Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια συνειδητή επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων και της ΕΕ, στο πλαίσιο της λεγόμενης «πράσινης» ανάπτυξης, ώστε να δημιουργηθούν νέα πεδία κερδοφορίας για συγκεκριμένους επιχειρηματικούς ομίλους που θέλουν να θησαυρίσουν ακόμη και από τα ...σκουπίδια! Είναι άλλωστε γνωστό ότι η ΕΕ αναβάθμισε την καύση απορριμμάτων και τη βιοξήρανση σε μεθόδους ενεργειακής αξιοποίησης και η κυβέρνηση έσπευσε με νόμο να τις καθιερώσει ως τέτοιες, που προβλέπει ότι θα μπορούν να χωροθετούνται παντού, ακόμη και σε προστατευόμενες περιοχές, και με ταχύρρυθμες διαδικασίες!
Θυμίζουμε, επίσης, ότι τον Απρίλη του 2009 ο «Ρ» είχε αποκαλύψει έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τους υπουργούς της τότε κυβέρνησης της ΝΔ Οικονομίας, Εσωτερικών και ΥΠΕΧΩΔΕ, με το οποίο ζητούσε την επίσπευση της κατασκευής εργοστασίων καύσης απορριμμάτων. Για να προσπεραστούν, μάλιστα, οι όποιες αντιδράσεις κατοίκων και φορέων προέτρεπε να παρθούν ακόμα και κατασταλτικά μέτρα, για να ολοκληρωθούν αυτά τα έργα, απειλώντας με διακοπή κοινοτικών πόρων για τη διαχείριση απορριμμάτων και παραπομπή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η προγραμματική σύμβαση προβλέπει ότι η διαχείριση απορριμμάτων στην Αττική θα δοθεί «πακέτο» σε ιδιώτη ανάδοχο για περίοδο εκμετάλλευσης 25 χρόνων, με κόστος λειτουργίας 3,5 δισ. ευρώ, σε σημερινές τιμές, που βέβαια θα κληθούν να πληρώσουν οι λαϊκές οικογένειες μέσω των ανταποδοτικών τελών. Πρόκειται για τέσσερα εργοστάσια προεπεξεργασίας και επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων, συνολικής παραγωγικής απόδοσης 1.355.000 τόνων το χρόνο, συνολικού κόστους 500 εκατ. ευρώ περίπου. Τα δύο μεγαλύτερα από αυτά (δυναμικότητας 700.000 τόνων το χρόνο το ένα και 400.000 τόνων το χρόνο το άλλο), σύμφωνα με το σχεδιασμό αυτό, θα λειτουργήσουν και πάλι στο πολύπαθο Θριάσιο, ενώ τα άλλα δύο εργοστάσια, δυναμικότητας 127.500 τόνων το χρόνο το καθένα, θα λειτουργήσουν στην Ανατολική Αττική (Γραμματικό και Κερατέα). Δηλαδή και πάλι το 90% της διαχείρισης των δημοτικών απορριμμάτων θα παραμείνει στο ασφυκτικά βεβαρυμένο Θριάσιο. Η «θηριώδης» μάλιστα μονάδα «βιολογικής ξήρανσης» των 700.000 τόνων το έτος, δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο ούτε με τη μισή δυναμικότητα. Αλλά και ο άλλος προβλεπόμενος «γίγαντας», το 2ο ΕΜΑΚ (μηχανική ανακύκλωση) των 400.000 τόνων το έτος, δε χρειάζεται, καθώς μια εγκατάσταση της μισής του δυναμικότητας θα επαρκούσε, σε συνδυασμό με ορθολογικά εκτεταμένα προγράμματα ανακύκλωσης με διαλογή στην πηγή, για να επιτευχθούν υψηλά ποσοστά ανακύκλωσης.
