Phasma |
Αιτία για τις εξελίξεις αυτές είναι το αδιέξοδο στο ζήτημα της διαχείρισης των απορριμμάτων στην Αττική, στο οποίο έχει οδηγήσει η πολιτική που εφάρμοσαν τις τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και οι εκπρόσωποί τους στους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Βασικός στόχος των μεθοδεύσεων αυτών είναι η πλήρης ιδιωτικοποίηση του τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων της Αττικής, με την προώθηση της μεθόδου της βιοξήρανσης, η οποία οδηγεί στην καύση του τελικού προϊόντος, δηλαδή του καύσιμου υλικού SRF.
Θυμίζουμε ότι πριν λίγους μήνες η κυβέρνηση μέσω του περιφερειάρχη είχε αποστείλει άτυπα στον πρόεδρο του ΕΣΔΚΝΑ σχέδιο προγραμματικής σύμβασης προκειμένου όλα τα έργα διαχείρισης απορριμμάτων στην Αττική να δοθούν «πακέτο» σε ιδιώτη ανάδοχο για 20 χρόνια. Πρόκειται για τέσσερα εργοστάσια προεπεξεργασίας και επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων, συνολικής παραγωγικής απόδοσης 1.355.000 τόνων το χρόνο, συνολικού κόστους 500 εκατ. ευρώ περίπου. Τα δύο μεγαλύτερα από αυτά (δυναμικότητας 700.000 τόνων το χρόνο το ένα και 400.000 τόνων το χρόνο το άλλο), σύμφωνα με το σχεδιασμό αυτό, θα λειτουργήσουν και πάλι στο πολύπαθο Θριάσιο, ενώ τα άλλα δύο εργοστάσια, δυναμικότητας 127.500 τόνων το χρόνο το καθένα, θα λειτουργήσουν στην Ανατολική Αττική (Γραμματικό και Κερατέα).
Με την επιλογή των μεθόδων αυτών διαχείρισης η κυβέρνηση αποδεικνύει ότι δεν ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της ανακύκλωσης στην πηγή, ούτε για την προώθηση της επεξεργασίας με ανακύκλωση των προδιαλεγμένων οργανικών και πράσινων αποβλήτων, ούτε για να κατασκευάσει τους σταθμούς μεταφόρτωσης απορριμμάτων, που εκκρεμούν εδώ και 20 χρόνια. Αντίθετα, θέλει να εξυπηρετήσει μόνο τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και ειδικότερα κάποιους επιχειρηματικούς ομίλους που κατέχουν τις συγκεκριμένες τεχνολογίες και που εδώ και χρόνια προσπαθούν να τις επιβάλουν.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η συγκεκριμένη τεχνολογία της βιοξήρανσης, που «φωτογραφίζεται» στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, θα εκτινάξει το κόστος διαχείρισης των απορριμμάτων στην Αττική από τα 42 ευρώ στα 150 ευρώ τον τόνο, με αποτέλεσμα να υπερτριπλασιαστεί αντίστοιχα και η επιβάρυνση της εργατικής λαϊκής οικογένειας ως προς τα τέλη καθαριότητας.