Ωστόσο, η προσέλκυση των γυναικών στην παραγωγή μαζί με τα νέα κοινωνικά προβλήματα, τις νέες αντιθέσεις που δημιουργεί, ταυτόχρονα κάνει πιο ξεκάθαρους τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη λύση τους. Οπως επίσης και αυτό της ανισοτιμίας των γυναικών. Ετσι, οι βαριές, ανθυγιεινές και ακατάλληλες για το γυναικείο οργανισμό συνθήκες δουλειάς, η αντίθεση ανάμεσα στη μητρότητα και την εργασία, η άνιση αμοιβή είναι όλα προβλήματα που οφείλονται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Είναι φαινόμενα που θα εκλείψουν στην κομμουνιστική κοινωνία, όταν όλα τα μέσα παραγωγής γίνουν κοινωνική ιδιοκτησία.
Και σήμερα, ο καπιταλισμός έχει κάθε συμφέρον να διατηρεί και να εκμεταλλεύεται τις διακρίσεις και τις ανισοτιμίες που υφίστανται η εργάτρια, η αυτοαπασχολούμενη, η φτωχή αγρότισσα, λόγω του φύλου.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ
Το ότι οι εργάτριες που δουλεύουν σε εργοστάσια γεννούν δυσκολότερα από τις άλλες γυναίκες, όπως και το ότι έχουν συχνότερα αποβολές, βεβαιώνεται από πολλές μαμές και μαιευτήρες (βλ. σχετικά δρ. Χόκινς, ντοκουμέντα, σελ. 11, 13). Εξάλλου, οι εργάτριες υποφέρουν από τη χαρακτηριστική για όλους τους εργαζόμενους σε φάμπρικες γενική εξασθένιση του οργανισμού. Κι όμως, όταν είναι έγκυες εργάζονται στη φάμπρικα ως τη στιγμή που θα γεννήσουν, πράγμα απόλυτα κατανοητό, γιατί φοβούνται πως αν αφήσουν ενωρίτερα τη δουλειά υπάρχει κίνδυνος να πάρουν άλλες τη θέση τους και στις ίδιες να μη δοθούν μεροκάματα γι' αυτό το χρονικό διάστημα. Συμβαίνει πολύ συχνά να δουλεύει η γυναίκα ως το βράδυ και την άλλη μέρα το πρωί να γεννήσει, ή και να γεννήσει στην ίδια τη φάμπρικα, ανάμεσα στις μηχανές. Κι αν οι κύριοι αστοί δεν βλέπουν σ' αυτό τίποτε το παράξενο, οι γυναίκες τους ίσως να συμφωνήσουν μαζί μου πως το να αναγκάζεται μια έγκυος γυναίκα να εργάζεται καθημερινά, ως τη μέρα που θα γεννήσει, 12-13 ώρες (παλιότερα εργάζονταν περισσότερο), όρθια και συχνά σκύβοντας, είναι βαναυσότητα και αληθινή βαρβαρότητα. Αλλά δεν πρόκειται μόνο γι' αυτό. Οι γυναίκες είναι ευχαριστημένες αν τους επιτραπεί να μην εργάζονται για δυο βδομάδες μετά τον τοκετό, χρονικό διάστημα που το θεωρούν αρκετό. Πολλές, μέσα σε μια βδομάδα κιόλας, ή ακόμα σε 3-4 μέρες μετά τον τοκετό, επιστρέφουν στη φάμπρικα για να μοχθήσουν μια ολόκληρη εργάσιμη μέρα. Ακουσα κάποτε έναν εργοστασιάρχη να ρωτάει τον επιστάτη: Η τάδε δεν ήρθε ακόμα; - Οχι. - Πάει καιρός που γέννησε; - Μια βδομάδα. - Μα τότε μπορούσε να γυρίσει προ πολλού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν πρέπει να μένει σπίτι περισσότερο από τρεις μέρες. Ολα τούτα είναι απόλυτα κατανοητά. Ο φόβος της απόλυσης κι ο τρόμος της ανεργίας υποχρεώνουν την εργάτρια να πάει στη φάμπρικα, παρά την αδυναμία που νιώθει και τους πόνους που δοκιμάζει. Τα συμφέροντα του εργοστασιάρχη δεν επιτρέπουν να κάθονται οι εργάτες στο σπίτι λόγω αρρώστιας. Οι εργάτες δεν πρέπει να αρρωσταίνουν, οι εργάτριες δεν μπορούν να μένουν στο κρεβάτι ύστερα από τον τοκετό, γιατί αλλιώς ο εργοστασιάρχης θα πρέπει να σταματήσει τις μηχανές, ή να σπάσει το φωτεινό μυαλό του για να βρει κάποια προσωρινή διέξοδο από την κατάσταση. Και για να το αποφύγει αυτό διώχνει από τη δουλειά τους εργάτες που επιτρέπουν στον εαυτό τους να αρρωστήσουν1.