Με την επιλογή των μεθόδων αυτών διαχείρισης η κυβέρνηση αποδεικνύει ότι δεν ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της ανακύκλωσης στην πηγή, ούτε για την προώθηση της επεξεργασίας με ανακύκλωση των προδιαλεγμένων οργανικών και πράσινων αποβλήτων, ούτε για να κατασκευάσει τους σταθμούς μεταφόρτωσης απορριμμάτων, που εκκρεμούν εδώ και 20 χρόνια. Αντίθετα, θέλει να εξυπηρετήσει μόνο τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και ειδικότερα κάποιους επιχειρηματικούς ομίλους που κατέχουν τις συγκεκριμένες τεχνολογίες και που εδώ και χρόνια προσπαθούν να τις επιβάλουν.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η συγκεκριμένη τεχνολογία της βιοξήρανσης, που «φωτογραφίζεται» στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, θα εκτινάξει το κόστος διαχείρισης των απορριμμάτων στην Αττική από τα 42 ευρώ στα 150 ευρώ τον τόνο, με αποτέλεσμα να υπερτριπλασιαστεί αντίστοιχα και η επιβάρυνση της εργατικής λαϊκής οικογένειας ως προς τα τέλη καθαριότητας. Μάλιστα, αν η βιοξήρανση οδηγήσει στην καύση - που σύμφωνα με τους επιστήμονες αυτό θα γίνει τελικά - τότε το κόστος διαχείρισης μπορεί και να φτάσει τα 250 - 270 ευρώ τον τόνο, εκτινάσσοντας σε αστρονομικά νούμερα και τα τέλη καθαριότητας...
Σημειώνουμε ότι με τη μέθοδο της βιοξήρανσης μπορεί να ανακυκλωθεί μόνο το 1,5% των απορριμμάτων που αποτελούν τα μέταλλα. Με τη μέθοδο αυτή, παράγεται ένα καύσιμο υλικό (ονομάζεται SRF), το οποίο μπορεί μεν να διατεθεί ως καύσιμη ύλη στη βιομηχανία, αλλά αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία τέτοια ζήτηση. Αλλωστε, το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και διεθνώς. Για παράδειγμα, στη Γερμανία το 2007 παράχθηκαν 7.000.000 τόνοι SRF, ενώ μόλις 3.200.000 τόνοι χρησιμοποιήθηκαν ως δευτερογενές καύσιμο. Επομένως, το καύσιμο αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είτε θα οδηγηθεί πάλι στους ΧΥΤΑ και με την πρώτη βροχή θα αποκτήσει πάλι τον όγκο που είχε πριν και θα δημιουργήσει περισσότερα περιβαλλοντικά προβλήματα, είτε θα οδηγηθεί σε μονάδα καύσης. Γι' αυτό και οι επιστήμονες θεωρούν αυτονόητο πως η βιολογική ξήρανση ή βιοξήρανση αποτελεί τον προπομπό και το αρχικό στάδιο επεξεργασίας των απορριμμάτων πριν από την τροφοδοσία τους σε μια μονάδα καρκινογόνας καύσης.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι με την επίκληση της απειλής ευρωπροστίμου για τις παράνομες χωματερές που ακόμη λειτουργούν στη χώρα μας, η κυβέρνηση επισπεύδει τους περιφερειακούς σχεδιασμούς σε όλη τη χώρα μην αποκλείοντας, φυσικά, την ιδιωτικοποίηση του τομέα της διαχείρισης ούτε βέβαια τις εγκαταστάσεις βιοξήρανσης και καρκινογόνας καύσης, όπως για παράδειγμα θα γίνει στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Οι προσπάθειες βέβαια των ιδιωτικών ομίλων, σε συνεργασία με την κυβέρνηση και τις τοπικές διοικήσεις να φτιάξουν μονάδες καύσης σε όλη την Ελλάδα δεν σταματούν. Μετά τις μονάδες στη Θήβα και τη Θεσσαλονίκη που ματαιώθηκαν, χάρη στην κινητοποίηση του λαού, παρόμοιες εγκαταστάσεις προωθούνται στη Ρόδο, στην Ημαθία και αλλού. Μάλιστα, η κυβέρνηση σκοπεύει να επιβάλει τις μεθόδους αυτές και την ιδιωτικοποίηση ακόμη και με νομοθετικές διατάξεις.
