρο Τέχνης, που ήταν πραγματικά πρόταση για τα θεατρικά πράγματα σήμερα, και η οποία δικαιώθηκε γιατί είχε όλες εκείνες τις αρετές που ελκύουν το θεατρόφιλο κοινό, έρχεσαι με μια νέα πρόταση, τον «Συμβολαιογράφο», όπου διασκευάζεις και σκηνοθετείς ένα μονόλογο που ευτυχεί από την ερμηνεία της Υρώς Μανέ. Τι ήταν εκείνο που σε κέρδισε από το συγκεκριμένο διήγημα;

«Το έργο, μού το πρότειναν η Ρούλα Νικολάου, η παραγωγός της παράστασης και η Εμμανουέλα Αλεξίου, με την οποία συνυπογράφουμε και τη διασκευή. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το διήγημα, η ιστορία με συνεπήρε. Είδα τα πρόσωπα, το χώρο, τις μυρωδιές και τα χρώματα. Η γλώσσα του κειμένου με γοήτευσε και το ανέκδοτο αυτό - γιατί ουσιαστικά η ιστορία του Συμβολαιογράφου και της Ερασμίας είναι ένα ανέκδοτο - με έκανε να σκεφτώ ανθρώπους και ιστορίες που έχω ακούσει στα παιδικά μου χρόνια. Ενιωσα αμέσως κοινό τόπο. Κι αυτός ο κοινός τόπος είναι και το κριτήριο με το οποίο επιλέγω συνήθως τις δουλειές μου. Αφού αισθάνομαι εγώ οικειότητα, φαντάζομαι ότι θα αισθανθούν και οι θεατές, εφόσον ευτυχίσει βεβαίως το ανέβασμα».


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