«Ολοι οι κάτοικοι του Νότινγχαμ, αστυνομία, κλήρος, εργοστασιάρχες, εργάτες, καθώς και οι ίδιοι οι γονείς αυτών των παιδιών διαβεβαιώνουν ομόφωνα ότι το σύγχρονο σύστημα εργασίας δημιουργεί το πιο πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια της ανηθικότητας. Τα παιδιά που περνάνε τις κλωστές, και που στην πλειοψηφία τους είναι αγόρια, και αυτά που μασουριάζουν το νήμα, που στο μεγαλύτερο μέρος είναι κορίτσια, πηγαίνουν ταυτόχρονα στη φάμπρικα για δουλειά, συχνά στη διάρκεια της νύχτας, κι έτσι, επειδή οι γονείς τους δεν μπορούν να ξέρουν πόσο χρόνο θα εργάζονται εκεί, έχουν όλη την άνεση να κάνουν διάφορες πονηρές γνωριμίες και να γυρίζουν μαζί, εδώ κι εκεί, ύστερα από τη λήξη της εργασίας. Αυτό συντέλεσε σημαντικά στην ανάπτυξη της ανηθικότητας, που στο Νότινγχαμ πήρε, όπως ομολογούν όλοι, τρομακτικές διαστάσεις. Και είναι περιττό να αναφέρουμε εδώ ότι αυτή η πέρα για πέρα αφύσικη κατάσταση πραγμάτων διαταράσσει οριστικά την οικιακή γαλήνη και τάξη των οικογενειών, στις οποίες ανήκουν αυτά τα παιδιά και αυτοί οι νέοι».
Η δουλειά σ' έναν άλλο κλάδο της δαντελοποιίας, το πλέξιμο της δαντέλας σε ειδικές μπομπίνες, γίνεται στις αγροτικές περιοχές Νορθχαμπτονσάιρ, Οξφορντσάιρ, Μπεντφορντσάιρ και Μπάκινχαμσάιρ. Οι απασχολούμενοι σ' αυτόν τον κλάδο της δαντελοπαραγωγής είναι κυρίως παιδιά και νέοι, που όλοι τους παραπονούνται για την κακή διατροφή τους και για το ότι σπάνια τρώνε κρέας. Η δουλειά που κάνουν είναι πάρα πολύ ανθυγιεινή. Τα παιδιά εργάζονται σε μικρά δωμάτια με ανεπαρκή αερισμό, που η ατμόσφαιρά τους είναι αποπνιχτική, πάντα καθισμένα και σκυμμένα πάνω από τις μπομπίνες. Τα κορίτσια, για να κρατούν το σώμα τους σ' αυτή την άβολη θέση, φορούν κορσέδες από ξύλινες πλάκες, κι επειδή τα περισσότερα αρχίζουν να εργάζονται από πολύ μικρά, όταν τα οστά τους είναι ακόμα πολύ μαλακά, οι κορσέδες αυτοί προκαλούν πλήρη μετατόπιση του θώρακα και των πλευρών και γενικά τα παιδιά γίνονται στενοθώρακα. Γι' αυτό τα περισσότερα απ' αυτά τα κορίτσια που βασανίστηκαν από τις σκληρές (severest) συνέπειες της κακής λειτουργίας του πεπτικού συστήματος, εξαιτίας της καθιστικής ζωής και της μολυσμένης ατμόσφαιρας μέσα στην οποία εργάζονται, πεθαίνουν από φυματίωση. Τα παιδιά αυτά, που δε μορφώνονται σχεδόν καθόλου και, το χειρότερο, δεν υποβάλλονται σε καμία ηθική διαπαιδαγώγηση, αγαπούν τα στολίδια, και γι' αυτό το ηθικό τους επίπεδο είναι χαμηλότερο, ενώ η πορνεία έχει πάρει ανάμεσά τους σχεδόν επιδημικό χαρακτήρα. («Απολογισμός της επιτροπής που είχε επιφορτιστεί με την εξέταση της εργασίας των παιδιών», έκθεση Μπιορνς).