Για την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των απορριμμάτων, το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, με ανακοίνωσή του, υπογραμμίζει:
«Το ΚΚΕ καταγγέλλει στο λαό ότι η προγραμματική σύμβαση μεταξύ ΕΣΔΚΝΑ και Περιφέρειας Αττικής που προωθεί η κυβέρνηση, με την ενεργό στήριξη και των αιρετών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στη Διοίκηση του Ενιαίου Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων Ν. Αττικής (ΕΣΔΚΝΑ), οδηγεί στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των απορριμμάτων της Αττικής, γεγονός που θα έχει πολύπλευρες επιπτώσεις τόσο στο εισόδημα όσο και στη ζωή του λαού γενικότερα.
Πρόκειται για σύμβαση που στόχο έχει να δοθεί ζωτικός χώρος στα συσσωρευμένα κεφάλαια των επιχειρηματικών ομίλων για χρυσοφόρες επενδύσεις στο σύνολο των σύμμεικτων απορριμμάτων.
Επιλέγονται μονάδες οι οποίες, αφ' ενός χρησιμοποιούν τεχνολογίες υψηλού κόστους, αφ' ετέρου έχουν βασική προτεραιότητα την επικίνδυνη, για το περιβάλλον και την υγεία, καύση των απορριμμάτων. Την ίδια στιγμή, το 90% των δημοτικών απορριμμάτων θα παραμείνει στο ασφυκτικά βεβαρημένο Θριάσιο Πεδίο.
Ταυτόχρονα, προετοιμάζεται η παράδοση στο κεφάλαιο της λειτουργίας των τεσσάρων μονάδων που προγραμματίζονται. Τέσσερα δισ. ευρώ ακόμα σε 25ετή βάση θα φορτωθούν στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων, τριπλασιάζοντας τα ήδη δυσβάσταχτα ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας.
Η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία». Αποτελεί συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αλλά και των αιρετών ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που συναποφάσιζαν προς αυτήν την αντιλαϊκή κατεύθυνση στα αρμόδια όργανα της Τοπικής Διοίκησης (ΕΣΔΚΝΑ, ΤΕΔΚΝΑ, ΚΕΔΚΕ).
Ο λαός δεν πρέπει να αποδεχτεί αυτήν την πολιτική που υπηρετεί τα συμφέροντα των μονοπωλίων, αλλά να παλέψει για την ανατροπή της. Το πρόβλημα των απορριμμάτων μπορεί ολοκληρωμένα να αντιμετωπιστεί μόνο μέσα από ένα Εθνικό Σχέδιο ασφαλούς διαχείρισης των αποβλήτων που θα εκπονείται από Ενιαίο Κρατικό Φορέα με βάθρο το δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα της διαχείρισης των αποβλήτων, με κεντρικούς δημόσιους πόρους και με προτεραιότητες: Την πρόληψη παραγωγής απορριμμάτων, την προώθηση της ανακύκλωσης με διαλογή στην πηγή, την ορθολογική μεταφορά μέσω σταθμών μεταφόρτωσης, την πλήρη αποκατάσταση των ανεξέλεγκτων χωματερών, την επιλογή κατάλληλου μίγματος σύγχρονων μεθόδων επεξεργασίας, την κατάλληλη χωροθέτηση των σχετικών υποδομών, όλα αυτά με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες. Η ανέγερση των απαραίτητων εγκαταστάσεων να γίνεται από Ενιαίο Κρατικό Φορέα κατασκευών που θα υλοποιεί τα αναγκαία δημόσια έργα υποδομής. Αντίστοιχη εξειδίκευση να γίνει σε περιφερειακό επίπεδο, προβάλλοντας, ιδιαίτερα για την Αττική, την ανάγκη για το κλείσιμο του ΧΥΤΑ Φυλής - Ανω Λιοσίων και την αναζήτηση νέων υποψήφιων χώρων και σε εκτός Αττικής περιοχές».