Αυτό είναι το τίμημα που καταβάλλει η κοινωνία για να μπορούν οι κομψές αστές κυρίες να φορούν και να χαίρονται τις δαντέλες! Μήπως αυτό το τίμημα είναι πολύ μεγάλο; Κάμποσες χιλιάδες τυφλοί εργάτες, μερικά φυματικά κορίτσια του προλεταριάτου, μια καχεκτική γενιά της πληβειακής μάζας, που μεταδίνει την καχεκτικότητά της στα επίσης πληβειακά παιδιά και εγγόνια της, τι σημασία μπορεί να έχουν όλα αυτά; Καμιά, απολύτως καμιά! Η αγγλική αστική τάξη μας μένει ατάραχη, καταχωνιάζει στο χρονοντούλαπο την έκθεση της κρατικής επιτροπής για να εξακολουθήσει να στολίζει με την ησυχία της τις γυναίκες και τις κόρες της με δαντέλες. Η ψυχική γαλήνη του Αγγλου αστού είναι πράγματι εξαίσια!2(...)
Οσο κι αν φαίνεται παράξενο, η κατασκευή αυτών ακριβώς των ειδών που χρησιμεύουν για τον καλλωπισμό των αστών κυριών σχετίζεται με τις πιο ολέθριες επιπτώσεις στην υγεία των εργατών που καταγίνονται με τη δουλειά αυτή. Στο ζήτημα αυτό αναφερθήκαμε ήδη, όταν μιλήσαμε για τη δαντελοποιία, όμως εδώ θα το αποδείξουμε με το παράδειγμα των οίκων μόδας του Λονδίνου. Στα ιδρύματα αυτά εργάζονται μεγάλος αριθμός νέων κοριτσιών, συνολικά 15 περίπου χιλιάδες, που τα περισσότερα ήρθαν από την επαρχία, ενώ τώρα συντηρούνται και τρέφονται από τα αφεντικά κι έτσι έχουν μεταβληθεί σε σκλάβες τους. Κατά την περίοδο της μόδας, που διαρκεί τέσσερις περίπου μήνες το χρόνο, ο αριθμός των ωρών εργασίας φτάνει, ακόμα και στις καλύτερες επιχειρήσεις, τις 15 την ημέρα, ενώ όταν υπάρχουν βιαστικές παραγγελίες παρατείνεται ως τις 18. Αλλά τα περισσότερα εργαστήρια λειτουργούν αυτή την περίοδο χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, έτσι που τα κορίτσια δεν έχουν ποτέ περισσότερο από 6 ώρες διαθέσιμο χρόνο για ανάπαυση και ύπνο, συνολικά αναπαύονται συνήθως μόνο τρεις ή τέσσερις ώρες και σε μερικές περιπτώσεις μόνο δύο ώρες το εικοσιτετράωρο. Ετσι εργάζονται 19-22 ώρες το 24ωρο, αν, πράγμα που συμβαίνει αρκετά συχνά, δε δουλεύουν όλη τη νύχτα! Μοναδικό όριο διάρκειας της εργασίας τους είναι η ολοσχερής φυσική αδυναμία να κρατήσουν περισσότερο τη βελόνα στο χέρι. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα αδύναμα αυτά πλάσματα δεν ξεντύνονται εννιά μέρες στη σειρά, και κοιμούνται πάνω στο στρώμα μόνο στη χάση και στη φέξη. Για τροφή τους δίνουν ένα νεροζούμι, ώστε να μπορούν να το καταπίνουν όσο το δυνατό γρηγορότερα. Με δυο λόγια, κάτω από το ηθικό κνούτο, που τις κρατά στη σκλαβιά, δηλαδή με την απειλή της απόλυσης από τη δουλειά, οι δύστυχες αυτές κοπέλες υποχρεώνονται να κάνουν μια τόσο παρατεταμένη και κοπιαστική δουλειά, στην οποία δε θα μπορούσε να αντέξει ούτε ένας γερός άντρας, πόσο μάλλον μια αδύναμη κοπέλα 14 ως 20 χρόνων. Εκτός απ' αυτό, η αποπνιχτική ατμόσφαιρα που επικρατεί μέσα στα εργαστήρια και τα υπνοδωμάτια, το σκύψιμο την ώρα της δουλειάς που υποχρεώνει συχνά σε άσεμνη στάση, η δυσκολοχώνευτη τροφή, αλλά προπαντός η παρατεταμένη εργασία και η έλλειψη καθαρού αέρα, όλα τούτα ασκούν την πιο ολέθρια επίδραση στην υγεία των κοριτσιών. Πολύ σύντομα προκύπτουν υπερκόπωση, εξάντληση, αδυναμία, ανορεξία, πόνοι στους ώμους, στην πλάτη και στα νεφρά, και πάνω απ' όλα πονοκέφαλοι. Αργότερα εμφανίζονται στρέβλωση της σπονδυλικής στήλης, κύρτωση των ώμων, αδυναμία, πρήξιμο, δακρύρροια και γενικά πονόματοι, μυωπία, βήχας, στενότητα του θώρακα και δύσπνοια, καθώς και ένα σωρό γυναικείες παθήσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, τα μάτια καταστρέφονται σε βαθμό που επέρχεται αθεράπευτη τύφλωση, πλήρης απώλεια της όρασης, κι όταν η όραση διατηρείται σε βαθμό, που να μπορεί η εργαζόμενη να συνεχίσει τη δουλειά της, η φυματίωση βάζει συνήθως τέρμα στη σύντομη και συφοριασμένη ζωή των κοριτσιών που ράβουν γυναικεία ρούχα. Ακόμα και στα κορίτσια που παρατούν έγκαιρα τη δουλειά αυτή η υγεία υποσκάπτεται σε τέτοιο βαθμό, που ποτέ πια δεν αναστηλώνεται πλήρως. Αρρωσταίνουν συχνά, ιδιαίτερα μετά το γάμο τους, και φέρνουν στη ζωή καχεκτικά παιδιά. Ολοι οι γιατροί, που ρωτήθηκαν σχετικά από την επιτροπή εξέτασης της παιδικής εργασίας, αποφάνθηκαν ομόφωνα ότι είναι δύσκολο και να φανταστεί κανείς έναν τρόπο ζωής που να καταστρέφει τόσο πολύ την υγεία και να οδηγεί τόσο γρήγορα στο θάνατο, όσο η ζωή που κάνουν οι μοδίστρες.
Με την ίδια σκληρότητα, αλλά πιο έμμεσα, εκμεταλλεύονται στο Λονδίνο τις ράφτρες γενικά. Η δουλειά των κοριτσιών που ράβουν κορσέδες είναι βαριά, εξαντλητική και βλαβερή για τα μάτια. Και τι μεροκάματο παίρνουν; Αυτό δεν το ξέρω, έμαθα όμως ότι ο επιχειρηματίας που εγγυάται την παραλαβή του υλικού και που δίνει δουλειά στις ράφτρες παίρνει 1,5 πένα (15 πρωσικά πφένιχ) για κάθε κομμάτι. Απ' αυτά κρατά για τον εαυτό του ένα ορισμένο ποσό, το λιγότερο μισή πένα, έτσι που η δύστυχη κοπέλα δεν παίρνει στο χέρι περισσότερο από μία πένα. Τα κορίτσια που φτιάχνουν γραβάτες είναι υποχρεωμένα να εργάζονται 16 ώρες για 4,5 σελίνια τη βδομάδα, δηλαδή, σε πρωσικά χρήματα, ενάμισι τάλιρο. Με το ποσό αυτό δεν μπορούν να αγοράσουν περισσότερα πράγματα απ' ό,τι με είκοσι ζιλμπγκρόσε στην πιο ακριβή πόλη της Γερμανίας. Χειρότερα απ' όλες ζουν όμως εκείνες που ράβουν πουκάμισα. Για ένα συνηθισμένο πουκάμισο παίρνουν μιάμιση πένα. Παλιότερα έπαιρναν 2-3 πένες, όμως από τότε που το άσυλο του εργάτη στο Σεντ-Πάνκρας, το οποίο λειτουργούσε με αστικοριζοσπαστική διεύθυνση, άρχισε να παίρνει παραγγελίες με μιάμιση πένα το κομμάτι, οι δύστυχες γυναίκες αναγκάστηκαν να δεχτούν μια τέτοια πληρωμή. Για τα λεπτά πουκάμισα με κέντημα, που το καθένα μπορεί να γίνει σε μια μέρα με 18ωρη εργασία, η αμοιβή είναι 6 πένες, δηλαδή 5 ζιλμπεργκρόσετ. Ετσι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών εργατριών και επιχειρηματιών, η αμοιβή αυτών των ραφτρών φτάνει, όταν η εργασία είναι υπερεντατική και συνεχίζεται ως αργά τη νύχτα, τα 2,5 - 3 σελίνια τη βδομάδα. Το κορύφωμα όμως της επαίσχυντης αυτής βαρβαρότητας είναι ότι υποχρεώνουν τις ράφτρες να καταθέτουν σαν εγγύηση ένα μέρος της αξίας του υλικού που παραλαμβάνουν. Για την εξοικονόμηση του ποσού αυτού οι ράφτρες αναγκάζονται, όπως είναι και φυσικό κι όπως το γνωρίζουν πολύ καλά οι ιδιοκτήτες, να ενεχυριάζουν τμηματικά το υλικό αυτό κι ύστερα είτε να παίρνουν πίσω το ενέχυρο με μια ορισμένη ζημιά σε βάρος τους, είτε, σε περίπτωση που δεν είναι σε θέση να το κάνουν αυτό, να λογοδοτούν ενώπιον του ειρηνοδίκη, όπως συνέβη με μια ράφτρα το Νοέμβρη του 1843. Μια δυστυχισμένη κοπέλα, που βρέθηκε σε τέτοια κατάσταση και δεν ήξερε τι να κάνει, έπεσε τον Αύγουστο του 1844 στο κανάλι και πνίγηκε. Οι ράφτρες ζουν συνήθως φτωχικά σε μικρές σοφίτες. Στην κάθε μια παραχωρείται τόσος χώρος, όσος φτάνει για να τις χωρέσει και, το χειμώνα, μοναδικό μέσο θέρμανσης είναι συνήθως η φυσική θερμότητα των ανθρώπινων οργανισμών που ζουν μέσα σ' αυτό το χώρο. Μέσα σε τέτοιους χώρους ξεθεώνονται στη δουλειά, ράβοντας από τις 4-5 η ώρα το πρωί ως τα μεσάνυχτα κι έτσι σε λίγα χρόνια καταστρέφουν την υγεία τους ετοιμάζοντας μόνες τους τον πρόωρο τάφο τους, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν έστω και τις πιο ζωτικές τους ανάγκες, τη στιγμή που κάτω στο δρόμο περνούν οι αστραφτερές άμαξες της μεγαλοαστικής τάξης, κι ίσως, κάπου εκεί κοντά, κάποιος τιποτένιος δανδής χάνει μέσα σ' ένα βράδυ στο χαρτοπαικτικό παιχνίδι φαραόν περισσότερα χρήματα απ' όσα μπορούν να κερδίσουν με τη δουλειά τους οι ράφτρες στο διάστημα ενός ολόκληρου χρόνου3.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, Απαντα, ρωσ. έκδ., τόμ. 2, σελ. 389-390.
2. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, Απαντα, ρωσ. έκδ., τόμ. 2, σελ. 416-419
3. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, Απαντα, ρωσ. έκδ., τόμ. 2, σελ. 433-436